Selected tags

Further tags

Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.

- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ουσία πρόκειται για το περίφημο ελληνικό πρωινό (greek breakfast). Ιδανικό για το στομάχι και για το στομαχάκι, καθότι είναι τόσο λιτό ώστε όλη μέρα τα υγρά κυκλοφορούν θορυβωδώς στο στομάχι και καταλήγει κανείς να τρώει τον αγλέουρα κατά τις 11 το βράδυ πια, λόγω μεγάλης πείνας. Δυστυχώς δεν έχει ακόμα περάσει στους καταλόγους room service των ξενοδοχείων, όπου εξακολουθούν ακόμα να σερβίρονται μόνο τα continental και english breakfasts, άντε και κανα δανέζικο pastry, δεν ξέρω γιατί.

Έκφραση την οποία πρέπει να καταθέσουμε εδώ, πού αλλού, καθότι πρέπει να μείνει στην ιστορία, δεν υπάρχει θέμα. Παρόλο που έχει ευρεία εφαρμογή, προέρχεται από αυστηρά συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο. Ήταν η συνηθισμένη κουβέντα ενός κλητήρα που, όποτε ερχόταν στη δουλειά ενός φίλου για να φέρει την χαρτούρα που έπρεπε, καθόταν στο γραφείο του φίλου αυτού, παράγγελνε έναν καφέ, και μόλις ο καφές ερχόταν έλεγε:
- Μμμμ, ωραία. Λοιπόν. Καφεδάκι. Τσιγαράκι. Τουαλέτα, και φύγαμε.

Η έκφραση είναι ιδίας λογικής με εκείνη την παλιά (από μια διαφήμιση άζαξ για τα τζάμια ή κάτι τέτοιο) που έλεγε: "Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε". Βέβαια η τελευταία αυτή έκφραση έβριθε σεξουαλικών υπονοουμένων, άλλο θέμα αυτό. Το καφεδάκι κλπ είναι μια απλή, απροκάλυπτη, μεστή περιγραφικότητας έκφραση, που χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό ο οποίος, αν δεν τα κάνει όλ' αυτά μαζί, δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η μέρα του πράγματι ξεκίνησε.

  1. - Σίμο...
    - Έλα μου.
    - Τα τελείωσα όλα. Τί άλλο έχουμε ακόμα;
    - Καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα -και φύγαμε.

  2. - Λοιπόν, έχω ετοιμάσει τις βαλίτσες, τα πάντα, έξω έχω αφήσει μόνο ό,τι είναι να φορέσουμε στο ταξίδι, και τέλος. Με το που θα ξυπνήσουμε, καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα και φύγαμε!
    - Μωρό μου, είσαι τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω άναυδος / άφωνος / ενεός.

Κι εκεί που καθόμασταν ωραία και καλά γυρνάει και μου λέει ότι έχει φάει κόλλημα μαζί μου και μένω καρότο.

Έμεινε καρότο. Αλλά τι καρότο... (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρίτο το μακρύτερο το παίρνουμε όταν, βασικά, δεν παίρνουμε τίποτα και μένουμε στον άσσο. Ή, στην καλύτερη περίπτωση. παίρνουμε κάτι πολύ λιγότερο απ'αυτό που ελπίζαμε.

Αν το τρίτο το μακρύτερο είναι το καβλί, τότε το πρώτο είναι, ασφαλώς, το αρχίδι # 1 και το δεύτερο το αρχίδι # 2. Δεν διευκρινίζεται αν η έκφραση εξακολουθεί να ισχύει αν κάποιος είναι μονάρχης ή αν, σπανιότερα, έχει τρεις αρχιδοπούλες.

Το τρίτο το μακρύτερο πάντοτε το παίρνουμε. Π.χ. δεν το τρώμε, δεν το τσιμπάμε κ.ο.κ. Επίσης, δεν το δίνουμε.

Συγγενείς έννοιες είναι: πήραμε έναν πούτσο, πήραμε τ' αρχίδια μας, πήραμε τα τρία μας, γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα κλπ.

  1. - Δε μας χέζεις ρε και συ κι ο Τζίγγερ ... όχι πρωτάθλημα θα πάρουμε ... όχι κύπελλο θα πάρουμε ... όχι νταμπλ θα πάρουμε ... τελικά, το τρίτο το μακρύτερο πήραμε πάλι κι ο γαύρος ακόμα γελάει ...

  2. - Ρε συ, το είδες το λόττο; Τεσσάρι, νομίζω, πιάσαμε ... πήραμε τίποτα; - Πήραμε, πώς δεν πήραμε ... το τρίτο το μακρύτερο πήραμε ... έντεκα ευρώ ... δεν ξαναπαίζω ρε μαζί σου ... γκαντέμαρχε ...

Got a better definition? Add it!

Published

Σουτάρω τη γκόμενα που μ' έπρηξε τ' αρχίδια!!!

Χωρίς πολλά πολλά, με συνοπτικές διαδικασίες, αφού έχει εξαντληθεί η υπομονή μου και περιμένω τόοοοσο καιρό, ήρθε επιτέλους η ευκαιρία!...
Η έκφραση ολόκληρη είναι... «δίνω τα βάγια και σημαιούλα στο πέτο!». Προέρχεται απο την Κυριακή των Βαΐων, όπου ο παπάς μάς δίνει τα βάγια, ενώ στο προαύλιο οι κυρίες της Φιλοπτώχου μάς καρφιτσώνουν σημαιούλα στο πέτο (παλιά, τώρα βγαίνουν αυτοκόλλητες).
Παίρνεις λοιπόν κάθε των Βαΐων ικανή ποσότητα φυλλαρακίων (τα βάγια) και έχεις και πορεύεσαι για όλο το χρόνο!.....
Προσοχή!
Είναι η τελευταία κίνηση! Έχουν προηγηθεί συγνώμες, μεταμέλειες, δεν θα το ξανακάνω και τέτοια.....
Έχεις χαρακτηριστεί ήδη μεγάλος λαλάκης, αν δεχτείς πίσω γκόμενα που έχει πάρει βάγια!
Για σημαιούλα, μη σκοτώνεσαι να βρείις, δεν χρειάζεται... απλώς το κάνει πιο επίσημο. Τώρα μεταξύ μας, ούτε βάγια χρειάζονται...
Με δυο τρία «γαλλικά» γίνεται η δουλειά σου όταν έρθει εκείνη η ώρα!.....

-Το τράβηξε πολύ η Μαρίνα αδερφέ... όχι το καφενείο, όχι η παρέα, όχι το γήπεδο, μια το ένα, μια το άλλο... μ' έφερε στό αμήν!... Τι κατάλαβε; πήρε τα βάγια και ησύχασε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική και ειρωνική κατά πρόσωπον απάντηση σεξερόλα φαφλατά.
Απαντάται και σε τρίτο πρόσωπο, όταν σχολιάζεις το μαλάκα με την παρέα σου, συνήθως χαμηλόφωνα: «Ήξευρε... Τον είχανε πει!...» και δείχνεις με το κεφάλι σου προς το μέρος του...

Αυτός ο ξερόλας λοιπόν, ούτε ήξερε βέβαια τίποτε, αλλά ούτε και θέλησε ποτέ να μάθει... για τίποτε! Για κάθε θέμα συζήτησης, ή κάτι άκουσε, ή κάπου διάβασε, ή του είχε πει ένας φίλος του... Σε κάθε περίπτωση, το: «δεν ξέρω ρε παιδιά, δεν έτυχε ν' ακούσω» δεν το έχει, δεν το παίζει καθόλου...

- Θανάση, αυτά τα φύλλα κάνουν πολύ καλό για τις ζοχάδες σου! Να τα βράζεις και να πίνεις το ζουμί τους!...
- Ήξευρες!... Σε είχανε πει!

- Αυτή η μετοχή ρε παιδιά είναι σίγουρη 100%! Μην το σκέφτεστε, παίξτε άφοβα!...
- Ήξευρε!... Τον είχανε πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κραυγή απελπισίας μπροστά στη μαλακία που καταφανώς δέρνει τον συνομιλητή μας.

Έκφραση που ταιριάζει τέλεια όταν κάποιος επιμένει στη βλακεία που ξεφούρνισε, παρά το γεγονός ότι μπήκαμε στον κόπο να του εξηγήσουμε υπομονετικά ότι τα πράγματα μπορεί και να μην είναι ακριβώς έτσι που τα λέει. Ακάθεκτος επανέρχεται, κάνει τα νεύρα μας τσατάλια, εξαντλεί κάθε ίχνος της υπομονής μας - τι άλλο μένει να του πούμε πέραν του 'το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος';

Διευκρίνιση # 1: Είναι 'λίρα' και όχι 'λύρα', όπως γράφεται μερικές φορές. Με το 'λίρα' ψιλοβγαίνει νόημα, με το 'λύρα' ο σουρεαλισμός είναι too much.

Διευκρίνιση # 2: Ο εν λόγω μπογιατζής δεν είναι ελαιοχρωματιστής. Τόψαξα αυτό. Είναι βαφέας και συγκεκριμένα δουλεύει σε βαφείο ρούχων. Και ο κόπανος είναι το χοντρό ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα στο πλύσιμο. Αυτά παλιά, εννοείται.

Συγγενή λήμματα: απ' τα γκόλια μόλια, γεια σου παππού μου ξάδελφε, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά,

- Ευανθία, εκείνο το οικόπεδο στον Μαρμαρά που έχουμε από τη γιαγιά σου, να βάλουμε μπρος να το πουλήσουμε ... μου έκαναν μια πρόταση να μπω συνεταίρος σε μια καινούργια επιχείρηση ... σίγουρα κέρδη ...
- Μα Θρασύβουλέ μου, είσαι σίγουρος; Εγώ βέβαια δεν ξέρω απ' αυτά, αλλά τα οικόπεδα στη Χαλκίδική δεν χάνουν την αξία τους ... και είναι καλή στιγμή τώρα να ανοιχτούμε, με την κρίση που υπάρχει παγκοσμίως στην οικονομία, που λέει κι η τηλεόραση; - Ευανθία, αυτό που είπα θα γίνει ... τα οικόπεδα είναι σκλαβωμένα λεφτά και για τους τολμηρούς οι κρίσεις είναι ευκαιρίες ... στη βράση κολλάει το σίδερο ... Καλά είπες, εσύ δεν ξέρεις ...
- Έγω ένα ξέρω, Θρασύβουλε ... το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος ... άει παράτα με ... εγώ δεν υπογράφω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified