Selected tags

Further tags

Κι αυτή, όπως κι αυτή η ρήση, έχει τη ρίζα της στη βυζαντινή εποχή.

Τότε οι πλούσιοι, επειδή δεν καταδέχονταν να πάνε πεζό δύο στην αγορά για να ψωνίσουν, καβαλούσαν τα άλογα τους και αγόραζαν αυτό που ήθελαν καβάλα, δείχνοντας στον πωλητή κάτι που έβλεπαν απ' το άλογο, χωρίς να μπουν στον κόπο να το διαλέξουν.

Έτσι, οι επιλογές τους ήταν επιλογές για κλάματα. Επιλογές της συμφοράς. Γι΄αυτό κι οι πωλητές, ως γριές πουτάνες, εκμεταλλεύονταν την κατάσταση και ξεφορτώνονταν ό,τι σαβούρα, σκαρταδούρα και πράγματα του σωρού και του πεταματού, αλλά επίσης κι ό,τι ακριβά πράγματα είχαν απούλητα.

Η έννοια δεν έχει αλλάξει σημασία τη σημερινή εποχή κι ο όρος υποδηλώνει την αγορά που γίνεται με πλημμελή ή ανύπαρκτο έλεγχο, μ' αποτέλεσμα αυτό που αγοράζεις να μη θεωρείται καλή αγορά (π.χ.: ακαλαίσθητο, κακής ποιότητας, ακριβό, κ.λπ.).

-Τι πήγες κι αγόρασες εκεί ρε Μήτσο; To 'ψαξες καθόλου ή ψώνισες καβάλα;
-Τι να ψάξω; Δεν είχα χρόνο. Στο πάτ-κιούτ. Γιατί το λες;
-Εμ, μάπα το καρπούζι μωρ' αδερφάκι μου. Κάνει μπαμ από μακρυά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μας πάνε όλα πάρα πάρα πολύ καλά στην ζωή μας, κι ο Μητσοτάκης φαίνεται να έχει ξεχάσει την ύπαρξή μας, φτυνόμαστε από μόνοι μας προληπτικώς για να μην μας ματιάξουν. Το χαρακτηριστικό είναι ότι το να μας φτύνουν οι άλλοι είναι κατάντια, ενώ το να αυτοφτυνόμαστε είναι ένδειξη ευπραγίας. Το «φτύνομαι» το λέμε όταν δεν πιστεύουμε στην καλή μας τύχη.

«Φτου μου, φτου μου» ή «φτου σου αγόρι μου» (σπανιότερα ή καθόλου «φτου σου κορίτσι μου»), όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη είναι ναρκισσιστικός αυτοθαυμασμός, υποκοριστικό του όλα τα λέιζερ πάνω μου (εδώ, σε μένα)!

Μένιος στον καθρέφτη: -Φτου σου αγόρι μου, φτου σου, κοτζάμ Λίλιαν γαμάς, όχι παίζουμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος είναι πολύ όμορφος, έξυπνος κτλ, θεωρείται γρουσουζιά να τον επαινούμε γιατί προκαλείται ο φθόνος των πονηρών πνευμάτων μεταφυσικών ή ανθρώπινων, και συνηθίζεται η πρόληψη να τον φτύνουμε για να αποτρέψουμε το κακό μάτι.

Εν προκειμένω, συνηθίζεται σλανγκικώς να εκμεταλλευόμαστε αυτήν την συνήθεια και για να ειρωνευτούμε κάποιον που δεν είναι άξιος ματιάσματος (δηλ. είναι άσχημος, άχαρος, μπουνταλάς) και να τον φτύσουμε κι από πάνω, με ροχάλα εν ανάγκη. Επιπλέον «ματιάξω» αντί «ματιάσω» για ακόμη περισσότερη σλανγκ. Επίσης «αβασχάνω» από την «βασκανία» = το μάτιασμα.

- Γεια σου ρε κάγκουρα! Φοβερή εμφάνιση! Χοοοοοοοοοϊκ (παρασκευή ροχάλας στις φαρυγγολαρυγγικές κοιλότητες), φτου σου, φτου σου να μην σε ματιάξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοσουηδική προσβολή. Εκ του «Gå och knulla (dig själv) » = «Άντε και γμήσυ» και του self-explanatory «μωρή τσούλα». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκδηλώσει το μίσος και την απέχθεια προς Ελλεεινίδα ή Σουηδανέζα που δεν μας έκατσε. Προσοχή στην δεύτερη περίπτωση: είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα αν εκτοξευθεί εναντίον κοπέλας με γνώσεις Βαράτε.

- Du är en bra vän men jag älskar dig inte...
- Γκοοκνούλα μωρή τσούλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση έχει τη ρίζα της στη βυζαντινή εποχή. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν διαπόμπευση των μοιχαλίδων, των κλεφτών και αυτών που δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.

Το σκηνικό στηνόταν ως εξής: Αφού κούρευαν τους ενόχους, τους κάθιζαν ανάποδα στο γαϊδούρι και τους υποχρέωναν να κρατούν την ουρά του. Μετά, τους πέρναγαν από όλους τους δρόμους της πόλης. Κατά την περιφορά, το πλήθος τους έβριζε, τους πετούσε παλιοπράματα και πολλές φορές τους μουτζούρωνε το πρόσωπο με καπνιά (από 'δω προέρχεται και η λέξη «μούντζα»). Στους κλέφτες πέρναγαν στο λαιμό τους, τα κλοπιμαία για να 'ναι ο διασυρμός τους ακόμα μεγαλύτερος.

Έτσι όταν εκφέρουμε τη φράση, εννοούμε πως κάποιος έχει παραπέσει σε ολίσθημα και του αξίζει η δημόσια κατακραυγή, η γελοιοποίηση και το ρεζίλεμα. (βλ. παράδειγμα 1).

Με την ευρύτερη έννοια, όταν εκφέρουμε τη φράση, αναφερόμαστε σε:

  1. Κάποιον που λέει ή κάνει κάτι που θεωρούμε παράλογο, λαθεμένο, παρατραβηγμένο, εξεζητημένο, κάτι που δεν αρμόζει στην περίσταση. Κάτι που μας ξενίζει και μας φαίνεται τρελό και παλαβό (βλ. παραδείγματα 2, 3).

  2. Κάποιον που θεωρούμε πως ζει μόνιμα στον κόσμο του (βλ. παράδειγμα 4).

3) Κάποιον που θεωρούμε πως είναι τρελός, πως έχει βαρέσει για τα καλά μπιέλα (βλ. παράδειγμα 5).

  1. Ο Χριστός έκανε θριαμβευτική είσοδο των Βαΐων στα Ιεροσόλυμα επί πώλου όνου καθήμενος, προς την έξοδο της Αγίας Πόλεως...Για το γάιδαρο καβάλα είναι ο Ειρηναίος. (για τον πρώην πατριάρχη Ιεροσολύμων ο λόγος)
    Δες

2.Τα πρωινά είμαστε για το γάϊδαρο καβάλα στην ορθογραφία...
Δες

  1. Με λίγα λόγια το συνεργείο subaru που πήγες (χωρίς να ξέρω ποιο είναι), είναι πολύ απλά για το γάιδαρο καβάλα !!! Δες

  2. Ειδικώς αυτήν την εβδομάδα ο Ψωμιάδης ανέβηκε σε μηχανή μεγάλου κυβισμού. Όλο τον άλλο χρόνο είναι για το γάιδαρο καβάλα!
    Δες

  3. -Θυμάσαι εκείνον τον χαρακτηριστικό τρελόγερο μουσάτο καβαλάρη που, τη δεκαετία του ενενήντα κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας στον κόσμο να μετανοήσει;
    -Μπορεί να καβαλούσε άλογο, αλλά ήταν σίγουρα για το γάϊδαρο καβάλα.

Σημείωση:Αν κάποιος/α έχει μήδι μ' αυτόν ας το ανεβάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To «νταν» είναι επιτατικό, όπως κατέδειξε το Πονηρόσκυλο για το μερακλαντάν, οπότε πρόκειται για ένα εμφατικό «γεια χαρά» από μαγκίτες παλαιάς κοπής. Πολύ κλασικό έως παρωχημένο, ιδανική τροφή για καβουροσλανγκόσαυρους.

«Γεια χαρά νταν Mega» ήταν μια εκπομπή του Γιάννη Ζουγανέλη στα '90ς που με τον τίτλο της σατίριζε το αντίπαλο Ciao ANT1.

(από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ.

Επίσης η μπύρα.

Για μια ελαφρώς διαφορετική άποψη βλ. θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός.

Γιώργος: Άσχημα τα πράγματα με την κρίση. Θα αναγκαστούμε να κάνουμε μεγάλες θυσίες.
Μένιος: Στα παπάρια μου! Όσο έχω την Λάουρα και την Λίλιαν, θα έχω μια χαρά διασκέδαση των φτωχών.
Γιώργος: Και ποιος θα πληρώνει για τα λούσα, την περιποίηση προσώπου, τα πιλάτες, τα γιόγκα, τα μασάζ, τα εξτένσιον, τα μανικιούρ-πεντικιούρ...
Μένιος: Δε γαμιέται!... Το Λίλιαν ως γνωστόν το έγλειφα κι άπλυτο. Για την Λάουρα παίζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» και το «η θητεία θέλει καλοπέραση», εννοείται ότι η οικονομική κρίση δεν πρέπει να μας πάρει από κάτω, αλλά πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο να την διασκεδάσουμε, γιατί «του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει».

Εξάλλου, υπάρχει κι η καλή άποψη: Οι Αμερικάνοι δεν θα έχουν λεφτά να κάνουν πολέμους σε άλλα μέρη από αυτά που έχουν ξεκινήσει, είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε το οικολογικό κ.ά.

-Καλά μεσούσης της κρίσης πάλι θα βγάλετε τα μάτια σας στο ρετιρέ;
-Εμ, η κρίση θέλει καλοπέραση! Και το σεξ είναι η διασκέδαση του φτωχού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από τις βρούβες που είναι αγριόχορτα!

Το λέμε για να δείξουμε τον προορισμό κάποιου!

-Πάλι φεύγει αυτός; Που πάει πάλι;
-Ξέρω εγώ; Για βρούβες! Τι περιμένεις από τον Σωτήρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified