Selected tags

Further tags

Ειρωνικά, το αποτέλεσμα υπεραισιόδοξης προσπάθειας.

Συνώνυμο: φεύγει ο πόντος.

-Πάμε έξω ρε πούστη, σε προκαλώ!
-Σιγά μη σκίσεις κάνα καλτσόν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος ή κατάσταση όπου συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα -όπως στο γάμο της Κανά όπου 1ον: παρευρέθη ο Ιησούς και 2ον: έγιναν θαύματα...

Προχθές ήμουν στου Χρήστου και έγινε της Κανά....

(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.

(α) -Σου είπα να έρθεις μαζί μας χτες στο club αλλά δεν ήθελες! Εμείς χτυπήσαμε γκομενάκια και συ καθόσουν στο σπίτι! Καλά να πάθεις!

(β) -Έλα ρε το βράδυ, θα είναι καλά, θα χτυπήσουμε και γκομενάκια. -Άσε ρε Γιώργο, αφού όλο έτσι λέμε και ποτέ δεν γίνεται τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.

- Κοίτα να δεις ρε τι γίνεται στον κόσμο! Είχαμε βγει όλη η παρέα και τελικά ποιος έβγαλε γκόμενα; Ο ασχημομούρης ο Νίκος! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που εκφράζει τα συναισθήματά της έντονα, φωνάζοντας ουρλιάζοντας και τονίζοντας επιδεικτικά κάθε της κίνηση ... όπως ακριβώς κάνει η χήρα στο κρεβάτι.

Πώς κάνει έτσι αυτή Λίτσα μωρέ παιδί μου, λες και δεν έχει ξαναδεί τσαπού στην τηλεόραση, σαν τη χήρα στο κρεβάτι κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζητώ εξηγήσεις ή ενώ είμαι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλω απαιτήσεις ή κατηγορώ.

- Με τράκαρες από πίσω, σου είπα θα κάνω φιλική δήλωση και ζητάς και τα ρέστα από πάνω ρε μαλάκα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολεμική τέχνη που χρησιμοποιείται κυρίως από αυτούς που νομίζουν οτι μπορούν να παλέψουν. Χρησιμοποιείται κυρίως από Έλληνες.

Βλ. και ταβερνόξυλο.

Αυτός ξέρει βαράτε, ζίου μήτσου και άλλες πολεμικές λέξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ αδύνατη κοπέλα (βλ. στεγνό, κοκκαλοσακούλα κ.α.)

Αυτή για το μονό που μπορεί να κάνει είναι μεζές για σκύλους!

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.

-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified