Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια απ’ τις πολλές αιτίες που «σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι». Όρος – ομπρέλα, πα τρε κομιλφό, που περιλαμβάνει ένα απεχθέστατο σετάκι απ’ ό,τι μπορεί να σε κάνει ανάμνηση κυριολεκτικά απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

Κι αν μεν έχεις φάει τα ψωμιά σου, τα έχεις δει όλα στα οΘντκ νοσοκομεία του Άδωνη κι έχεις βάλει μέσα τον του κράτους προϋπολογισμό τρώγοντας τη συνταξάρα σου, ΟΚ, σε λεν και κωλόφαρδο όσοι αφήνεις πίσω.

Αν όμως είσαι στα ντουζένια σου και δεν έχεις γράψει χιλιόμετρα, είναι μεγάλη η πίκρα, κι όχι σπάνια, γρήγορα αποκτάς παρέα εκεί στο επέκεινα. Άλλωστε ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για τέτοιες κωλοπεριπτώσεις απ’ τους πέριξ αποστασιοποιημένους κι όχι τους κολλητούς.

Αν και μη κολλητική, η ξαφνικίτιδα παίζει πολύ τελευταία, κάτι που προβληματίζει την κοινή γνώμη περισσότερο από την επιστημονική κοινότητα, μ’ αποτέλεσμα το φταίξιμο να έχει πέσει στα αντικορονοϊκά εμβόλια.

Ούτε ουσίες, ούτε αδύναμη καρδιά, ούτε ανακοπή, ούτε ουσίες. Από ξαφνικίτιδα έφυγε ο Μάθιου Πέρι και ευτυχώς έχουμε τη συγγραφέα να κάνει τη σκληρή δουλειά αυτής της σουρεάλ ενημέρωσης. απ' εδώ

Κύριος λιποθυμάει στα τυριά στο σουπερμάρκετ, κλασσική περίπτωση “ξαφνικίτιδας” βλέπει το Ψεκ twitter απ' εδώ

Τι θα γίνει αν δύο “μπολιασμένοι” πιλότοι πάθουν “ξαφνικίτιδα” αναρωτιέται συμπολίτης μας – και παίρνει απαντήσεις απ' εδώ

Υπάρχει "ξαφνικίτιδα"; Ο Δρ. Καρπέττας απαντά για τους πολλούς θανάτους νεαρών απ' εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Πάγωσα, κοκκάλωσα, αιφνιδιάστηκα σε σημείο που ακινητοποιήθηκα. Μάλλον από τη λέξη φελλός.

Το θυμάμαι σαν και τώρα. Άσπριζα την αυλή μου και μου φωνάξανε οι γειτόνισσες «Τά 'μαθες; ο Χ. πέθανε!» ... Εκείνη την ώρα φέλλωσα...
(από τις αφηγήσεις μιας γιαγιάς στη Μήλο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι περιγράφεται η έκπληξη, το ξάφνιασμα, ο αιφνιδιασμός, η τρομάρα, στο άκουσμα απρόσμενα, αναπάντεχα κακών και δυσάρεστων μαντάτων, νέων, πληροφοριών, ανακοινώσεων, αποφάσεων κλπ.

Ο δικηγόρος:
- Μη στεναχωριέσαι, θα του κάνουμε μια μήνυση και θ' ακούσει μια ποινή που θα βουίζουν τ' αυτιά του.

(από iwn, 16/12/10)(από iwn, 16/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο άσχετο, δεν τό 'δα νά 'ρχεται, μ' έπιασε εξαπίνης, σιγά και μην το περίμενα, αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς μας ήρθαν. Λέγεται και στο ξεκούδουνο, αλλά η ουσία παραμένει: αιφνιδιαστήκαμε.

- Καθόμαστε λοιπόν Μερόπη μου στον καναπέ και πίνουμε τον καφέ μας ήσυχα κι ωραία και μιλάμε και ξαφνικά στο ξεκούδουνο γυρίζει και μου χουφτώνει το βυζί.
- Ναι, πες μας τώρα ότι δε σου άρεσε κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται καταδρομική επιχείρηση ή ενέργεια και αναφέρεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των καταδρομέων (λοκατζήδων κ.λπ.) που χρησιμοποιούν τεχνικές ανορθόδοξου πολέμου για την επίτευξη μιας αποστολής, όπως αιφνιδιαστική έφοδο επί του στόχου, πλήρη απόκρυψη, καταιγιστική ταχύτητα και άλλα τέτοια στρατοκαυλικά.

Κατ' αναλογία στην καθομιλουμένη, καταδρομική είναι είτε η επέμβαση κάποιου που διενεργείται οργανωμένα και ξαφνικά, με σκοπό να πιάσει τα θύματά της στον ύπνο, είτε η πράξη που, για την εκτέλεσή της, απαιτεί από τον επιχειρούντα να μαζέψει τα κουράγια του, να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τη ραθυμία που στέκονταν εμπόδιο μέχρι τότε και να μην σταματήσει μέχρι αυτή να ολοκληρωθεί.

Η ίδια η πράξη μπορεί να είναι από την πιο απλή και καθημερινή (βλ. παράδειγμα 2) έως το ξεκαθάρισμα της πιο μπερδεγουέη κωλοκατάστασης.

  1. «Αιφνιδιαστικές» επιθεωρήσεις δημοσίων υπηρεσιών με ειδοποιημένες κάμερες και συνεργεία δεν είναι επιθεωρήσεις. Θέλεις να κάνεις επιθεώρηση κύριε υπουργέ; Πάρε έναν γραμματέα σου, μπες στο αυτοκίνητό σου και κάντε μια καταδρομική σε ένα ΙΚΑ ή σε μια πολεοδομία. Κι όταν φτάσεις, κάνε για λίγο και τον φουκαρά πολίτη ή τον «ανοιχτό σε λύσεις» απατεωνίσκο. Να δεις τι γράψιμο ή τι γρηγορόσημα και μίζες έχεις να αντιμετωπίσεις αντίστοιχα.

  2. Μικρέ, θα κάνεις μια καταδρομική; Πετάξου στο πιο κάτω περίπτερο πού 'χει και τη μάρκα μου. Κι άμα πας τσίμπα ένα πεντάευρο και κράτα για την πάρτη σου τα ρέστα.

  3. - Αρχηγέ, από το υπόγειο έρχομαι. Να ξέρεις, το αρχείο είναι άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Θα μας ζητήσουν από πάνω κανέναν παλιό φάκελο και θα τους κοιτάμε σα μαλάκες.
    - Ρε Λευτέρη, θα κάνουμε μια καταδρομική ένα Σάββατο να το συμμαζέψουμε;
    - Τι θέλω και μιλάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει: Εξ υπαρχής, χωρίς περιθώριο αντίδρασης, ακαριαία, πρωθύστερα, κατ’ ευθείαν, αιφνιδιαστικά.

Συνώνυμο του γκολ απ' τα αποδυτήρια, αφού προέρχεται απο την ποδοσφαιρική αργκό, δηλαδή στην πλήρη μορφή της, η έκφραση έχει ως γκόλ απ’ τα μπετά, το’ βαλε απ’ τα μπετά κλπ, δηλαδή αιφνίδια επίθεση απο τις τσιμεντένιες βάσεις-κολώνες-κερκίδες του σταδίου, πριν καν αρχίσει το ματς.

Σημείωση: Μπετά=εξελληνισμένος πληθυντικός του γαλλικού μπετόν (όπως το μαγιώ-τα μαγιά, το ζαμπόν-τα ζαμπά, το καρμπόν-τα καρμπά, το ταμπόν-τα ταμπά, το ταμπλώ-τα ταμπλά, το βιτρώ-τα βιτρά κ.ο.κ.). Αντίστροφα δεν πολυσυνηθίζεται εκτός ολίγων περιπτώσεων π.χ. τα μπανιερά-το μπανιερό, τα μήντια/μύδια-το μήντι/μύδι, ενώ τα κρασιά Καμπά παραμένουν ως έχουν στον ενικό.

Αφιερωμένο στον (παροδικώς ελπίζω) αποχωρούντα Μπούμπη και στον Μπετατζή λόγω συναφείας...

- Πότε δίνεις για δίπλωμα οδήγησης;
- Λέω σε κανα-δυο μήνες.
- Έχεις ταΐσει τους εξεταστές;
- Μπααα... Αφού οδηγώ απ’ τα δεκάξι μου, τί τώρα;
- Καλά αγόρι μου, αν δε λαδώσεις σε κόβουνε απ’ τα μπετά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω φλιπάρει, έχω πάθει ταράκουλο, έχω γίνει φεύγα, έχω σαλτάρει, όχι για τα καλά, αλλά προσωρινά, ένα μικρο-σοκ δηλαδή, συνήθως επειδή τρόμαξα, έπαθα την μούνα μου από κάτι, αιφνιδιάστηκα, ερωτεύτηκα, τέτοια.

Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι την έχω ακούσει δια παντός, έχω λαλήσει.

Προφ από το λα λα λα που τραγουδάει (;) ο τρελός.

  1. Μιλάμε το άτομο έχει πάθει λαλά από τότε που γνώρισε το πρόσωπο. Μας έχει όλους κλασμένους.

  2. Η μάνα της κάποια στιγμή έπαθε λαλά και άρχισε τα κορακίστικα κι έκτοτε μιλάσει μόνο έτσι.

Λάλησε ο Λάλας (από GATZMAN, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αναγκάζομαι να εμφανιστώ κάπου ή να κάνω κάτι εντελώς τελείως απροετοίμαστος, αιφνιδιασμένος, σε μη κόσμια κατάσταση...
    Σιχαμερή παραλλαγή της έκφρασης με την τσίμπλα στο μάτι. Όπως δηλαδή μας βρήκε κάποιος ή κάτι πριν καλά-καλά προλάβουμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας και να καλοξυπνήσουμε και να είμαστε εμφανίσιμοι, το ίδιο συνέβη όχι απλώς πριν καλά-καλά πλύνουμε τον κώλο μας, αλλά την ώρα που ακόμα δεν είχαμε καλοχέσει...

  2. Ίσα που προλαβαίνω, στο τσακ.

1α. Γάμησέ τα, με το σκατό στον κώλο πήγα στα εγκαίνια, αχτένιστη, άβαφη, με τα ρούχα του σπιτιού, δεν πρόλαβα ούτε λεφτά να πάρω μαζί μου...
1β. Ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, δεν βιαζόμαστε, άσε με να ετοιμαστώ, με το σκατό στον κώλο θα έρθω;
2. Ίσα που προλάβαμε το αεροπλάνο, με το σκατό στον κώλο φύγαμε για το αεροδρόμιο...

βλ. και μου έχει γίνει χοτ-ντογκ, χελωνάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έφοδος, αιφνιδιαστική εισβολή στο κρησφύγετο του εχθρού. Διενεργείται από αστυνομικούς, περιπόλους, απατημένους ή απλώς ζηλότυπους συζύγους και εραστές κ.ο.κ.

  2. Επίθεση γενικώς, στρατιωτική, οικονομική, πολιτική. Συντεταγμένη, με επιτελεία, ΑΝ.ΣΚ. και με τα όλα της.

  1. Θα κάνω ντου βρε πονηρή
    στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά
    μ’ αυτό τον άνθρωπο ξανά
    να ξέρεις δεν τη βγάζεις. …
    Θα κάνω ντου για να σε βρω
    Αθήνα και Περαία
    κι αν θα σε κάνω τσακωτή
    να ξέρεις η βραδιά σου αυτή
    θα είν’ η τελευταία. Στίχοι Κώστα Βίρβου - Μουσική Τσιτσάνης, στο επαναστατικό «Θα κάνω ντου βρε πονηρή»

  2. α.
    Ντου στη Λιβύη (θέμα για συζήτηση στο http://a-las-barricadas.forumgreek.com/t248-topic.
    β.
    Πραγματικά θα ήθελα έστω ΕΝΑΣ ή ΜΙΑ να ρωτήσει ορθά-κοφτά τον Φον Δρούτσα αν τον “πηγαίνει σερπαντίνα” (κοινώς χεζ…) μην τυχόν η Τουρκία κάνει ντού σε νησί του Αιγαίου.εδώ.
    γ.
    Αφού «άλωσε» η Τουρκία τη ρωσική αγορά προσελκύοντας 3,1 εκατ. τουρίστες το 2010, στράφηκε στη συνέχεια στην κινεζική αγορά και τώρα προετοιμάζει γενικευμένο «ντου» στην Ινδία.εδώ.

ντου ντου ντου ντου ντου από τους Stones (από joe909, 09/08/11)(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified