Further tags

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψαλιδόκωλος, δηλαδή αυτός που φοράει φράκο με διχαλωτή ουρά, που θυμίζει ουρά χελιδονιού. Όταν οι πρώτοι τοιούτοι άρχισαν να φορούν τέτοια πράματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, θεωρήθηκαν κουτόφραγκοι και φλώροι από τους φουστανελάδες μας, με αποτέλεσμα την λοιδωρία τους με παρόμοιες εκφράσεις.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος, βλ. εδώ.

Μερικά χελιδόνια δεν έφτασαν για να φέρουν την άνοιξη στην πολύπαθη Ελλάδα μέχρι σήμερα...

Scissorhands couldn\'t tell his arse from his elbow... (από HODJAS, 08/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τεράστια αυτιά.

Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές σλανγκ των σίξτηζ, σέβεντηζ και έϊτηζ. Χρησιμοποιείται ακόμα φού και φού, κυρίως από όσους πρόλαβαν ΥΕΝΕΔ και σαραπεντάρια δισκάκια.

Εκ του αειμνήστου Παναγή Παπαληγούρα, διακεκριμένου και ευπατρίδη πολιτικού παλαιάς κοπής ο οποίος έφερε χαρακτηριστικά ευμεγέθη ώτα.

  1. - Τώρα θυμήθηκα τον πατέρα Παπαληγούρα, ονομαστό για τα αυτιά βατραχοπέδιλα, υπουργό εξωτερικών του θείου με τα μεγάλα φρύδια.
    (εδώ)

  2. - Δεν τους θυμάμαι καλά τους σταρτρεκιανούς (διότι δεν ήμην και καμία φαν) ΔΕΝ ήτο και να τους έχεις για πρότυπα… Ο εις με πράσινο αίμα, ο έτερος με κάτι αυτιά (του Παπαληγούρα σε κωνικό), η μία με ένα κεφάλι σαν της Νεφερτίτης κάτω απ΄το φαραωνικό στέμμα, η έτερη με ένα δέρμα λεοπαρδαλέ…. (εδώ)

  3. - Θείο, θείο, γιατί είσαι τόσο παπαληγούρας;
    - Για να την ακούω καλύτερα, παιδάκι μου.
    (υποθετικός διάλογος)

Παναγής Παπαλγούρας (από Vrastaman, 14/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται θετικά και αρνητικά για να υποδηλώσει κάποιον/κάποιαν που ελίσσεται τσαχπίνικα.

Βγαίνει μια γοργόνα από τη θάλασσα διακοσίων κιλών με ανύπαρκτο μαγιό στρινγκ και έχει τουπέ κάτσε καλά θεάς, και τότε της λες: Χέλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιμπίκι-μαύρο στίγμα, το ξερό μπιμπίκι, ο ανοιχτός δηλαδή πόρος που έχει μέσα στεγνό σμήγμα, το οποίο, στην ακρούλα του, έχει μαυρίσει από την επαφή του με τον έξω κόσμο.

Τα μαυράκια είναι ιδανικά για ξεμπιμπίκιασμα, α γιατί δεν πονάνε, βου γιατί βγαίνουν εύκολα -μια κι έξω, γου γιατί δεν κάνουν σημάδι, δου γιατί επανεμφανίζονται σε χρόνο dt κι έτσι έχεις πάλι με τι να ασχοληθείς.

Έχουν βγει διάφορα προϊόντα στην αγορά για τα μαυράκια, αλλά δεν κάνουν και πολλά, άσε που σου στερούν αυτή την απόλαυση.

- Έλα μωρό μου, κάτσε να σου βγάλω αυτό το μαυράκι που έχειειειες...
- Λύσσα κακιά πάλι σ' έπιασε; Όχι, δεν θα το βγάλεις!
- Μα...
- ΕΙΠΑ ΟΧΙ!
- Μα γιατίιιιι;;;
- Γιατί έτσι, φύγε τώρα, άντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σημεία (κοιλώματα) που από τους αναγεννησιακούς μαρμαμαρογλύπτας, δηλώνονται σαν «ομορφιάς».

- Ρε συ, Παύλο. Τι μαννού η Στέφη, «που σαν μίλειε ήταν σαν να σβούσαν τα αχνά της χείλη και σαν όπως να διάβαιναν και να παιρνούσαν καθ΄εποχή και κάθε τόπος», τά’ δες τα λακάκια της όταν μου χαμογέλασε, ε τά’ δες;

- Γιώρη στη βάρεσε κατακούτελα, και που να δεις τα λακάκια στα κωλομάγουλα άμα σου σκύψει, ρε νταλκά!
(Είπε ο κύνικας και πέταξε μακριά.)

(από Vrastaman, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παιδικό χαρτοπαίγνιο, κατά το οποίον εκείνος που «βγαίνει» τελευταίος, χάνει και μουτζουρώνεται με φούμο από τα άλλα παιδιά. Βλ. και αναλογίες μουτζουρώματος = στιγματισμού εδώ (σχόλιο) και εδώ.

  2. Ο έχων μαυριδερή ή μουτζουρωμένη επιδερμίδα (π.χ. παιδικό ποίημα πέντε ποντικοί μουτζούροι κι άλλοι τρεις αλευρομούροι, μια φρεγάδα αρματώσαν και φακή την εφορτώσαν... κλπ, Ανθολόγιο Ο.Ε.Δ.Β. 1975), βλ. και καρβουνιάρης.

  3. Ή πιο μόρτικα «Μούτζουρας» ή «Καρβουνιάρης».

Λαϊκό σκώμμα έναντι του καταργηθέντος «απλού» λεγομένου τραίνου (δηλ. όχι ταχεία – Intercity) του ΟΣΕ από Πειραιά ή Σιδηροδρομικό Σταθμό Αθηνών («Πελοποννήσου») προς Πελοπόννησο και από Σταθμό Αθηνών («Λαρίσης») προς Βόρεια Ελλάδα και εξωτερικό.

Αποτελούσε παλιό χαρακτηρισμό του ατμήλατου τραινακίου του Πηλίου (1882) και του καρβουνοκίνητου τραίνου του ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς – Πελοποννήσου 1882), λόγω της μουτζούρας που εξέπεμπε στη μάπα των επιβατών η μηχανή, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε μέχρι πρόσφατα.

Τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον, οι τραινοκίνητες εμπορικές και επιβατικές μετακινήσεις ανά την Ελλάδα γίνονταν με ντηζελομηχανές, ωστόσο, δεν είναι μηχανικός ο λόγος που συνέχισε να αποκαλείται έτσι το τραινάκι επί πάνω από έναν αιώνα.

(Παρατίθεται απόσπασμα από την συλλογή του Ελισσαίου Οδίτη «Ανάξιον Εστί» alias «Πάρε ΚΤΕΛ»):

[i]Α. Ήταν οι Καθυστερήσεις[/i]

Α.1
Η ποτροκαλί ντηζελομηχανή του Μούτζουρα πάθαινε κλακάζ (όχι που δε θα χάλαγε) και περίμενες να έρθει άλλη να την αντικαταστήσει και να συνδεθεί με τον συρμό από άλλον Σιδηροδρομικό Σταθμό (στου διαόλου το ξεσταύρι).

Α.2
Σε πολλά σημεία για διάφορους λόγους, η γραμμή είναι μονή (από τον Τρικούπη μέχρι σήμερα), οπότε το ένα τραίνο πρέπει να περιμένει να διέλθει το άλλο από την αντίθετη κατεύθυνση, για να μην προκληθεί σύγκρουση (!)

Α.3
Ιδίως όταν εισήχθη το και καλά Intercity (σιγά τα σίτια που είναι και ίντερ), δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου ταχύτερο, ούτε είχε μεγαλύτερη ιπποδύναμη, απλά ήταν λίγο καθαρότερο, νεότερα τα βαγόνια και δεν επιτρέπονταν κότες εν ζωή και νταμιτζάνες με λάδια-ξίδια-κοκκινέλι και το οποίο υποτίθεται ότι θα έκανε 2-3 στάσεις ανά κατεύθυνση (Βόρεια & Νότια), έπαιρνε προτεραιότητα στους κόμβους έναντι του Μουτζούρη μας, αφού η εταιρεία είχε υποσχεθεί στους επιβάτες που πλήρωναν ακριβότερο εισιτήριο, γρηγορότερη άφιξη στον προορισμό τους (Αθήνα-Πάτρα 3 ώρες και Αθήνα-Θεσσαλονίκη 5 ώρες).

Αποτέλεσμα ήταν ο καημένος ο Μουτζούρης να σταματά κάθε τόσο και τελικώς να κάνει από 5-7 ώρες και από 8-11 αντιστοίχως μέχρι και το 2005 περίπου.
Βέβαια να τα λέμε όλα, η τιμή του Μουτζούρη ήταν η μισή του Intercity...

Στην πραγματικότητα όμως, το «γρήγορο» (Intercity) έκανε περίπου μια (1) ώρα λιγότερο από το «απλό» (Μούτζουρας), όπως αρέσκονταν να τα αποκαλούν οι κρατικοβυζαρπάχτρες ΟΣΕδες, που στράβωναν χαρακτηριστικά όταν ρωτούσες π.χ. πόσην ώρα κάνει ο Μουτζούρης από Σαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη και απαντούσαν με την στερεότυπη ξινίλα της ταύτισης εργαζομένου με το αφεντικό του «δεν υπάρχει Μουτζούρης κύριε» (εμένα μου λες);

[i]Β. Ήταν η Ταλαιπωρία[/i]

Πράγματι, στο Μούτζουρα συχνά δεν είχε ούτε να καθίσεις (προβλέπονταν και «θέσεις ορθίων» – αλλά με τιμή «καθιστού»!) και ειδικότερα:

Β1.
Στης Πελοποννήσου πολεμούσες να σταθείς – καθίσεις ανάμεσα στην αρβανιτιά με τα ξέχειλα δέματα, αερολογούντα φοιτητόνια, τους μπιχλώδεις και τσίπηδεςτουρίστες του Ίντερρεηλ (μπορεί να είχες και τα τυχερά σου όμως) που πηγαίνανε να πιάσουν το πλοίο για Πάτρα – Ιταλία έχοντας κάνει συνήθως το γύρο του τριγώνου των Βερμούδων (Δελφοί-Ολυμπία-Αθήνα) σέρνοντας χίλια τσουμπλέκια, ομιλητικούς (μέχρι να φάνε καναν Αη-Διονύση για να κοιμηθείς) Επτανήσιους και Αιτωλοακαρνάνες (που επιτέλους κατέβαιναν στο Ρίο), ως επί το πλείστον.

Ο Μούτζουρας ήταν σκατά κι απόσκατα (οι διπλές θέσεις ήταν στενές κι έτσι και σου κλήρωνε καμιά Τζίνα Βαρώνη να κάτσει από δίπλα, έφτανες με δισκοπάθεια στον προορισμό σου) και το Intercity ελάχιστα ταχύτερο ή (έστω) καθαρότερο...

Ειδικά για το τελευταίο, καίτοι υφίσταται από 1952 δίκτυο ΚΤΕΛ σε ολόκληρη την χώρα, οι εκλογείς των κατά τόπους δήμων και κοινοτήτων, πίεζαν τον βολευτή τους να σταματά το τραίνο «σε κάθε βρύση» (όπως χαρακτηριστικά λέγεται). Κατά συνέπεια, όχι μόνον ο Μούτζουρας, αλλά και η «ταχεία» της Πελοποννήσου, έκανε τόσες στάσεις (και ως εκ τούτου) τόσες ώρες να φτάσει σε κάθε προορισμό, όσες σχεδόν κι ο Μούτζουρας της Βόρειας Ελλάδας, καίτοι ούτε η πληθυσμιακή εξυπηρέτηση ούτε οι χιλιομετρικές αποστάσεις, συμπίπτουν.

Β2.
Στης Βόρειας Ελλάδας, το σκηνικό άλλαζε φύρδην): Μιλάμε για «Εξπρές του Μεσονυκτίου», τύφλα να’ χει το Ντιγιάρμπακιρ και το Νέο Δελχί μαζί (!)
Πάθαινες πολιτισμικό σοκ στα λεγόμενα «κουπέ» από το πλήθος των φαντάρων όλων των ειδικοτήτων για τα σύνορα (που ψοφολογούσαν ροχαλίζοντας αφού βγάζαν τα άρβυλά τους στερώντας σου τουλάχιστον 2 από τις 5 αισθήσεις), Σελτζούκοι, Πετσενέγοι, Κουμάνοι, Σκύθες, Πομάκοι κλπ για Θράκη και επέκεινα παραφυλούσαν όλη η οικογένεια έξω από τις τουαλέτες όταν ουρούσε θηλυκό μέλος της (ευρύτατης) οικογενείας, αλλοδαποί εργάτες που κάνανε commuting σε κοντινές ή μακρινές πόλεις για ένα μεροκόμματο, αλλοσούσουμοι Βαλκάνιοι που ανεβοκατέβαιναν προς και από τις πατρίδες τους ξαπλωμένοι χύμα χάμω, που τους πατούσες κυριολεκτικά για να περάσεις τον διάδρομο (!), τσιγγάνοι ή παρόμοιοι τύποι με άγνωστο (και στους ίδιους) προορισμό, λέτσοτουρίστες για το Μετέωρο βήμα του μοναχού, φοιτητές και λαθρόβιοι μπουζουκοπαίχτες που στήνανε αυτοσχέδιες κομπανίες για να περάσει η ώρα, πουράκλες και ετρούσκες στην ψαχτική, πρεζάκηδες, λαχανάδες κτλ άσ' τα να πάνε. Η ποικιλία της ανθρωπογεωγραφίας (και της μπίχλας) ήταν μεθυστική και για τον λόγο αυτό στην Μοναστηρίου λειτουργούσε πουργατόριο...

Το βαγκόν-λί (λέγε με «κυλικείο») όμως, καίτοι τίγκα στο ντουμάνι, είχε έναν εξαίρετο διάκοσμο στην οροφή (να το τσουρνέψανε από κανα Οριάν Εξπρές); Το Intercity ήταν σπέσιαλ κυρίλα και όντως ταχύτατο με 3-4 στάσεις όλες κι όλες.

Και ολ’ αυτά, για να πατικώσει η εταιρεία όσους περισσότερους επιβάτες χωρούσαν στα βαγόνια, μπας και ζημιώσει (που φάγανε τον αγλέουρα και το ρημάξανε το μαγαζί) με τη ναύλωση έξτρα συρμού, όπως κάνανε και με τα πλοία μέχρι το ρεζιλίκι του Σαμίνα...

[i]Γ. Ήταν και το κρύο[/i]

Γ.1
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Μούτζουρας δεν είχε κανενός είδους κλιματισμό ή είχε αλλά δεν λειτουργούσε «προσωρινά» (λέει). Αν είχε ζέστη λιβάκωνες, ίδρωνες και βρωμούσες κι αν είχε κρύο έξυνες τον πάγο από το μούσι σου και τον έριχνες στη Μαργαρίτα. Μοντέρνα πράματα: οικολογία και φυσική επαφή με το περιβάλλον δηλαδή.

Γ.2
Αλλά και με την γεωγραφία, αφού όταν έπιανε Λάρισα το τραίνο νυχτιάτικα χειμώνα, καταλάβαινες αμέσως στο πετσί σου ότι είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα μεταξύ Βορρά-Νότου.

Γ.3
Και με την ιστορία όμως έκλεινες ραντεβού: καμιά φορά το θέρος και ιδίως με καναν καύσωνα αναστενάρη, οι ασφάλειες των παραθύρων ήταν (σαδιστικά;) βιδωμένες, οι όρθιοι πολλοί, η ζέστη με την κολλώδη μπόχα ενιαίες, οι λιποθυμίες συχνές, οι καθυστερήσεις μεγάλες και η συμπεριφορά των ΟΣΕδων στις διαμαρτυρίες των επιβατών, σκαιά. Ξαναζούσες την Κατοχή και για πρώτη φορά κατανοούσες το δράμα της Υπολοχαγού Νατάσας, όταν την έστελναν στο Νταχάου (μόνο που αυτή ταξίδευε τσάμπα). Άλλωστε, στο ντεκόρ συνέβαλε και τόσο το γεγονός ότι το ένστολο προσωπικό θύμιζε Γερμαναράδες (τουλάχιστον όπως τους γνωρίσαμε ως κομπάρσους στις ταινίες της Χούντας δηλ. φωνακλάδες, αξούριστους, μαυροτσούκαλους, κακοκουρεμένους και σακκουλέδες) όσο και ότι τα πίσω βαγόνια των αποσκευών ήταν Γερμανικά του ’30. Άλλες εποχές και άλλες κάουφφεν!

Σημειωτέον, ότι μέχρι πριν κανα 2-3άρι χρόνια τα ίδια περίπου γίνονταν και στην Ιταλία με τον εθνικό της Muzzuri (Trenitalia), με την διαφορά ότι δεν είχε ξαπλωτούς στα πατώματα κι ότι οι εκεί (ομοίως αγενέστατοι) ΟΣΕδες ήσαν πιο καλοντυμένοι...

[i]Δ. Και ήταν κι ο Θάνατος[/i] (του Μουτζούρη)

Δ.1
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πριν κανα πεντάρι χρόνια απεφάσισε η Ελλάδα ν’ αποσύρει τα μουτζουροτραίνα που την «διέσυραν» διεθνώς και να στρώσει σιγά-σιγά δίκτυο ηλεκτρικών σιδηροδρομικών γραμμών υψηλών ταχυτήτων (ΣΓΥΤ) ότι Ευρώπη κι έτσι, οπότε πάει κι ο Μουτζούρης... Δηλαδή μη φανταστείτε, βάλαμε κεί κανα-δυο τραινάκια της πλάκας σε προάστια και κοντινές πόλεις της Αθήνας και της Σαλονίκης, με άβολα καθίσματα για τους ταξιδιώτες (λες και πας μέχρι τα Πετράλωνα) κι από δω παν κι οι άλλοι.

Προς το παρόν διατηρείται το ντηζελοκίνητο Intercity ως «παλιό», μέχρι να εξαπλωθεί το νέο δίκτυο ηλεκτρικών συρμών – όπου και άμα εξαπλωθεί μετά το στραπάτσο της πτώχευσης (θυμίζει αυτήν του 1893 επί Τρικούπη που επένδυσε στην σιδηροδρομική ανάπτυξη της Ελλάδας).

Μόνο που το 1893 είχε και την ουρά του 1909, που επακολούθησε (λες;)

Δ.2
Πάντως, αν είχες κουράγιο (δηλ. ήσουν φιλοπερίεργος πιτσιρικάς) και δεν βιαζόσουν, ο Μούτζουρας ιδιαίτερα ο νυχτερινός, πέρα από τις ανωτέρω εγκύκλιες γνώσεις (εμείς κι ο κόσμος, φυσική, γεωγραφία, ιστορία κλπ) που σου προσέφερε, μπορούσε να αποδειχθεί και μια συναρπαστική εμπειρία, αφού έβγαζες γούστα (έκανες χάζι και γνώριζες αναγκαστικά διάφορες κουφές φυλές, παίζονταν κουβαρνταλίκια, τσιριμόνιες, τσαμπουκάδες, έρωτες, μπουζουκοκαταστάσεις και δε συμμαζεύεται μεταξύ αγνώστων, όσο διαρκούσε η διαδρομή – τουλάχιστον).

Δ.3
Κατά την εποχή της συνύπαρξης δυο ταχυτήτων (Μουτζούρης vs Intercity), ο πρώτος (λόγω τιμής) ήταν ένα αυθεντικά λαϊκό ελληνικό τραίνο και γι’ αυτό το προτιμούσαν άνθρωποι που δεν είχαν ή δεν ήθελαν να δώσουν έξτρα φράγκα για τις (αμφισβητούμενης ποιότητας) παροχές της ταχύτερης μετάβασης και την άνεσης που ευαγγελίζονταν το Intercity, αλλά και οι ρυθμοί ζωής ήταν ηπιότεροι.

Υπάρχουν τρεις τρόποι να εκτιμήσει κανείς τον Μουτζούρη: είτε ως πανάκριβη υπηρεσία για την «σχεδόν τσάμπα» τιμή του εισιτηρίου (βλ. σχόλια εδώ), είτε ως μια θεατρική παράσταση στην οποία συμμετείχε έναντι «συμβολικής συνδρομής», είτε η (λιγότερο ρομαντική) συμψηφιστική εκδοχή των ΟΣΕτζήδων «για τόσα που ’δωσες μη ζητάς τα πολλά-πολλά».

Σε κάθε περίπτωση όμως, όποιος δεν κατορθώνει να συμφιλιώσει την αθλιότητα με τα μεγαλεία του Μουτζούρη, γνωρίζει την Ελλάδα μέχρι το κατώφλι του.

Τέλος και τω Θεώ Δόξα...

Σ.Σ. Αφιερωμένο στον συνταξιδιώτη Μπετατζή.

- Πάω Σαλονίκη το τριήμερο, έρχεσαι;
- Πήγαμε! Μόνο που εγώ μπορώ να φύγω Σάββατο πρωί, έχω πολλή δουλειά την Παρασκευή.
- Καλά, τότε εγώ θα ξεκινήσω Παρασκευή βράδυ, θα κάνω μια βόλτα στην παραλία Σάββατο πρωί και τα λέμε το μεσημέρι που θα φτάσεις, ναι;
- Δε μου λες, με τί θα πας;
- Με το απλό τραίνο, μου ’πανε στον Σταθμό ότι κάνει 5 ώρες από Αθήνα.
- Ποιος, ο Μουτζούρης; Καλά άσε, τότε κι εγώ θα πάρω το Intercity και θα σε περιμένω στο καφενείο...

μουτζουρωμένο το γυαλί (από xalikoutis, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified