Selected tags

Further tags

Αρχοντοσλάνγκ ή αριστο(κρατο)σλάνγκ ή μπουρζοσλάνγκ (από τους μπουρζουάδες).

Παλιακή έκφραση που παραπέμπει σε καταστάσεις ψευτοκυριλέ, από ανθρώπους ανώτερης συνήθως τάξης ή μορφωτικού επιπέδου που η κλάση τους δεν επιτρέπει σλάνγκικες εκφράσεις.

Όταν δεν θέλουν να προσβάλλουν ευθέως (π.χ. φάτηνα στον κώλο τώρα μαλάκα, εγώ στα ‘λεγα), αλλά με πλάγιο τρόπο (ίσως γιατί είναι μπροστά και μικρά παιδιά και ακούνε), θέλουν να υποδηλώσουν ότι κάποιος ελαφρόμυαλος ή αλαζόνας που νόμιζε ότι τα ήξερε όλα τον ήπιε, του ήρθε από κει που δεν το περίμενε.

Κυριολεκτικά, το αυτό.

Με άλλα λόγια:
Ρούφα την τώρα και μη μιλάς.
Σκάσε και κολύμπα.

  1. Τα λέγαμε με το Γιωργάκη να μη μπλέξει μ’ αυτή τη σουρλουλού, θα του τα φάει όλα. Τώρα με το διαζύγιο, αφού της έκανε και το παιδί, κάτσε στη μπανάνα Γιωργάκη, δεν θα του αφήσει ούτε τη γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.

2, Θέλατε και μνημόνιο να σωθείτε από τη χρεωκοπία φραπέλληνες της μίζας και του βολέματος, κάτσε στη μπανάνα μαλάκα Έλληνα που θα πιάσεις κότσο το ντόιτς.

(από VAG, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παγίως χρησιμοποιείται αρνητικά, ή ερωτηματικά και εις τον μέλλοντα, για να χαρακτηρίσει την ιδιόμορφη πολιτειακή κατάσταση της χώρας μας, ως χώρας που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κράτος.

Πρωτίστως εκφέρεται ως διαπίστωση μετά από παρατήρηση ή σχολιασμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, του φορολογικού συστήματος, της χωροταξικής πολιτικής και κάθε παταγώδους έκφρασης της ανικανότητας και αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος, μέσα την πάγια δυσλειτουργία του, επιβεβαιώνει προς τους πολίτες του ότι δεν πληροί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους, όπως το επαγγέλλονται οι πολιτικοί του ή όπως το διεκδικούν οι πολίτες του. Περιγράφει τελικά μια νεοελληνική ου-τοπία, αυτό που δεν είμαστε και που δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε. Διατυπώνεται επίσης ως ρητορική ερώτηση: «πότε θα γίνουμε κράτος;», που εξυπονοεί - προκαλεί την απάντηση «ποτέ».

Ενίοτε κρίνεται κατάλληλη και για Βαλκάνιους γείτονες.

Μπορεί παραπέρα να χρησιμοποιηθεί, καταχρηστικά, ως σχόλιο για κάθε ανεπάρκεια, μειονεξία, αστοχία, σφάλμα, που πυροδοτεί τα νεοελληνικά συμπλέγματα κατωτερότητας, ή, σε σπάνιες περιπτώσεις (όταν εκφέρεται με το εσείς αντί για το εμείς), ανωτερότητας απέναντι στους γείτονες.

Ενδιαφέρον είναι ότι για την απόδοση του «etat, state, Staat» (=[καθ]εστώς) στα ελληνικά επιλέχθηκε η ρίζα «κρατ-» (δύναμη, ισχύς, Pouvoir, Power, Macht). Αλλά και το συνώνυμο (;) «πολιτεία», κατά πολύ εγγύτερο στην αρχαιοελληνική και δημοκρατική αντίληψη.

Δεν θα γίνουμε κράτος ποτέ-Δεν πάνε οι υπάλληλοι στο Σουφλί και μεταφέρουν την υπηρεσία!!! εδώ

Αστε,εμεις δεν θα γινουμε κρατος ουτε στην δευτερα παρουσια.
εδώ)

Αν πραγματι ισχυσει αυτη η διαταξη τοτε πραγματι ειμαστε για κλαμματα. Στο 2011 να ταλαιπωρουν συνταξιουχους η συγγενεις για να αποδειχθει οτι ο συνταξιουχος πραγματι ζει το θεωρω λιαν επιεικως απαραδεκτο. Μια ακομα αποδειξη οτι αυτοι που τοποθετουνται σε θεσεις για να λυνουν προβληματα του κοσμου ειναι ανεπαρκεις. Δυστυχως δε θα γινουμε κρατος ποτε.
εδώ

Και αν ποτε γινουμε κρατος να με χ@@@εις....
εδώ

Ως προς τους Βαλκάνιους γείτονες ο λημματογράφος το έχει ακούσει από κάτοχο yugo, κάθε φορά που το σαραβαλάκι του έσβηνε κι αρνιόταν να πάρει μπρος: «Α ρε πούστηδες Σέρβοι, δε θα γίνετε κράτος εσείς!» (!!!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλικό / συμπονετικό / αγαπησιάρικο / κατανόησης και συμπάθειας / οίκτου / παρηγορίας / συνδυασμός των ανωτέρω, χτύπημα της παλάμης στο άνω μέρος του τριχωτού της κεφαλής κάποιου.

Δεν είναι ακριβώς ηχοποίητο (όπως στον άλλο ορισμό), είναι προφ περισσότερο η υπόθεση του «πως θα ακουγόταν αυτό το χτύπημα της κεφαλής εάν είχε ήχο». Το χτύπημα είναι απαλό, ενίοτε συνοδεύεται στο τελείωμά του από μικρής διάρκειας χάιδεμα της κεφαλής και ταυτόχρονα παρηγορητικά γλυκόλογα. Χρησιμοποιείται μόνο με αγάπη και προδέρμ.

-Έσπασε το νύχι μου σήμερα το πρωί! Μπου-χου-χουυυ! Και χθες είχα δώσει τόσα λεφτά στη μανικιουρίστα!
- Έλα μην κλαις! Έλα να σου κάνω πατ-πατ!
-Σνιφ, λυγμ! :'(
(πατ-πατ-πατ)

(από Galadriel, 29/03/12)(από Mr. Cadmus, 29/03/12)The original patpat (από Vrastaman, 31/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με έχει εκνευρίσει, κουράσει κάτι ή κάποιος σε σημείο βρασμού.

Η έκφραση προκύπτει από την αίσθηση ότι την ώρα της φούντωσης νιώθεις όχι μόνο τα νεύρα σου να τεντώνονται, αλλά και ένα ξύσιμο / κάψιμο στα άντερα λες και τα τρίβει η μάνα σου με τον ξύστη της ντομάτας. Η φράση εντοπίζεται στα 80 's , είναι του τύπου «Άντε σπάσε», «ψώνιο η κατάσταση» «έφαγα φλας» και άλλες τέτοιες ρετρό ... Πρώτη φορά την εντοπίζουμε και διαδίδεται με ταχύτητες φωτός στους «Απαράδεκτους», από ποιαν άλλη ... μα φυσικά τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, η οποία δίνει ρεσιτάλ γλωσσοπλασίας... Ακολουθεί ταγκάρισμα τσε λινκ ...

  1. (δασκάλα) Τι θα γίνει ρε παιδιά με τη φασαρία ; Μου 'χετε ξύσει τ' άντερα...

  2. (μάνα) - Ακόμα να φτιάξεις το δωμάτιό σου εεεε; Πόσες φορές πρέπει να στο πωωω;
    (παιδί) - Αμάν ρε μάνα, μου 'χεις ξύσει τ' άντερα με το κωλοδωμάτιο... Μη μου αρχίζεις το ζάλισμααα!

(από μπουρεκι, 29/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κάρο, ένα μάτσο, πληθώρα. Τόσα που άμα τα φας (λέμε τώρα) θα σκάσεις.

  1. Σε αυτή τη νέα παραλλαγή του παραμυθιού της Χιονάτης συμμετέχει ένας σκασμός ηθοποιών από το «Νησί»: Bob Hoskins, Eddie Marsan, Nick Frost,...

  2. Βέβαια, έγιναν και εκείνοι οι γάμοι, που ένας σκασμός λεφτά έφυγε για να μην μείνει στο τέλος καμία ανάμνηση, καμία πρωτοτυπία.

  3. Να ένας σκασμός φωτογραφίες, μερικές από τη θρυλική φωτογράφηση του Playboy των '80s.

(από το νέτι όλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντή και χτικιάρα γκόμενα.

Ποια, η Γωγώ; Απολειφάδι, σαν παντελόνι που έχει μπει στο πλύσιμο. Θα τον παίξω καλύτερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Mojo αποτελεί στοιχείο της Αφροαμερικανικής κουλτούρας και πρόκειται για μια μικρή υφασμάτινη τσάντα που περιέχει μαγικά αντικείμενα και λειτουργεί ως φυλαχτό ή και ως γούρι. Η Βικούλα το ορίζει ως «προσευχή στο τσαντάκι» (prayer in bag) και το ετυμολογεί από την δυτικοαφρικανική λέξη mojuba, που σημαίνει «προσευχή τιμής και αινέσεως». Τα mojo είναι έτσι φτιαγμένα, ώστε το άτομο να μπορεί να τα φέρει διαρκώς πάνω του, κρύβοντάς τα κάπου στα ρούχα, σε εσωτερικά ρούχα ή προσαρτώντας τα και στο ίδιο το σώμα του. Πρόκειται, επομένως, για ένα μαγικό προστασίας που συνοδεύει διαρκώς το άτομο ως ένας δεύτερος εαυτός του, που του δίνει δύναμη και αποτελεί την καλή του τύχη. Εδώ θα βρείτε έναν κατάλογο από εξειδικευμένα μότζο στα ελληνικά, όπως λ.χ. το «μότζο ξεσταυρώματος», το «μότζο ακολούθα με αγόρι μου», ή το «μότζο σταθερής εργασίας», που μόνο από αυτό περιμένουμε να μας σώσει στην εποχή της ευελφάλειας ή ασφιξίας (ελληνικές εκδοχές της flexicurity).

Οπότε χάνω το μότζο μου σημαίνει χάνω το γούρι μου. Η έκφραση λέγεται όταν αρχίζουν όλα να πηγαίνουν στραβά και χάνω την τύχη μου. Περισσότερο, όμως, σχετίζεται με το ότι έχω χάσει ένα μέρος του εαυτού μου, ή ένα μέρος ενός εναλλακτικού εαυτού μου, που σε ορισμένες περιφτώσεις μπορεί να σχετίζεται και με άλλο ή άλλα πρόσωπα. Οπότε θα το μετέφραζα και ως έχω χάσει την αύρα μου, έχω χάσει τον τσαμπουκά μου, το τσαγανό μου, τη μπάλα, κυρίως όταν κάποιος χάνει τους δικούς του εσωτερικούς πόρους δύναμης τους ιδιάζοντες σε αυτόν, που μπορεί και να είναι η καταβύθιση σε βαθιά στρώματα του εαυτού ή και κάποια σχέση με ένα άλλο πρόσωπο που αποτελεί το γούρι του. Αυτός που χάνει το μότζο του εμφανίζεται ως κατηφής, ματιασμένος, κατσιασμένος, ακηδής, και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι έχει φταίξει και περιήλθε αίφνης σε αυτήν την κατάσταση, εξ ου και ψάχνουμε πού είναι το μότζο, οέο.

@Γερμανός μεταφραστής: Λίγα παραδείγματα στον γούγλη, χρησιμοποιείται περισσότερο ως ψαγμενιά από αλτέρνια που αγαπάνε αφροαμερικανούς τε και αφροαφρικανούς, από κοελογκόμενες , από λαϊφστιλάτα περιοδικά τ.Πουτσοπόλιταν, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

  1. Η κατάρα της ωρίμου ηλικίας και πώς μου χαλάει το μότζο.
    [...] Αν βέβαια υποψιαστώ ότι για να μου ξαναχαρχαλευτεί το μότζο πρέπει να περιμένω καμιά 30αριά χρόνια θα σκάσω! Με τί θα ασχολούμαι μέχρι τότε; (Εδώ).

  2. στην αρχή απολαμβάναμε και οι δύο περισσότερο να είμαι εγώ από πάνω, τώρα νιώθω σαν να έχω χάσει λίγο το mojo μου και έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι, δηλαδή μου αρέσει καλύτερα με αυτόν από πάνω. μερικές φορές λέμε και προστυχιές πάνω στην όλη φάση. αυτά. κάνω κάτι λάθος;; γιατί δεν τελειώνω κανονικά;;;; (Εδώ).

  3. Διότι ο μεγάλος σκηνοθέτης, που συνεχίζει να παράγει ταινίες με τον εξοντωτικό ρυθμό της μίας κάθε ένα-ενάμιση χρόνο, έμοιαζε να έχει χάσει το μότζο του κάπου πριν καμιά δεκαετία - και λογικό είναι κιόλας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει (θα γίνει χαμός με την κακή έννοια).

Πρόσεχε πώς μου συμπεριφέρεσαι, γιατί την επόμενη φορά θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως υποδηλώνει και ο ορισμός, απευθύνεται σε έναν κοινό μαλάκα της εποχής, ο οποίος προκαλεί εντύπωση πέραν της μαλακίας του σε ένα κέντρο διασκέδασης, καφετέρια κτλ. με τους έξτρα πόντους κύρους που του προσδίδει μια μάρκα τσιγάρων με ασυνήθιστα μακρόστενο σχήμα που προκαλεί δέος πχ. marlboro 100s (τα κατοστάρια μάρλμπορο), karelia slims κτλ.

- Καλά τι τσιγάρα κάνει ο μαλάκας στο απέναντι τραπέζι για δες!
- Χαχαχα, του μαλάκα το τσιγάρο, πιο μακρύ και πιο μεγάλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified