Το όνομα του πουλιού με τα τεράστια μάτια, το επίπεδο-πλακουτσωτό πρόσωπο και τον ανύπαρκτο λαιμό, χρησιμοποιείται ως χλευαστικός-περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου.
Συνήθως αναφέρεται σε θηλυκά άτομα, οπότε το γραμματικό γένος του ονόματος και του προσδιορισμού, συμπίπτουν.
- Μπα, τι βλέπουν τα όμορφα ματάκια μας; Έσκασε μύτη στο πάρτι κι η Μαρία η κουκουβάγια; Αχαχαχα...
Δεν αποκλείεται ωστόσο και αρσενικά να τύχουν αυτού του ευγενούς χαρακτηρισμού, αν πληρούν βεβαίως τις προϋποθέσεις.
Κουκουβάγια λοιπόν (ή βαγιακούκου κατά έναν σχολικό ποδανισμό της εποχής του γράφοντος) είναι:
- Αυτός που φοράει γυαλιά με υπερμεγέθη, αντιαισθητικό, εντελώς ντεμοντέ κοκάλινο σκελετό. Πρόκειται για τις λεγόμενες γυαλούμπες, σύμβολο απόλυτης και αμετανότητης φλωροσύνης. Eίναι τα γυαλιά που φοράει π.χ. και η συντηράκλα θεία μας, όταν απολαμβάνει το καθημερινό απογευματιάτικο σήριαλ της. Σχετικό και το χουντικό γυαλί.
Παρένθεση. Το κοκάλινο γυαλί (στη μοδάτη βεβαίως εκδοχή του) έκανε τη θριαμβευτική του επανεμφάνιση στα 00's, μαζί με το κουλτουρέ, νεο-φλώρικο στιλάκι.
Καταχρηστικά, ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με κακία για οποιονδήποτε διοπτροφόρο (από κοινού με τα εξίσου φαρμακερά γυαλαμπούκας ή γυαλάκιας), ακόμη κι αν αυτός έχει επιλέξει τα πλέον μίνιμαλ και καλαίσθητα γυαλιά, π.χ. εκείνα που δεν έχουν καθόλου σκελετό.
- Εξαιρετικά άσχημη γκόμενα (αλλά και αγοράκι όπως είπαμε) ιδίως αν έχει πολύ χοντρό λαιμό που ενώνεται με το σώμα (το άκρως αντίθετο του λαιμού-κύκνου δλδ) ή πλακουτσωτό κουκουβαγίστικο πρόσωπο. Αν φοράει και γυαλούμπες, τόσο το καλύτερο. Αν δε, είναι και φυτούκλα / σπάσμα (βλ. και εδώ) τόσο το καλυτερότερο. Η νοηματική ακρίβεια προσεγγίζει το τέλειο....
Συγκεφαλαιώνοντας, η ιδεώδης κουκουβάγια διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- τεράστια παλιομοδίτικα γυαλιά
- παχυσαρκία
- πλακουτσωτό στρογγυλό πρόσωπο με σχεδόν ανύπαρκτη μύτη
- χοντρό λαιμό που ενώνεται με το σώμα (μονομπλόκ), ήτοι μη-λαιμός.
- φοβερή ακαμψία στο σβέρκο. Για να γυρίσει να δει πλάγια, πρέπει να γυρίσει ολόκληρο το κορμί. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει στις πραγματικές κουκουβάγιες, οι οποίες δίνουν μόνο μια έντονη εντύπωση ακαμψίας.
- σπασικλοσύνη
Κλασική κουκουβάγια ήταν η Μαρία η Άσχημη του γνωστού σήριαλ. Η έκφραση είχε ακουστεί πολλές φορές. Φορούσε πατομπούκαλα, ήταν σαύρα, ήταν και σοφή.
Κουκουβάγια είναι κι ο -συμπαθέστατος κατά τα άλλα- Μίμης Ανδρουλάκης: γυαλούμπες, ξερόλας, άσχημος (λέμε τώρα, περί ορέξεως ζαμπονοτυρόπιτα) καθώς κι αυτή η χαρακτηριστική ακαμψία στο σβέρκο, και καλούα από χτυπήματα μπάτσων επί Δικτακτορίας (sic).
- Nα σου πω ρε μαλάκα, ψήνεις κατάσταση με την Αναστασία; Γιατί κάτι έχει πάρει ο μάτης μου τελευταίως...
- Ε... να μωρέ... δεν ξέρω, θα δείξει.
- Έλεορ ρε αδερφάκι μου, σε ήξερα για μουνοείλωτα, αλλά αυτό παραπάει. Με το που σου κούνησε λίγο την ουρά της η κουκουβάγια, έλιωσες σαν καταΐφι από το Κοσμικόν!!