Further tags

Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.

- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπλήρωμα της φράσης «Μια το ένα μια το άλλο...». Το λέμε για να εμποδίσουμε τον συνομιλητή μας να συνεχίσει αυτό που λέει.

- Αμάν πια, δεν μπορώ, βαρέθηκα... Μια το ένα, μια το άλλο...
- ... κάτσε τώρα να στη βάλω...

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον ήδη υπάρχοντα ορισμό, παραθέτω και τις εξής χρήσεις:

  1. ήπια εκδοχή του «άντε γαμήσου, οπότε και δύναται να ακολουθηθεί από το «να μεγαλώσουν».
  2. δηλωτικό ακραίας εκπλήξεως.
  1. - Χτες βράδυ πήδηξα την Αντζελίνα Τζολί.
    - Άε τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουνε ρε φιδέμπορα.

  2. -... και όπως περίμενα να αρχίσει η προβολή του Αντρέι Ρουμπλιώφ, σκάει στην αίθουσα ο Νομάρχης. Τράβαγα τα βυζιά μου, σου λέω.

Andrey Tarkovskiy, Andrey Rublyov. (από patsis, 02/01/12)Τραβήξτε τα βυζιά σας τώρα. (από patsis, 02/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντομη και κοφτή απάντηση στο «Εύγε»... όταν κάποιος πιστευει πως το «Εύγε» δεν το αξίζει ο άλλος.

Δες το παράδειγμα:

- Και το βραβείο απονέμεται στον Θανάση Προκοπίου
- Μπράβο, μπράβο...εύγε.
- Μπαίνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», και το μπαμπάκια στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», έτσι το «κεριά και λιβάνια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «κύριε» ή στο «κύριε, κύριε!», όταν αυτό καταντά ενοχλητικό, κουραστικό. Χρησιμοποιείται από δασκάλους, καθηγητές και όταν κάποιος κόλαξ μας αποκαλεί κύριο.

Στο σχολείο:

- Κύριε! Κύριε!
- (εκφώνως:) Κεριά και λιβάνια, Παπαδόπουλε! Δεν βλέπεις ότι αυτήν την στιγμή είμαι απασχολημένος; (από μέσα του:) να παρακολουθώ τα μπούτια της νουαζέτας στο πρώτο θρανίο; Μανάρι μου, είχανε κέφι οι γονείς σου όταν σε κάνανε!

(από Dirty Talking, 01/05/09)...και λιβάνια... (από Dirty Talking, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδίστικη γείωση.

Ακολουθεί σε χρόνο dt το αυθάδες μάλιστα που σηματοδοτεί τακτική υποχώρηση μάλλον παρά συμφωνία.

Στερείται, φυσικά, νοήματος - η παραπομπή στο πλέξιμο είναι παραπλανητική. Η παρήχηση αρκεί.

Δεν έχει καμία σχέση ούτε με μαλλιοκούβαρα ούτε με παλικάρια.

Αντιθέτως, συγγενεύει με άλλα ευφυή του τύπου οχιά διμούτσουνη.

- Γιώτααα ... το πήρες το κουστούμι του μπαμπά από το καθαριστήριο που σε είπα;
- Εεεεε, οοόχι...
- ΟΟΟΧΙ;;; Οχιά διμούτσουνη... το χρειάζεται για το ταξίδι αύριο, πόσες φορές πρέπει να στο πω;;; Τσακίσου τώρα να πας να το φέρεις...
- Ναι, μαμά... τώρα... - Όχι τώρα, ΤΩΡΑ, είπα... Φύγε...
- Μάααλιστα, μητέρα...
- Μαλλιά και κουβάρια... Θα μου πεις εμένα μάλιστα... κακομαθημένο πλάσμα... ξέρεις τι αίμα φτύνει ο πατέρας σου για να μη σας λείψει τίποτε;;;
- Ξέρω, ξέρω...
- Ξεράδια ξέρεις... ακόμα εδώ είσαι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγαλόπνοο έργο της εκτροπής του ποταμού Αχελώου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση-τάπωμα σε κάποιον που μας απευθύνει τον ξενικό χαιρετισμό hello (χελόου).

Το λήμμα μας γίνεται ακόμη πιο πετυχημένο όταν ο συνομιλητής μας χρησιμοποιεί το χελόου! για να μας αφυπνίσει.

- Σε τοίχο μιλάω; Χελόου;
- Εκτροπή Αχελώου!

Βλ. επίσης: εκτροπή του a-hellow

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τραβάς τα βυζιά σου λέω εγώ;

Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε κάποιον (συνήθως κάποιος με τον οποίο έχουμε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και σχέσεις οικειότητας), ο οποίος μας υποχρεώνει να πραγματοποιήσουμε μια αγγαρεία, εννοείται παρά τη θέλησή μας. Το αν τελικά θα πραγματοποιήσουμε την επιθυμία / προσταγή του υπόκειται στην ευγενική μας ευχέρεια.

- Μάκηηηη!!! Πάνε να πάρεις καλέ τα παιδιά από το σχολείο γιατί αρχίζουν τα «Μυστικά της Εδέμ»!
- Και θα αφήσω το ματς επειδή θες εσύ να δεις τα «Μυστικά της Εδέμ»;;; Βρε δεν τραβάς τα βυζιά σου λέω εγώ; Σήκω μη σε [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified