Selected tags

Further tags

Με αυτή τη φράση ο ομιλών δεν δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τις σεξουαλικές ρουτίνες του συνομιλητή του, απλά του λέει να πα να γαμηθεί με ένα κάπως πιο εύσχημο τρόπο (η ερώτηση λέγεται συνήθως - αλλά όχι πάντα - με προσποιητό φιλικό τόνο, και μπορεί να ξεκινά με το «και δε μου λες...» ή το «για λέγε τώρα...»). Υπήρξε δημοφιλής κάποτε αλλά έχω να το ακούσω χρόνια. Τόσα πολλά που μαζί με τη φράση συνειρμικά μου έρχεται κι εκείνο το άλλο το ωραίο, το μαλακιστήρι ... ίσως και το μαλακισμένε/-η!

- Μωρή μαλακισμένη, σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;
- Γιατί, τι ώρα είναι;
- Κατάλαβα, πέσαμε σε επαγγελματία....

Και βέβαια ανάλογα τι ώρα είναι. (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετεξέλιξη του πέους, με την επιβλητική κατάληξη -οντας που χαρίζει στη λέξη αρρενωπότητα και αρχοντιά. Πολύ συχνά συναντάται στην φράση για τον πέοντα, καθώς είναι πολύ πιο καθωσπρέπει από το να πούμε «για τον μπούτσο» (gtp).

Για περιπτώσεις επικείμενης καταστροφής συναντάται και ως δαμόκλειος πέοντας (κατά τη δαμόκλειο σπάθη), με το copyright να κατοχυρώνεται στον επιφανή jesus...

Η λεξιπλασία αυτή αντλεί από τον κλιτικό πλούτο της κλασικής αρχαιότητας και εμφανίζει και διπλούς τύπους, ανάλογα με την λογιότητα των συμφραζομένων. Για τη διευκόλυνση όλων μας ακολουθεί η λεπτομερής κλίση του ουσιαστικού:

Ενικός αριθμός

Ον. ο πέοντας/πέων
Γεν. του πέοντα/πέοντος
[Δοτ. τω πέοντι]
Αιτ. τον πέοντα
Κλητ. (ω) πέοντα

Πληθυντικός αριθμός

Ον. οι πέοντες
Γεν. των πεόντων
[Δοτ. τοις πέουσι(ν)]
Αιτ. τους πέοντες
Κλητ. (ω) πέοντες

  1. (από το ίντερνετ)
    sinadelfisa;;;ti kaneis ore esi;;ase egw 3ekinisa e3etastikes twra...peontas megalos..esi pote dineis; :***

  2. (φιλοσοφία ζωής από εδώ)
    nai ame, ti swstos pou sai alani... :/
    ola ginontai gia ton peonta. diavazoume gia ton peonta, douleuoume gia ton peonta, vasizomaste sinaisthimatika se anthrwpous gia ton peonta, padreuomaste gia ton peonta, xwrizoume gia ton peonta, pairnoume sidaksi tou peonta... anarwtiemai gia poion ston poutso logo zoume telos pantwn...
    gia na mas prizetai emas ton lilipoutio peonta ean eseis exete malakinsi ston egefalo; (genika milaw)

Πέοντά μου αγιάτρευτε! (από Khan, 09/11/13)

Δες και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την κάνω, γίνομαι καπνός, εξαφανίζομαι, φεύγω γρήγορα μη με πάρουν πρέφα.

- Πού είναι ο Μήτσος ρε παιδιά; Τώρα ήταν εδώ και έπινε φραπέ.
- Είδε το γέρο του κι έγινε μπουχός γιατί του είχε πει ότι θα πάει Εφορία και τράπεζες να τελειώσει κάτι δουλειές κι αν τον έβλεπε να την πέφτει θα 'χε ντράβαλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, δέρμα μοσχαριού ειδικά κατεργασμένου και κατάλληλου για την κατασκευή παπουτσιών.

Σε τρέχουσα χρήση, απαντάται αποκλειστικά σχεδόν στις φράσεις κάνω (κάποιον) τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι. Κάποιος γίνεται, ή τον κάνουν, τελατίνι από άγριο ξύλο ή από εξάντληση - και η εξάντληση μπορεί να προέρχεται από πείνα, από κούραση ή και από σεξ.

Πώς κολλάνε όλα αυτά με το μοσχάρι και το πετσί του; Την απάντηση δίνει η προέλευση της λέξης. Και ο Μπαμπινιώτης και το Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη ετυμολογούν - σωστά - το τελατίνι από την τούρκικη λέξη telâtin. Στα Τούρκικα, telâtin σημαίνει επίσης μικρό μοσχάρι και το δέρμα του μικρού μοσχαριού αλλά είναι δάνειο από τα Ρώσικα και αναφέρεται πιο συγκεκριμένα στο λεγόμενο «ρώσικο δέρμα» - ένα είδος δέρματος με το χαρακτηριστικό χρώμα του κόκκινου κεχριμπαριού που φημίζεται για το πόσο μαλακό είναι. Έτσι, το με κάνουν τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι σημαίνει ότι έχω φάει τόσο ξύλο που το πετσί μου έχει μαλακώσει ή ότι έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που κοντεύω να λιώσω.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Το ρώσικο δέρμα έχει επίσης μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά που έχει περιγραφεί ως μείγμα βανίλιας και μαύρου τσαγιού. Το σαπούνι «Imperial Leather» λεγόταν αρχικά «Imperial Russian Leather».

- Τι έγινε ο Περικλής ... δεν φάνηκε απόψε ...
- Άσε, τον έπιασε η μέση του ... αλφάδι στο πάτωμα είναι από χτες ... ας όψεται η Λίλιαν ...
- Η Λίλιαν; Τι, η Λίλιαν; Ποια Λίλιαν; Όχι Η Λίλιαν ...
- Ναι, ναι, η Λίλιαν, όπως το είπες με το Η κεφαλαίο ... τούκατσε επιτέλους ... και, φυσικά, τον ξετίναξε ... τελατίνι τον έκανε ...
- Εμ, έτσι είναι ... τι τόθελε το αμαρτωλό ο πουρέιντζερ;

Το "π" δεν προφέρεται στα Ρώσικα (από Vrastaman, 08/11/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ταλατίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση όταν συμβαίνει κάτι εξωπραγματικά ωραίο ή κάτι πολύ ακραίο γενικά.

  1. - Κοίτα ρε πού έχει ανέβει ο άλλος! - Καλά... δεν υπάρχει...

  2. Αυτός ο κώλος.. δεν υπάρχει...

Δες και δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από σχετικά πρόσφατη διαφήμιση (μπεσαμέλ Γιώτης, αν θυμάμαι καλά. Αν επίσης θυμάμαι καλά, στη διαφήμιση ήταν η πρώτη εκδοχή: δεν έτυχε, πέτυχε. Δηλ. ήταν σίγουρο το αποτέλεσμα, τόσο νόστιμο είναι το προϊόν).

Το λέμε για να ξεκαθαρίσουμε ότι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας ήταν / δεν ήταν τυχαίο άρα δεν ήταν / ήταν εγγυημένο.

βλ.

  1. Εκδοχή αυτοπεποίθησης:
    - Πώς τα κατάφερες ρε συ και την έπεισες να έρθει;
    - Α, όλα κι όλα, δεν έτυχε, πέτυχε!

  2. Εκδοχή έκπληξης:
    - Ρε συ, πώς τό' κανες αυτό;!
    - Ξέρω και γω;... Έτυχε, δεν πέτυχε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ακατανόητη, καμία σχέση με την Αλατίνη... εκτός από τον φωνητικό συνειρμό. Πρόκειται περί μη πραγματοποιήσιμης απειλής. Λέμε «θα σε κάνω ταλατίνη», δηλ. κομματάκια. Από την έκφραση «τ' αλατιού» μάλλον. Ίσως ο Σαράντ να ήξερε να μας πει.

Γιωργάκη!!!!!!!! Πάψε να τρως με τα χέρια γιατί θα σε κάνω ταλατίνη, ΑΚΟΥΣ;!

Βλ. και σχετικό λήμμα τελατίνι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H ατάκα παραπέμπει στο ομώνυμο σήριαλ του Mega, σήριαλ το οποίο αποτελεί απόδοση της διεθνούς σειράς «Amor Descarado» και βασίζεται στο βιβλίο Πρίγκιπας και Φτωχός. Η πλοκή της υπόθεσης ξεκινά από μια στιγμή 0 κατά την οποία λόγω ενός ατυχήματος συμβαίνει εναλλαγή στις ζωές δυο ανθρώπων που μοιάζουν καταπληκτικά μεταξύ τους. Λόγω του ατυχήματος προκαλείται αμνησία στον έναν, και λόγω μιας συγκυρίας περνάει ο άλλος τη μοιραία στιγμή από τον χώρο του ατυχήματος και αξιοποιεί τη συγκυρία αλλαγής ταυτότητος προς ίδιον όφελος. Έτσι, εξαιτίας του συμβάντος και της συγκυρίας, ο καθένας από αυτούς ζει τη ζωή του άλλου. Στο σήριαλ πρωταγωνιστεί ο Ι. Παπαζήσης, παίζοντας τα δύο πανομοιότυπα άτομα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ατάκα μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση που έχουμε ζητήσει από κάποιον να πάρει απόφαση για κάτι που τον αφορά. Αυτός όμως, δεν είναι έτοιμος άμεσα και μας λέει: μια στιγμή. Αυτή τη στιγμή μπαίνει η βενζινόκολα, για να του πούμε χαμογελώντας: »μια στιγμή… δυο ζωές«, πάρε όσο χρόνο θέλεις δηλαδή (εντός λογικών πλαισίων βέβαια). Όταν ο άλλος ακούει, τη λέξη «δυο ζωές», ξαφνιάζεται στιγμιαία, γιατί σχεδόν άμεσα τσιμπάει το μεταφορικό νόημα που είναι »Μην αγχώνεσαι, έχεις αρκετό χρόνο«. Μέσω της υπερβολής λοιπόν, δίνουμε στον άλλον να καταλάβει πως έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να πάρει τη σωστή απόφαση, ενώ παράλληλα βελτιώνουμε την επικοινωνία μεταξύ μας και δίνουμε μια χιουμοριστική νότα στην ήδη κουραστική μέρα μας. Παράλληλα, η παραπομπή στο σήριαλ πλαισιώνει τη στιγμή με έναν ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο, που επιβοηθά όπως αναφέρθηκε, μέσω χιουμοριστικής προσέγγισης, στην αποτελεσματικότητα απόφασης και στη βελτίωση της επικοινωνίας .

Σε σαντουϊτσάδικο:
Πελάτης: - Ένα σάντουιτς παρακαλώ
Υπάλληλος:
- Τι να σας βάλω μέσα στο σάντουιτς;
Πελάτης: - Μια στιγμή… μια στιγμή…
Υπάλληλος (χαμογελώντας): - Μια στιγμή… δυο ζωές. Όποτε θέλετε.

Ι.Παπαζήσης  (από GATZMAN, 07/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«...και με κανέναν άλλο», θα συμπλήρωναν όλοι οι άλλοι.

Φράση που απευθύνεται προς τρίτους ως μπηχτή για την μεγαλόστομη αυτοϊκανοποίηση και έπαρση που τους δέρνει, συνανθρώπους μας που είναι κουλ και φαίνονται, αλλά κατά κανόνα σε βάρος της ψυχραιμίας (καλής διάθεσης, ψυχικής υγείας, επαγγελματικής πορείας, οτιδήποτε) των άλλων. Η φράση λέγεται συνήθως σε τρίτο πρόσωπο «αυτός /-ή τα πάει καλά με τον εαυτό του/της»,

αλλά καμιά φορά ξεγλυστράει και από χειλάκια στο πρώτο ενικό και ακούς «τα πάω καλά με τον εαυτό μου»!!! (είναι πια κατόρθωμα πάντως).

Να σημειώσουμε ότι μιλάμε για άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους και που συνήθως έχουν κάνει δουλειά με τον εαυτό τους χωρίς μ' αυτό να πάψουν να είναι ανυπόφοροι /-ες (και στα όρια νευρικής κρίσης).

- Εγώ, εγώ που λες, με όλα αυτά που γίνανε σκασίλα μου, εγώ τα πάω καλά με τον εαυτό μου....
- Καλά τον κεράτωσες τον άνθρωπο 6 φορές και δε σε νοιάζει...
- Άφησε με να ολοκληρώσω... λοιπόν, σημασία έχεις πως νιώθεις κι εγώ δεν ένιωθα καλά μαζί του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορέκτ και σαχλά υπαινικτικός τρόπος για να πούμε κάνω ψυχοθεραπεία, κάνω ψυχανάλυση, αυτοψυχοψάχνομαι γενικώς. Έτσι λένε συνήθως οι Γιαλόμες. Επίσης το λένε όσες / όσοι ντρέπονται να πούνε το πράμα με το όνομά τους ή πρέπει να μιλήσουν γι' αυτό επειδή είναι της μόδας ή απλά θέλουνε να πούνε «με τρόπο» σε κάποιον πως είναι σάλτα και ψυχάκιας και πως καλό θα ήταν να χτυπήσει την πόρτα καμιάς ψυχούς.

Ρε συ Κατερίνα, πριν παντρευτείτε με τον Σάκη και προχωρήσετε και κάνετε παιδιά, δεμπανακάνεις λίγο δουλειά με τον εαυτό σου γιατί σε βλέπω λιγάκι στα όρια;

βλ. και ψάχνομαι, αυτοψυχοψάξιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified