Further tags

Η πόρνη. Μπορεί να λειτουργήσει και ως ευφημισμός. Επίσης, μεταφορικά για μια γυναίκα που δεν είναι πόρνη με την κυριολεκτική έννοια, αλλά επιδεικνύει πολύ επαγγελματισμό στο σεχ ή είναι πολύ εύκολη ή γνωρίζει όλα τα τερτίπια τα σεξουαλικά. Η συχνότερη φράση, όπου χρησιμοποιείται είναι το πέσαμε σε επαγγελματία, που συνήθως λέγεται με χαρμολύπη, χαρά γιατί το μεναγκό κάνει καλό σεχ ή είναι πολύ εύκολο, λύπη γιατί υποθέτουμε ότι αυτά τα αεροπλανικά δεν τα έχει κάνει μόνο με εμάς, ούτε και πρόκειται να τα κάνει μόνο με εμάς.

  1. - Μωρή μαλακισμένη, σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;
    - Γιατί, τι ώρα είναι;
    - Κατάλαβα, πέσαμε σε επαγγελματία....
    (εδώ).

  2. Το σεξ είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να το αφήνουμε σε ερασιτέχνες...
    (Μότο ζωής μπουρδελιάρη λάτρη επαγγελματιών).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις κουβέντες των μπουρδελιάρηδων (βλ. εδώ), η πουτάνα η οποία το κάνει σαν αγγαρεία - δηλαδή, βιάζεται, δεν κουνιέται, δεν μιλάει, δείχνει ότι βαριέται κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, δεν μπαίνει στον κόπο να το παίξει.

(Όλα τα παραδείγματα από το forum του bourdela.com)

  1. - Φωκαίας 25 η Αντέλλα. Μόνον βλέπομεν, δεν αγγίζομεν. - Τι θέλει να πει ο ποιητής;;; - πολυ απλα .. οτι ειναι ωραια εξωτερικα αλλα στο κρεββατι επιπλο... - Σαν κάτι να θυμάμαι (κομοδίνο;) - με σεμεδακι;

  2. Η πιο καυλιάρα πουτάνα της εποχής; Την Αντελα τι τη βαλατε ρε μαγκες; Επιπλο ειναι. Σιγα τη καυλιαρα.

  3. Καλύτερα να γάμαγα μια φουσκωτή κουκλά ή ακόμα καλύτερα να τον έπαιζα μόνος μου. Θα μου πεις με 15Ε τι περίμενες αλλά ούτε τη φωνή της δεν άκουσα καθ'όλη τη διάρκεια. Τίποτα,μηδέν κούκλα,κομοδίνο,ντουλάπα όπως θέλετε πείτε το. ΜΑΚΡΙΑ!!!!!!!!

  4. λοιπον πουστροτσατσε χεστηκα για το ξυνησμα σου..αλλα τετοιο θρασος θελει μαυρο. τα 30 γιουρια δεν τα πεταμε ετσι με επιπλα πουτανες.

(από Khan, 10/08/09)

Δες και αστερίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάλι με γριές τραβιέται ο Γιαννάκης. Όλοι τον φάγανε ότι σιγά σιγά γίνεται ζιγκολάκιας.

Ο μικρός σε ηλικία ζιγκολό. Ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα του βήματα στο να αποσπάει χρηματικά ποσά από μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ως αμοιβή για σεξουαλικές πράξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμὸς ὁμαδικῶς ἐκδιδομένης πόρνης, ποὺ δηλώνει ὅτι δὲν ἔχει περίοδο, συνεπῶς ἐργάζεται.

Ὁ χαρακτηρισμὸς περιέπεσε σὲ ἀχρηστία (ὡς τοιοῦτος) μετὰ τὴν ἀπαγόρευσι τῆς ὁμαδικῆς πορνείας τῷ 1967, καὶ κατέληξε σλάνγκ, συνώνυμο τῆς παστρικιᾶς.

Ὅμως ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τῆς παστρικιᾶς εἶναι τελείως διαφορετική: Ἔτσι ἐχαρακτηρίσθησαν οἱ Σμυρνιὲς προσφυγίνες, διότι ἦσαν μαθημένες στὴν ἀτομικὴ καθαριότητα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ λουτρὸ στὸ σπίτι ἦταν ἄγνωστο, καὶ πήγαινε ἡ μουνόμπιχλα σύννεφο. Σιγὰ-σιγά, ἐπειδὴ οἱ Σμυρνιὲς ἦσαν πιό ἀπελευθερωμένες, καὶ ἐπειδὴ ἡ μαύρη ἀνάγκη ἔρριχνε καὶ κάποιες στὴν εὐκαιριακὴ κυρίως πορνεία (δῶρα, ἀνταλλάγματα, κανένα ψιλό κλπ), κατέληξε νὰ σημαίνῃ ἡ λέξι παστρικιά, τὴν πεταχτή, τὴν εὔκολη, τὴν ἐλαστικῆς ἠθικῆς γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν τὴν πόρνη, ὡς ἐλαφρότερος χαρακτηρισμὸς ἀπὸ τὸ πουτάνα. Ἡ συναφὴς λέξι παστρικοθοδώρα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὰ παραπάνω.

  1. Ἀρχικὴ σημασία: Ἀπὸ κατάλογο πορνῶν σὲ μπουρδέλο τῆς παληᾶς ἐποχῆς:
    - Λίτσα: Ἀργεῖ
    - Πίτσα: Καθαρή
    - Λουκία: Καθαρή

  2. Σημασία μετὰ τὴν ἐθνοσωτήριο:
    - Τί γίνεται ρὲ ὁ Σταύρακας;
    - Τί νὰ γίνεται· καταθέσεις στὸ μουνί κάνει· ὁλόκληρη περιουσία στὶς καθαρές ἔφαγε, ὁ μάλαξ, κι ἔχει μείνει στὸν ἄσσο.

Νίκων ο Μετανοείτε, ο σκληρός αρμένης προσηλυτιστής (από johnblack, 22/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτιμος άνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα. Παλαιάς κοπής βρισιά, απειλούμενη με εξαφάνιση. Κρίμα, διότι είναι από τις λέξεις που γεμίζουν το στόμα.

Κερχανατζής αρχικά σημαίνει το αφεντικό οίκου ανοχής, ο προαγωγός. Προέρχεται από το κερχανάς ή κιρχανάς και αυτό από το τούρκικο kerhane = μπουρδέλο.

  1. - Α, ρε κερχανατζή, κορνάρεις και κορνάρεις ... κόκκινο είναι ακόμα, ρε κερατά ...

  2. Σήμερα έστειλα τη γυναίκα μου να φτιάξει, μπάλωμα, ένα λάστιχο στο ΜΙΝΙ. Τελευταία φορά που επισκεύασα λάστιχο μου έβγαλαν πρόκα, βάλανε την «τσίχλα», 5 λεπτά, 5 ευρώ. Ο κερχανατζής αυτός για να μπαλώσει, έβγαλε το λάστιχο, μου σμπαράλιασε το χείλος της ζάντας γιατί το runflat βγαίνει δύσκολα, της είπε ότι θέλουν όλοι οι τροχοί ζυγοστάθμση και τη χρέωσε 45 ευρώ!!! (από www.bmw-motorsport.gr/forums)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουρδελόβιος και κατά συνυποδήλωση οποιοσδήποτε ανάξιος και ευτελής. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kerhaneci με παρόμοια έννοια.

- Είδες πόσα λεφτά έφαγαν εκείνοι οι τύποι στον δήμο; - Ντιπ κερχανατζήδες είναι αφού, να κάνουμε κάτι να φύγουν.

Δες και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο της μπουρδελοσλάνγκ με το οποίο οι Ελληνάρες μπουρδελιάρηδες ειρωνεύονται τους αμερικανόπληκτους συναδέλφους τους.

Παρένθεση: οφείλουμε να ενθυμούμαστε ότι στην κριτική μπορντέλου έχουν φορεθεί εσχάτως αμερικλάνικα αρτικόλεξα, όπως GFE = the Girl-Friend Experience, καθ' ημάς γκουφουέ και γκομενοφάση και στους αντίποδες PSE = the Porn-Star Experience. Όπως έχω πει και αλλού, το ιδανικό είναι το GFE-PSE, ήτοι μια τουρίστρια που σε φιλάει / χαϊδεύει σαν να είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας που θες να του δείξεις το ηλιοβασίλεμα στους θάμνους, μα όχι μόνο λιάζεται, αλλά ΚΑΙ ξεκωλιάζεται σαν την Suzie Diamond. To GFE-PSE συνιστά μια ανύπαρκτη, πλην όχι γι' αυτό ουτοπική Aufhebung, που αποτελεί στον χώρο της μπουρδελοκριτικής ό,τι αποτελεί στον χώρο της φιλοσοφίας το l'être en soi-pour soi του Sartre ή το an sich - für sich του Hegel. Κλείνει η παρένθεση.

ΚΚΕ, λοιπόν, είναι στους αντίποδες the ΚρυόΚωλη Experience. Ένα πράμα σαν να κάνεις CEKC με την Παπαρήγα την καλή, επειδή η σταλίνα έχει διατάξει ότι πρέπει το σοβιετικό έθνος να αναπαραχθεί, για να δώσει στρατιώτες για το Στάλινγκραντ, και η γκόμενα να είναι λαϊφστάλιν τ. ταγάρω. Και παρόλο που το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, μετά από μία ΚΚΕ ο μπουρδελιάρης τρώει τέτοια ήττα, που ούτε μαλακία δεν μπορεί να τραβήξει από την πίκρα. Τουλάστιχον ας χαιρετίσουμε το γεγονός ότι επιτέλους η μπουρδελοκριτική έχει αποκτήσει ένα orientally correct αρκτικόλεξο - κόλαφο για όσους εμμένουν στις αμερικλανιές (τις οποίες, παρεμπιπτόντως, και καταγγέλλουμε).

Ντουζάκι, δεύτερος γύρος: Πίπα (όπου βαρεθήκαμε και οι δύο) στήσιμο στα τέσσερα, όπου γυρνάει το κεφάλι προς τα πίσω για να δεί TV (!;!), πάλι πίπα όπου επίσης βλέπει TV (!;!;!) (ήθελα νά' ξερα δε ζαλίστηκε να βλέπει την οθόνη να ανεβοκατεβαίνει;), και τελείωμα στα βυζιά, διότι μου λέει «no cum on face again» -ήθελε κι άλλο έξτρα για CIM (!;!;!;!;)
Ντουζάκι, ντύσιμο, όπου φύγει-φύγει (στην έξοδο πάλι ακούω ξέσκισμα από το διπλανό δωμάτιο. Γαμώτο.)
Συμπέρασμα:
Ούτε PSE, ούτε GFE. Η γκόμενα είναι ΚΚΕ (Κρυόκωλη Experience).
(εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικοασχέτως με τους άλλους ορισμούς, στην σεξοσλάνγκ κομοδίνο λέγεται η/ο υπερβολικά παθητική/ος ερωμένη/ος, το έπιπλο. Είναι πολύ διαδεδομένο στην μπουρδελοσλάνγκ.

Ήταν μέτρια ή για την ακρίβεια ένα πολύ πρόθυμο κομοδίνο.

Κομοδίνο ΙΚΕΑ. (από Khan, 05/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επειδή είθισται να αποδίδεται στον γυναικείο πληθυσμό πάσα ευθύνη για την αποτυχία πράξεων ή κινήσεων τις οποίες οι άντρες, λέει, κάνουν με τελειότητα, όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιους, άντρες ή και γυναίκες, και να τους δείξουμε ότι αυτό που κάνουν είναι μια απερισκεψία άνευ προηγουμένου, τους αποκαλούμε «Κορίτσια».

  2. Κορίτσια είναι επίσης και οι πουτάνες ενός μπουρδέλου, είναι τα κορίτσια του νταβά, τα κορίτσια της τσατσάς, τα κορίτσια του πελάτη. Άρα η παραπάνω προσφώνηση αποκτά και μια επιπλέον βαρύτητα...

  1. - Ξεκινήστε ρε κορίτσιαααα! Πράσινο το φεγγαράκι!
    - Ποιον είπες κορίτσι ρε μαλάκα;

  2. (από σχόλιο στο λήμμα σαλαμούρα)
    AN21:
    Κορίτσια μη τσακώνεστε! Στο slang.gr δεν ήρθε κανένας μας να τσακωθεί, νομίζω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified