Selected tags

Further tags

Ατάκα απάντηση σε τάπερμαν που την έχει δει Ναπολέων και επειδή δεν του μιλάει κανείς (επειδή τον έχουν του πεταματού και γραμμένο στα αρχίδια τους) θεωρεί πως οι άλλοι είναι οι αδύναμοι κρίκοι και γι' αυτό φοράει ένα ύφος 500 καρδιναλίων. Και έτσι το τσουτσέκι αισθάνεται πως είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού και πως έχει πιάσει τον πάπα απ' τ' αρχίδια. Αισθάνεται, όπως έλεγε κι ο χαρισματικός Ζήκος στην ταινία «Της κακομοίρας», πως αν ξεδιπλωθεί θα γίνει ένα κι ενενήντα. Αποτέλεσμα: φουσκώνει σα γάλος όπου βρεθεί κι όπου σταθεί.

Κάποια ώρα βέβαια φορτώνει τον πυκνωτή των άλλων και λίγο πριν την εκφορτιση έρχεται η φράση:«άντε μη φτύσω και πνιγείς» ή μ' άλλα λόγια, σκάσε γιατί με μια ροχάλα μου μπορώ να προκαλέσω τσουνάμι και να σε πνίξω. Για αυτό σκάσε και ρούφα τ' αυγό σου. Η μ' άλλα λόγια, εντάξει μαλάκα, κάναμε μια φορά το μαλάκα, δυο, ε....τρεις και το λουρί της μάνας. Μετά λεβέντη,που σε πονει και που σε σφάζει. Η ατάκα συνήθως γαρνίρεται με τσαμπουκάδικο βλέμμα και με διάθεση άμεσου κοψίματος του βήχα.

Κώστας (τάπερμαν):
- Αυτό που σας λέω. Αυτό θα κάνουμε. Πάει και τελείωσε. Είπα και ελάλησα.
Μήτσος:
- Άντε μη φτύσω και πνιγείς παλιομαλάκα. Άντε... Άντε... γιατί σαν πολλά μας τα' πες.

(από GATZMAN, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκομενοφύλακας, ο γκομενοβοσκός, ο καληνυχτάκιας, ο ποτεγαμήσης, ο ανέραστος, άτομο που κοντεύει να στραβωθεί από την πολλή μαλακία. Οι σεξουαλικές του εμπειρίες μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και σίγουρα η τελευταία φορά που είδε μουνί live ήταν σε τίποτα βαφτίσια.

- Αυτός ο Μηνάς γαμάει ποτέ;
- Ποιός να γαμήσει ρε; Αυτός έχει να δει μουνί από βάφτιση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ωχ, το μάτι μου!» είναι συνήθης κραυγή αγωνίας ελληνίδων λίγο μετά την εκσπερμάτωση, καθώς δέχονται πιτσιλιές που τσούζουν. Για το ευχαριστώ, οι γουρνάρηδες σύντροφοί τους αναρτούν τα σχετικά φιλμάκια στο διαδίκτυο δίκην candid camera.

  1. «Το μάτι μου! Θεέ μου! Πάνω στο μάτι μου μού πάει! (…) Δεν μπορώ να καθαρίσω το μάτι μου (…) Να το βάλω για μάσκαρα αυτό;». (ατάκα από βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

  2. «...όχι στο πρόσωπο, θα ξεφλουδίσω (…), όχι στα μάτια και τέτοια, όπως την προηγούμενη φορά, μετά δεν βγαίναν και τσούζαν τα μάτια μου…». (Προειδοποιητική βολή από σχετικό βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο τόσο απαίσιο σε χαρακτήρα, προσωπικότητα, συμπεριφορά μυρωδιά και εμφάνιση, που μόνο η παρομοίωση του με ένα κάρο σάπια λεμόνια μπορεί να τον περιγράψει επαρκώς.

- Για τον Θανάση τι γνώμη έχεις;
- Άλλο κάρο με σάπια λεμόνια κι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που πρωτοειπώθηκε από λαϊκότατο και συμπαθέστατο μανάβη στην Πάτρα. Ο άνθρωπος λαϊκός της πιάτσας, όλη μέρα με το «σεις» και με το «σας» τις κυρίες στο μανάβικο, κάποια του έσπασε τα νεύρα μία μέρα, τον έκανε έξαλλο, και την έστειλε με την παραπάνω ατάκα. Μάλλον ήθελε να πει «άντε γαμήσου κυρά μου», αλλά δεν του βγήκε εκείνη τη στιγμή.
Χρησιμοποιείται ως ατάκα πλέον όταν θέλουμε να ελαφρύνουμε το κλίμα σε μία σοβαρή συζήτηση.

(Συζήτηση φοιτητών)
- Ρε Γιώργο θα διαβάσεις να δώσεις κανα μάθημα; Έχεις σαπίσει με το φίφα μάνατζερ μέρα- νύχτα.
- Άντε γαμηθείτε μαντάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τα σκουπίδια, για πέταμα, για κλάσιμο, για τομπούτσο. Ούτε καν για ανακύκλωση.

Το πέταμα, του πετάματος > του πετάματου > του πεταμάτου > του πεταματού (συμπίπτει να είναι και το εμφατικότερο όλων).

- Καλά δεν ξαναβγαίνω με την παρέα της γκόμενάς μου. Με έχουν όλοι του πεταματού. Τι ζόρι τραβάνε; Βερμουδιάρη με λέει η μία, τσιτσίκο με βρίζει ο άλλος, άσταδγιάλα πια, βαρέθηκα.
- Ναι, αλλά πολύ συγχίζεσαι και δεν θά 'πρεπε. Μήπως θα ήταν καλύτερα να πας να κάνεις λίγο δουλειά με τον εαυτό σου...
- Χέσε μας μωρή Γιαλόμα και συ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία (ένεκα συντομίας ή τεμπελιάς ή ευγενείας...), σε γραπτό λόγο μόνο, για το «γαμώ το κέρατό μου μέσα». Μας πάει πίσω σε εποχές κατά τις οποίες τα φωνήνετα εννοούνταν και προφέρονταν αλλά δεν καταγράφονταν. Νομίζω το κρατάνε οι άραβες ακόμα.

Έτσι πάει και το ρε πστ!.

(από προσωπικό ημερολόγιο της Βίβιαν)
Κυριακή 23. 11. 2008
Σήμερα που πήγα στην καφετέρια είδα τη Λίλιαν που την είχε πέσει πάλι στον δικό μου*, γμτκρτμμσ... Αυτή τη μπουτάνα θα τηνε τσακίσω μια μέρα ρε πστ...

*τον Βαγγέλα

προσοχή εκεί που γαμάς κέρατα μη στον σφυρίξουνε κιόλας (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που λέγεται σε κάποιον, όταν γίνεται αντιληπτό πως χάθηκε το connect με την κεντρική μονάδα του (το μυαλό του). Η φράση ηχεί σαν συναγερμός και στοχεύει στο να ευαισθητοποιήσει και να επαναφέρει στην πραγματικότητα κάποιον που:

  1. Ετοιμάζεται να κάνει, ή κάνει, ή λέει, άσχετα με την περίσταση πράγματα, ενώ είναι γνωστό πως ξέρει την κατάσταση (παραδείγματα 1, 2). Αυτό κάνει κάποιον που τον ξέρει να αναρωτιέται τι του συμβαίνει.

  2. Αυτά που λέει θίγουν κάποιον (βλ. παράδειγμα 3), που τον κάνουν να αναρωτιέται κατά πόσον ο άλλος είναι στα συγκαλά του.

Σχετικές φράσεις: λειτουργείς, επικοινωνείς;

  1. Κάποιος υποτίθεται πως έχει αγοράσει μια γαργαλιέρα. Τη δείχνει σε ένα φίλο του.
    - Πάτα το power να ανοίξει η γαργαλιέρα. Ο άλλος πατάει στον επιλογέα 1-10, το 3
    - Κάπα βήτα ε; - Τι;
    - Είσαι μαζί σου; Τι κουμπί σου είπα να πατήσεις;
    - Ε;... Το power είπες, ε; Καλά είμαι αλλού. Η Λίλιανέχει μια βδομάδα να δώσει σημεία ζωής. Ποιος ξέρει σε ποιο λήμμα θα βολοδέρνει τώρα. Καλντελημματατζού κατάντησε.

  2. O Γιάννης, συνάδελφος της νύφης, χαιρετώντας το γαμπρό και τη νύφη μέσα στην εκκλησία, τους εύχεται:
    - Ζωή σε σας. Ο γαμπρός κι η νύφη κοιτάζονται αμήχανα μεταξύ τους, ενώ του ρίχνουν ένα φαλτσαριστό γέλιο. Ο Πέτρος, επίσης συνάδελφος του Γιάννη, που βρίσκεται πίσω του κι έχει ακούσει την πατατιά του, προσπαθώντας να προλάβει για να μη γίνει η φάση σουβλάκι, τον σκουντάει και, με ύφος, του ψιθυρίζει στ' αυτί:
    - Κούκου. Είσαι μαζί σου, βρε ηλίθιε; Τι ευχήθηκες; Να ζήσετε και να σας ζήσουν πρέπει να λες.
    Ο άλλος κουνώντας το κεφάλι του, του ρίχνει ένα βλέμμα που δείχνει ότι το πήρε το μήνυμα, ψιθυρίζοντας: «Πώς το μπέρδεψα;»

  3. Σε μια εταιρεία, κάποιος με το καλημέρα και για ανεξήγητο λόγο, βρίζει κάποιον:
    - Αλήτη, θα σε φτιάξω... θα... θα... θα σε σκίσω... θα...
    Τον πιάνει απ΄το σακάκι. Ο άλλος απορημένος του λέει:
    - Είσαι μαζί σου; Mε ξέρεις ρε φίλε;
    - Μου είπε ο ντετέκτιβ πως η γυναίκα μου με απατά με τον Aντωνίου και μου έδειξαν στην είσοδο της εταιρείας αυτό το γραφείο.
    - Δεν είμαι ο Αντωνίου, είμαι ο προϊστάμενός του και ελέγχω κάποια αρχεία στο γραφείο του. Να προσέχουμε λίγο.

(από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη έκφραση που απαντά κυρίως ως «μη μου λες εμένα ιστορίες για γρίους» ή « τι' ν ' αυτά που λες + [αυτά που λέει] + και ιστορίες για αγρίους...». Η φράση είναι ένας σχετικά ευπρεπής τρόπος να πεις «μη μου λες μαλακίες», «άσ' τα σάπια σάλια», δλδ. μη με δουλεύεις. Εκφέρεται μάλλον με θυμό και σε περιβάλλοντα (πχ. εργασιακά) όπου πιο ηχηρές εκφράσεις αποδοκιμάζονται.

Η φράση προφανώς προέρχεται από την εποχή όπου ναυτικοί, εξερευνητές, πειρατές και αργότερα ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι κλπ πουλούσαν στον κόσμο φανταστικές «ιστορίες για αγρίους», φαντασιοπληξίες δηλαδή για άγριες φυλές και τα φοβερά και τρομερά που τις είδαν να κάνουν*.

Αυτό το «για αγρίους» βέβαια, μπορεί κανείς να το εννοήσει -εσφαλμένα πάντως- όχι μόνο ως «σχετικά με αγρίους», αλλά και ως «προορισμένες για αγρίους», παιδαριώδεις δικαιολογίες που μόνο αγρίους θα μπορούσαν να πείσουν, που η αξία τους μετριέται σε χάντρες και καθρεφτάκια, προσβλητικές για τη νοημοσύνη του χρήστη της φράσης.

Και τα δυο νοήματα φυσικά αλληλεπιδρούν πολλαπλασιαστικά αυξάνοντας δύναμη της φράσης...

Αξίζει να σημειωθεί παρεκβατικά ότι την ελληνική ανεκδοτική slang έχουν εμπλουτίσει διάφορες φυλές ιθαγενών: οι Μάο Μάο, οι Ζουλού, οι Παπούα, ενώ εντός και εκτός ανεκδότων συναντά κανείς τη μοναδική φυλή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της ελληνικής επικράτειας, τους Ούγκα Μπούγκα, από την ευχρηστότατη ρίζα ουγκ. Οι δε κουλτουριάρηδες έχουν τη δική τους αγαπημένη άγρια φυλή, τους Λιλιπούα.

*ώσπου η σύγχρονη κορέκτ ανθρωπολογία μάς είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν / είναι τελικά και πολύ διαφορετικοί από μας τους δυτικούς, με τη διαφορά ότι είναι εντελώς διαφορετικοί...

υπάρχει ένα ωραίο τραγούδι του Μαραγκόπουλου με αυτόν τον τίτλο, και ρεφρέν:

μου λες ιστορίες για αγρίους
και κακούς μακρινούς συγγενείς
μ' απ' του έρωτα τα βέλη
δεν τη γλύτωσε κανείς...

ή κάπως έτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified