Selected tags

Further tags

Έτσι ονομάζεται αυτός που έχει πολλές φακίδες (πιο επιστημονιζέ: εφηλίδες) στο πρόσωπο, ο φακιδομούρης. Το λήμμα απαντά στη Β. Ελλάδα και ίσως έχει ξενική προέλευση. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται (λιγότερο τεκμηριωμένα ωστόσο) ότι πρεκνιάρης δεν είναι ο φακιδομούρης, αλλά ο βλογιοκομμένος. Εμείς οφείλουμε να γνωρίζουμε και τις δυο εκδοχές, αλλά να συνταχθούμε με την επικρατέστερη.

Χωρίς πάστωμα η Βικτώρια Μπέκαμ δεν είναι παρά είναι μια κλασσική Αγγλίδα πρεκνιάρα.

Πίπη Φακιδομύτη (από allivegp, 17/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται ένας πολύ τριχωτός άνθρωπος, κάποιος που είναι καλυμμένος με τριχωτή φλοκάτη σε όλο το στήθος, κοιλιά, πλάτη, σβέρκο, πόδια, χέρια, αυτιά κ.λπ.

Υποτίθεται ότι αποτελεί τον χαμένο κρίκο στην εξέλιξη του πιθήκου ως τον άνθρωπο.

- Ρε γμτ, γιατί ο Βρασίδας δεν βγάζει το μπλουζάκι του στην πλαζ ακόμη και όταν έχει 48 βαθμούς Κελσίου;
- Γιατί βαρέθηκε να τον αποκαλούν χαμένο κρίκο.

βρέθηκε ο χαμένος κρίκος (από allivegp, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ανθρώπους τελείως χύμα, σε φάση ταγάρι, ριγέ παντελόνι, τζίβες-ράστα κλπ. Δεν έχει αρνητική σημασία, απλά χαρακτηρίζει το στυλ. Προέρχεται από το αφημένος.

Και μου λέει, «κάτσε να σου γνωρίσω την τάδε». Και σκάει ρε φίλε ένα αφέψημα, με κόκκινο-μωβ μαλλί, χίπισσα τελείως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «καβλαντιστήρι γλυκό μωρό» και υποδηλώνει όμορφη γυναίκα που σε εμπνέει να κάνεις σχέση μαζί της και όχι απλά να την πηδήξεις.

— Φίλε άνετα της τον έριχνα.
— Διαφωνώ, είναι για παραπάνω. Είναι τελείως ΚΓΜ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση, προερχόμενη δηλονότι από το life-style και τον Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, τουπίκλην Στάλιν.

  1. Η κυρίως έννοια είναι το λαϊφστάιλ των σκληροπυρηνικών κουκουέδων, δηλαδή η απόλυτη αντίθεση στο καπιταλιστικό λαϊφστάιλ. Πρόκειται για το στυλ της Παπαρήγα της καλής, για ένα στυλ, όπου πρυτανεύει η απλυσιά, οι αξύριστες μασχάλες και, στις συντρόφισσες, φούστες τ. χριστιανόφουστα, γενικά όλα όσα μπορούν να εμπνεύσουν επαναστατική αλληλεγγύη και συντροφικότητα, αμέριστη αφοσίωση στον επαναστατικό αγώνα και σεξ απήλ μόνο για τεκνοποίηση των μελλοντικών μελών του κόμματος (trivia: sex στα λατινικά σημαίνει κόμμα). Επίσης, παντελή αδιαφορία για παρακμιακά φαινόμενα, όπως image-making, debates κ.ο.κ.

  2. Η παραπάνω είναι η ορθόδοξη έννοια. Με την ευρεία έννοια ο όρος μπορεί να χαρακτηρίσει το λαϊφστάιλ κάθε αριστερίζοντος, έτσι όπως περιγράφεται γλαφυρά σε λήμματα του athens as it really is, του Χαλικούτη, του Ιησού κ.ά. Λ.χ. πρόκειται για το λατέρνατιβ στυλ ενός νεανία αλτερνιού, που δεν έχει απαραίτητα ασχημindie, αλλά μπορεί και να έχει ομορφindie. Περιλαμβάνει οπωσδηπότουσλυ διακοπές στην Ίφκινθο και μαγείρεμα με το αλάτι από την μπαρικάδα Ιφκίνθου, χαϊμαλιά, τζιβομπίχλες, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Με ευρύτατη καθόλου ορθόδοξη έννοια μπορεί να δηλώσει και το λάιφσταϊλ συνασπισμένου νεανία με μπόλικη τσίπρα μέσα του, κουκουλοφλώρου ή και το στυλ της διαδήλωσης.

  3. Τέλος, μπορεί καταχρηστικά να χρησιμοποιηθεί και για το ψαγμένο λαϊφστάιλ ψαγμένου αριστεροκράτη Μαρξ εντ Σπένσερ, που στην ιδανική αισθητική περίπτωση μπορεί να αποτελεί το αντίστοιχο του ναζιάρη στο έτερο άκρο του πολιτικού φάσματος (άλλωστε τα άκρα συμπίπτουν). Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι εστέτ Luchino Visconti, Heiner Muller και πολλοί άλλοι.

Ασίστ: Vrastaman.

«Από την εποχή του Λωτ μέχρι την εποχή του Λόττο το λαϊφστάιλ παίζει σημαντικό ρόλο στο πλασάρισμα των πολιτικών αρχηγών εκτός από την περίπτωση της συντρόφισσας της Αλέκας όπου σε αυτή την περίπτωση διαφοροποιείται κάπως και γέρνει προς το λαϊφστάλιν με τα δολοφονικά πατρόν της Ιωσηφίνας της δολοφονικής λούγκρας του βορρά με το παχύ μουστάκι». (Τζίμης Πανούσης, Δούρειος Ήχος, 1/6/09).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το παιδοβούβαλο, ο παις δηλαδή που έχει ξεφύγει από τη χορεία του υπέρβαρου και βρίσκεται πλέον στην κατηγορία βαρέων βαρών ή σούμο.

Η εν λόγω κατάσταση αποτυπώθηκε και σε τηλεοπτικά σποτ, όπως το κλασσικό «τρέξε τρέξε χοντρούλη», για να επιστήσει την προσοχή των μανάδων να μη ταΐζουν υπερβολικά τα παιδιά τους.

Το ντουρντούβαλο υστερεί στον διανοητικό τομέα σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του σε τέτοια συχνότητα και βαθμό, που για τη λαϊκή συνείδηση ο όροι ντουρντούβαλο και πίκπα ταυτίζονται.

(από blog όπου προσεχώς συνταξιούχος αναπτύσσει τις απόψεις του για το πώς πρέπει να φαγωθεί το εφάπαξ):

Κάθε φορά που βλέπω μαντράχαλους με προβληματισμένο ύφος να αναρωτιούνται πότε επιτέλους θα τους γράψουν οι γονείς σπίτια, γίδια και χωράφια με πιάνει το κεφάλι μου από τα νεύρα. Το εκνευριστικό επιχείρημα «Να μου τα γράψει τώρα που είμαι νέος γιατί θέλω να κάνω κάτι δικό μου» μου ανακατεύει ακόμα περισσότερο το στομάχι. Συνήθως κάτι τέτοια τυπάκια πρέπει να τα αρπάξεις από το γιακά και να τους πεις «Μυαλό μαλάκα ποιος θα σου γράψει ;» Όμως δεν το κάνεις γιατί υποτίθεται ότι ζούμε σε κοινωνία ανθρώπων και πρέπει να ακούμε τις διαφορετικές απόψεις τον διπλανών μας και μπλά, μπλά, μπλά. Τέτοια τυπάκια το παίζουν καλοί γιοί/καλές κόρες, ανησυχώντας «δήθεν» πιο πολύ απ' ότι ανησυχείς εσύ για την υγεία σου. Φυσικά οι γονείς είναι υπεύθυνοι για το ντουρντούβαλο ετών τριάντα που έφτιαξαν , αλλά και το ντουρντούβαλο κάποια στιγμή πρέπει να κρατηθεί στα ποδαράκια του. Όσο για εμένα, σκέφτομαι ότι αν είμαι καλά στην υγεία μου, το εφάπαξ θα το φάω στο Τόκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβλέας είναι αυτός που την έχει μεγάλη και την επιδεικνύει με έπαρση στους φίλους του.

Επίσης τον χαρακτηρισμό αυτόν των χρησιμοποιούν κυρίως οι γυναίκες αναμεταξύ τους, όταν αναφέρονται σε συγκεκριμένο άτομο που τους έχει κάνει εντύπωση.

— Καλέ, αυτός είναι παιδαράς.
— Μωρή, πώς κάνεις έτσι;
— Έλα μωρή μαλάκω...
— Εντάξει είναι ωραίος καβλέας, δεν αντιλέγω, αλλά μην καρφώνεσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαιρετικά ογκώδης άνθρωπος, είτε λόγω σωματικού πάχους, είτε λόγω εξαιρετικά πρησμένων μυών, ως απόρροια της εκγύμνασης με βάρη σε συνδυασμό με χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (για να τηρήσουμε έστω έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικής σαθρότητας...).

Η ονομασία χουλκ προέρχεται από την κάκιστη μετάφραση του αγγλικού Hulk (ήτοι ογκώδης, βαρύς, σωματώδης άνθρωπος, μαντράχαλος) στα τα παλιά εικονογραφημένα αριστουργήματα των εκδόσεων Καμπανά. Τελικά η συγκεκριμένη απόδοση κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο, μέχρι την επανέκδοση του περιοδικού από την Μαμούθ Κόμιξ με την σωστότερη ηχητικά απόδοση ως Χαλκ, η οποία προκάλεσε σάλο μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, συντελώντας στην έναρξη ενός μίνι εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στις σελίδες της αλληλογραφίας του περιοδικού.

Παρότι ο εξαιρετικά ογκώδης λόγω πάχους είναι ως έννοια διαμετρικά αντίθετη με τον ογκώδη λόγω μυϊκού όγκου, αυτό δεν εμποδίζει την σημασιολογική -μέσω της χρήσης της λέξης- εξίσωση των δύο άκρων. Επίσης, η λέξη χουλκ χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με το αρσενικό φύλο και σε σπανιότερες περιπτώσεις με το θηλυκό.

  1. - Πώς έχει γίνει έτσι ο Τάκης;
    - Αφού έχει να βγει από το σπίτι 2 μήνες, όλη μέρα τη βγάζει με WoW και ντελιβεριές... αν τον δεις, σαν τον Χουλκ έχει γίνει από τα σουβλάκια.

  2. - Ρε συ, εγώ τον Υάκινθο τον θυμάμαι στο σχολείο να πίνει στα διαλείμματα το νουνού του και προχτές τον πέτυχα πορτιέρη στο κλαμπ, ένα ντερέκι με κάτι μπρατσόνια χοντρά σαν το πόδι μου. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή;
    - Έχεις χάσει επεισόδια... το 'ριξε στο σφίξιμο και μία μέρα σκάει μύτη σαν τον Χουλκ... φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε σου λέω...

  3. - Άντε κουνήσου ρε τρόμπα να χάσεις κανένα κιλό, που μου 'σαι σαν τον Χουλκ!

  4. - Μ' αυτά που του δίνουνε εκεί μέσα, θα τον δεις μία μέρα να σκίζει τα ρούχα του σαν τον Χουλκ...

Δέν σας έχω ανάγκη... Γιατί \'μαι ο Χούλκ! (από vikar, 27/08/09)(από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροκαμωμένος και κωμικής εμφάνισης άντρας οποιασδήποτε ηλικίας.

Ακούς; Πάλι με τζιτζιφρίγκο τα έφτιαξε η κόρη σου... Δε λέει να μας φέρει κανένα παλληκάρι της προκοπής, στενάξαμε με τους κοντούς εδώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για την «φαιοπράσινη» φανέλα του στρατού. Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι, απέκτησε στην πορεία kitsch value. Προφάνουσλυ, κανείς δεν ξέρει το επίθετο φαιός που σημαίνει σκουρόχρωμος και ειδικότερα γκρίζος (οπότε φαιοπράσινος είναι ο γκριζοπράσινος), κι έτσι αντικαθίσταται από το επιτατικό πρόθημα θεο- που έχει χαρακτήρα μεγιστοποίησης, όπως στα θεομουνία, θεόμουνο, θεογκόμενα, πρβλ. και το σκέτο θεό. Γενικά στον στρατό, όλα είναι ψιλοεμφατικά.

Ετυμολογικά Trivia: Κι όμως το φαιός θα έπρεπε να σημαίνει το αντίθετο, αφού ετυμολογείται ως εξής:
< **φαισός* < **φαιFός* < **φαισFός* < **gwhei* = λαμπερός, φωτεινός, όπως και τα ομόρριζα φαιδρός, Φαίδρος, Φαίδρα και ο Φαίδων, ήρωας του Γεωργίου Ζάκκου.

- Να βγούμε έξω με τις θεοπράσινες, είπε ο δίκας.

- Γιατί η φανέλα αυτή λέγεται «φαιοπράσινη»; - Γιατί είναι τόσο πράσινη, που είναι θεοπράσινη!
(Αυτήκοος μάρτυς: Καταδρομέας Vrastaman, '92 στ ΕΣΣΟ)

Η θεοπράσινη στολή (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified