Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.
Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.
Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)
«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)
Got a better definition? Add it!
Περίπλοκη πατέντα με την οποία φαλακροί, κυρίως τύπου τάργκα, επιχειρούν να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.
Ιλαροτραγικά καταφανής περούκα που φέρουν πανσέληνοι (και μη) φαλακροί, επιχειρώντας να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.
Δέον να σημειωθεί ότι και οι δύο ποικιλίες φλοκάτης σπάνια ανθίστανται στον αέρα και την βροχή. Με σπάνιες εξαιρέσεις ανθρώπων με διάθεση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, οι περισσότεροι φορείς φλοκάτης είναι κομπλεξικοί. Πολλοί ακομπλεξάριστοι άλλωστε φαλακροί επιλέγουν την λύση του ξυρίσματος, η οποία κατά κοινή ομολογία προσδίδει και σεξαπίλ.
Ειρήσθω εν παρόδω, η λέξη φαλακρός υπήρξε σλανγκ κατά την αρχαιότητα (εκ του φαλλού άκρη, αγγλιστί dickhead)
- Ποιον πας να κοροϊδέψεις βρε καράφλα με την φλοκάτη σου; Ουστ!
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.
- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!
Δες και γουτσισμός.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.
Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...
(από φόρουμ)
Got a better definition? Add it!
(πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.
Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)
Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.
(πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.
- Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
- Δεν τον ξέρω.
- Δεν έγραφε;
- Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;
Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.
Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».
Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;
βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:
1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.
Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.
Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.
Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:
α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.
β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).
2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος
Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.
Γουρνάρης, the pig farmer:
Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)
Γουρνάρης, the male chauvinist pig
Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;
Γουρνάρης, the game:
Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)
Got a better definition? Add it!
Για πρόσωπα, είμαι εμφανίσιμος, όχι άσχημος. Γενικότερα, είμαι παραδεκτός, μέτριος. Πολύ συνηθισμένο το αντώνυμο: δέν βλέπομαι.
- Κάτσε να τα βάλω σε μία σειρά γιατί χάθηκα: Δύο σκάλες κάτω από Τίφανυ αν και δεν την έχεις πάρει [...]. Την Τίφανυ την έχεις πάρει; Δεν συγκρίνεται με την... Άννα, άρα δυό σκάλες κάτω από Τίφανυ και δύο κεφάλια κάτω από Άννα. Μήπως τελικά να μην πάω;
- [...] δες ΕΔΩ για να ξέρεις πού πας.
- Όχι ρε πούστη μου, δεν βλέπεται η γκόμενα... (από το προς το παρόν τελόν υπό δίωξη μπουρδέλα κομ)
Τα Λανγκολίαρς... Αν και το βιβλίο του Κινγκ δεν ήταν τόσο κακό...
η ταινία ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ!... (από φόρουμ, απάντηση σε θέμα με τίτλο «Η χειρότερη ταινία όλων των εποχών»)
Δεν βλέπεται η Μίλαν: Από το κακό στο χειρότερο πάει η Μίλαν. Η ομάδα του Κάρλο Αντσελότι έμεινε για δεύτερο σερί ματς χωρίς βαθμό, αφού έχασε και από την Τζένοα, μετά από την Μπολόνια με 2-0. (από τον διαδικτυακό τύπο)
Got a better definition? Add it!
Τόσο μικρό ώστε χωράει σε μια τσέπη. Συνήθως πρόκειται για βιβλίο (εκδόσεις τσέπης - pocket editions) ή για σκυλάκια (τσιουάουα κττ). Όμως μπορεί να είναι και οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε που έχει μικρές διαστάσεις. Σε αυτή την περίπτωση είναι συνώνυμο με την κατηγορία πτερού ή μύγας της πυγμαχίας.
Ρε συ ο Φραγκίσκος, τι καλό παιδί, ε; ... και όμορφο πρόσωπο... αλλά είναι τσέπης ρε γμτ αυτός, πού να βρει γκόμενα... Κάνε ένα ψυχικό, ρε Λίλιαν, να χαρεί και το πικραμέν' αχείλι...
- Μπαμπά κοίτα τι ωραίο σκυλάκι που βρήκα!
- Τί είναι αυτό ρε Λουκία, περίληψη σκύλου είναι αυτό!
- Είναι καλό μωρέ μπαμπάαα, είναι τσέπης, δεν θα μας ενοχλεί, όπου πάμε θα το παίρνουμε μαζί...
- (&#^$)@&*^)... Εντάξει γλυκιά μου, ό,τι πεις...
Got a better definition? Add it!
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!