Η πιστωτική κάρτα που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις έλλειψης μετρητών στη διάρκεια εξόδου-επίσκεψης σε στριπτητζάδικο ή και οίκο ανοχής.

Σύνηθες φαινόμενα είναι η υπέρβαση του πιστωτικού ορίου κατά την αποχώρηση και η παντόφλα από το έτερο ήμισυ άμα τη εμφανίσει του επόμενου λογαριασμού. Φυλάσσεται συχνά σε σκιερά και δροσερά μέρη.

-Ρε συ Μικέ, πώς θα πάμε Baby Gold ρε, δεν έχω μία!!!
-Μην ανησυχείς, έχω φυλάξει μία βύζα card ειδικά για σήμερα, ετοιμάσου!!!!
-Μααα.... δεν στις είχε πετάξει όλες η Ποπάρα;;
-Την είχα κρύψει κάτω από το στρώμα....χε χε....

και σέξι άτοκες δόσεις... (από BuBis, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του άμα τη εμφανίσει (με την εμφάνιση, μόλις εμφανίστηκες)... Σημαίνει λόγω της «γαμάτης» εμφάνισης. Γιατί είσαι ωραίο μωρό Hot λόγω Φατσέα!

Σε ερωτεύτηκα γάμα τη εμφανίσει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρα-τραπεζική slang για τον ΙΒΑΝ, τον Διεθνή Αριθμό Τραπεζικού Λογαριασμού.

Χρησιμοποιείται από αστειάτορες τραπεζικούς υπαλλήλους αλλά και από συνταξιούχους πελάτες λόγω της προφανούς (;) ομοιότητας του με το γνωστό σλαβικό όνομα Ива́н.

Τα αμερικανάκια το προφέρουν Άιμπαν...

- Μαρή Τούλα, με ζητήσανε από τον ΙΚΑ να τους φέρω έναν Ρώσο από την τράπεζα αλλιώς δεν θα με δίνουν πιά την σύνταξη... Αχ Ελλαδίτσα μου, θα μας φάνε πια αυτοί οι ξένοι...
- Καλά γιαγιά, ωραία φέτα... Τον ΙΒΑΝ σε ζήτησαν...
- Ναι, μωρέ, αυτόν τον τέτοιο, τον τρομερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σοκολάτα Toblerone στα ελληνικά. Παιχνίδι με τη ταυτόηχη φράση «τον πλέρωνε», δηλαδή «τον πλήρωνε».

Διευκρινίζεται ότι η σλανγκιά είναι στην προφορά (στον τονισμό). Απλώς βγάζει λίγο γέλιο να πεις «τομπλέρονε», αντί «τομπλερόν», ή «τομπλερόνε» που λεν οι μπαστουνόβλαχοι.

  1. - Πήρες κάνα γλυκό, ρε συ, ή πάλι στην ξέρα μας έχεις;
    - Τι λε, ρε μαλάκα, άνοιξ' το ψυγείο! Μέχρι και τομπλέρονε πήρα…

  2. - Τι έφερες από τα ντιούτι φρί;
    - Τι να φέρω; Τα ίδια, κανένα Τζόνι, καμιά τομπλέρονε, τέτοια…

(από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λογαριασμός (bill, μπίλι), που σε σκοτώνει, λ.χ. σε εστιατόριο, ή από μάστορα. Λογοπαίγνιο με την ταινία του Ταραντίνο.

- Μου έδωσε ο μαστρο-Βασίλης τον λογαριασμό κι ήταν κιλ μπιλ! Ήθελα να τον σκοτώσω τον μπούστη!

Ποιος θα την πληρώσει τη νύφη; (από Hank, 22/01/09)Kill Bill Spanoulis (από Hank, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ελάχιστο, στα όρια του εξευτελιστικού, φιλοδώρημα.

Συζήτηση μεταξύ υπαλλήλων σε ταβέρνα.
- Άφησε τίποτα η παρέα στη γωνία;
- Μπα. Χαμερτίπς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Φραγκόφωνο είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο των τσιγκούνηδων (φραγκοφονιάδων), κατά το σαξόφωνο, το οποίο είναι το αγαπημένο (ως επί το πλείστον) μουσικό όργανο των ανθρώπων που ασχολούνται με την Jazz μουσική.

- Ρε συ λες να αγοράσει εισιτήριο για την συναυλία ο Λάκης;
- Πας καλά; Αφού αυτός είναι στην μπάντα και παίζει φραγκόφωνο. Τσάμπα θα μπει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασανσέρ αποκαλούνται:

  • Τα χαρτιά με μεγάλες ανοδικές και καθοδικές διακυμάνσεις, συχνά ικανά να συμπαρασύρουν δια της πορείας τους και την υπόλοιπη αγορά,

... και ωσεκτουτού...

1.
Σαν περίεργα δεν φαίνονται όλα αυτά για τη μετοχή-«ασανσέρ»;

2.
«Ασανσέρ» οι τραπεζικές μετοχές ενόψει των stress tests της ΕΚΤ

2.
Χ.Α: Κέρδη 0,89% σε συνεδρίαση... ασανσέρ

  1. Ινσέψιο: ασανσέρ η μετοχή της Kleeman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.

Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.

  1. - Και πόσο πάει το μαλλί;
    - Με φάπα ή χωρίς;

  2. «ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified