Selected tags

Further tags

Αυτός που έχει κάμποσες τρίχες στο στέρνο του και παραπάνω, ήτοι ερωτικό χαλί, το σταυρουδάκι να χάνεται στην φλοκάτη, γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ ένα πράμα. Πρόκειται για hommage στον (κατά πολλούς) γενάρχη του ελληνικού μπάσκετ Νίκο Γκάλη, του οποίου η θρυλική εϊτάδικη κίτρινη φανέλα (για τον Άρη μιλάμε όχι για βάζελους) άφηνε να φαίνεται το ερωτικό χαλί του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν ένα από τα μυστικά του Γκάλη στο σκοράρισμα, γιατί ο αντίπαλος αμυντικός σιχαινόταν να κάνει άμυνα. Σημειωτέον, ότι οι τρίχες του γκάλη που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να είναι και ιδρωμένες.

Επίσης, είναι άτομο που θυμίζει πολύ τα ένδοξα έιτηζ, για τον οποίο βλ. τα λήμματα γκάλης κούπερ και εϊτίλα.

Πάσα: Vikar.

- Πιάσε τρίχα!... Είναι γκάλης ο μπούστης...

(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, σημαίνει:

  1. Ανθρωπότυπος θηριωδώς μυώδης τ. σφίχτερμαν, σβάρτσος, μπονταίος κ.τ.ό., που να είναι όμως και ντουλάπας σε όγκο, ίσως και τριχωτός (όχι απαραίτητα), επίσης όμως και ανεγκέφαλος (λ.χ. ένα μπιλντέρι που θα διάβαζε Baudrillard δεν θα μπορούσε να ονομαστεί γορίλας).

  2. Ο σωματοφύλακας / μπράβος, κυρίως, αλλά και, λιγότερο, ο εκτελών χρέη πόρτας. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται σε προτάσεις αντιθετικά, για να πούμε ότι ένας φλώρος, αδύναμος, λουλούκος, ή υπερβολικά εγκεφαλικός τυπάς κυκλοφορεί με ζωώδεις γορίλες (μπράβους) μαζί του.

  3. Η αποκρουστική ζωώδης γκόμενα, βαθμολογίας 30 τεκιλών στην αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ. Σημειωτέον, ότι κατά Μπάμπη, η ονομασία του ζώου προήλθε από θρυλούμενη φυλή δήθεν τριχωτών γυναικών της Αφρικής, που ονομάστηκαν γορίλλαι.

Πολύ περισσότερα στοιχεία μας δίνει ο επιφανής συσλανγκιστής Σαραντάκος εδώ. Μην χάσετε την απίθανη ιστορία του Άννωνος τον 5ο αιώνα π.Χ., που δίνει και ένα χιντ γιατί η έννοια γορίλας έχει συσχετιστεί ειδικά με γυναίκες. Στο ίδιο κείμενο προκρίνεται η γραφή με ένα λάμδα, την οποία ακολούθησα, λόγω του ότι είναι σε τελική ανάλυση ξενικό δάνειο (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πιθανόν προέρχεται από αφρικανική ρίζα που σημαίνει άνθρωπος!).

Τέλος, πρβλ. και τα λήμματά μας πίσω γορίλα! και γωριλάς.

  1. Τριάντα «Γορίλλες» με τέσσερα αυτόματα περίστροφα στην τσέπη ο καθένας σχημάτισαν προστατευτικό ‘ανθρώπινο τείχος’ γύρω από τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
    (δες Σαραντάκο)

  2. Κι αν είστε δικαστής με τήβεννο… προσοχή στον γορίλα!
    (Συμβουλή Σαραντάκου).

  3. Ακόμη οι φονιάδες-μπράβοι-γορίλλες-γίγαντες της ΟΝΝΕΔ κατεβαίνουν στην επέτειο του Πολυτεχνείου (τι δουλειά έχουν κάθε χρόνο αυτοί εκεί; ένας θεός ξέρει) και αφήνουν στεφάνι με στρατιωτικό βηματισμό και προκλητική συνθηματολογία (Από το indymedia)

  4. Δυστυχώς, όχι μόνο στη Μύκονο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το επίπεδο των πορτιέρηδων είναι από μηδενικό έως ανύπαρκτο. Δεν είναι τελικά και τόσο άστοχος ο χαρακτηρισμός που τους έχει αποδοθεί: γορίλες... Κρίμα σε εκείνο το παιδί που έφυγε, κρίμα για την οικογένειά του και κρίμα για τα τόσα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν από τα κτήνη που μόνο να μουγκριζουν ξέρουν, ούτε καν να καλησπερίζουν.
    (Από το φατσοβιβλίο).

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρυθμός Baroque έχει ως χαρακτηριστικό τον horrorem vacui, δηλαδή τον φόβο του κενού και την παρεπόμενη διάθεση να παραγεμίσεις ασφυκτικά έναν χώρο με κάθε λογής ψιψιψόνια, ματζαφλάρια, καυλιτζέκια, μπλιμπλίκια, κρεμαντζόλια κ.τ.ό. Ωσεκτουτού, νομίζω ότι όταν φτιάχνουμε ένα συνθετικό με την λέξη μπαρόκ, εννοούμε μια ασφυκτική υπερφόρτωση από περιττά αντικείμενα, προκειμένου να διεκδικήσουμε ένα χλυδαίο ιδεώδες. Πιθανολογώ ότι αποφασιστικός υπήρξε ο όρος τουρκομπαρόκ, ο οποίος όμως αναφέρεται σε ένα υπαρκτό νεο-μπαρόκ στυλ αρχιτεκτονικής στην Τουρκία. Στα ελληνικά, όμως, το τουρκομπαρόκ, ακούγεται κάπως σαν δυσφημιστικός όρος (και παρόλο που ορισμένα τουρκομπαρόκ κτίσματα είναι αριστουργηματάκια), όπως φαίνεται λ.χ. εδώ. Κατά αντιστοιχία, λοιπόν, πλάστηκαν όροι όπως το γυφτομπαρόκ και το βλαχομπαρόκ για να λοιδωρήσουν την χλυδαία πτωχαλαζονεία.

Το βλαχομπαρόκ σημαίνει πρωτίστως ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό στυλ στην σύγχρονη Ελλάδα, το οποίο η Φρικηπαίδεια το περιγράφει ευστόχως ως εξής: «Σπίτια τέρατα απείρων τετραγωνικών χωρίς κήπους αλλά με αρχαιοελληνικά αγάλματα και χρυσά κάγκελα, ειδικά στα βόρεια προάστια της Αθήνας». Χαρακτηριστικό της βλαχομπαρόκ αρχιτεκτονικής (όχι μόνο στα βουπου) είναι οι Καρυάτιδες ή αγάλματα δισκοβόλων/ κούρων / κορών που στηρίζουν τα μπαλκόνια. Το πολύ μάρμαρο, χρυσάφια κ.ο.κ. Η Φρικηπαίδεια, προσθέτει και τα εξής: «Πολυκατοικίες »κουτιά από τσιμέντο« πολλών ορόφων κυρίως στην Αθήνα. Καφετέριες που πληρώνουν το δήμο και καταλαμβάνουν με τραπεζοκαθίσματα κάθε σπιθαμή του πεζοδρομίου, της πλατείας ακόμα και της ασφάλτου πανελλαδικώς». Κρίσιμες περίοδοι για την εξάπλωση του βλαχομπαρόκ ήταν η εποχή Καραμανλή, η επταετία 1967-1974, και η ένδοξη εϊτίλα, (χωρίς να είναι οι μόνες).

Κατ' επέκταση, ως «βλαχομπαρόκ» μπορεί να χαρακτηριστεί οποιαδήποτε καρακιτσάτη επίδειξη νεοπλουτισμού και χλυδαίας βλαχοκυριλοσύνης, και κυρίως όσες διαθέτουν και κόμπλεξ τόσο του χωριάτη που θέλει να κραυγάσει τον εξαστισμό του, όσο και της Ρωμηοσύνης που θέλει να δείξει την τρεντοσύνη της παραμένοντας όμως στα όρια του hellenarically correct. Λ.χ. δύο πρόσφατα σύμβολα βλαχομπαρόκ Κυρίλλων και Μεθοδίων είναι τα Porsche Cayenne, και οι διακοπές στο Μπαλί, ενώ από άποψης συνδυασμού Ρωμηοσύνης και τρεντοσύνης είναι οι παρουσίες μας στην γιουροβύζιον. Η Φρικηπαίδεια διαθέτει εδώ μια μεγάλη λίστα, (μεταξύ τους διάφορες καγκουριές και μπουζουκαγκουριές) από την οποία αξίζει να συγκρατήσουμε το: «Οι ντυμένοι- ντυμένες στην τρίχα στις 7 το πρωί ή για να πάνε στο supermarket. Αγνοούν την πρακτική πλευρά των πραγμάτων και γελοιοποιούν τον εαυτό τους και τη σημασία του σοβαρού ντυσίματος».

Να παρατηρήσουμε ωστόσο ότι ως βλαχομπαρόκ χαρακτηρίζονται και φαινόμενα εκτός Ελλάδος, όπως φαίνεται στα παραδείγματα.

  1. Από φοράδα:

Καταναλωτική συμπεριφορά του βλαχομπαρόκ Ελληνάρα.
Λοιπόν, διάßασε ένα στοιχείο: Η Ελλάδα είναι η Νο1 αγορά πολυτελών προϊόντων στον κόσµο. Στον Κόσµο. Στη Γη. Νούµερο ένα. Numero Uno. Δεν το λέω εγώ, private έρευνα της Nielsen το λέει για λογαριασµό µεγάλης εταιρίας. Είµαστε Νο1 σε κατά κεφαλήν κατανάλωση Porsche Cayenne, Νο2 στην κατανάλωση La Prairie, στην πρώτη πεντάδα σε όλες (όλες) τις µεγάλες και διάσηµες µάρκες. Παγκοσµίως. [...] Το συµπέρασµα είναι προφανές: Είµαστε µικροµεσαίοι και ψωνίζουµε σαν µεγιστάνες. Δεύτερο συµπέρασµα (ίδιο µε το πρώτο, µε άλλα λόγια): Είµαστε αδαείς και ελαφρώς µπουρτζόßλαχοι, που ξοδεύουµε λεφτά που δεν έχουµε για να πάρουµε ρούχα που έχουνε απάνω το logo του brand φαρδύ-πλατύ.

  1. Από το Βήμα:

Η βλαχομπαρόκ εξουσία: Η εξουσία αναδίδει μια οσμή trash. [...] Πάρτε παράδειγμα τα ανακριτικά γραφεία των τηλεπαραθύρων: Στο ένα, μαινόμενοι, ασώματοι σχολιαστές των 20.000, 30.000 και 40.000 ευρώ μηνιαίως κατηγορούν τους απεργούς ότι θέλουν να διατηρήσουν τα... προνόμιά τους σκοτώνοντας γριούλες. [...] Περιμένω από τη μια στιγμή στην άλλη, ξεφυλλίζοντας κάποια εφημερίδα, παρακολουθώντας κάποιο κανάλι, να πέσω σε κάποιον της βλαχομπαρόκ ελίτ που θα αναφωνεί: «Δεν έχουν ψωμί; Ας φάνε κρουασάν».

  1. Ομώνυμο ποίημα εδώ:

Ο κόσμος πια ξεκάθαρος μπροστά μας
εμείς δεν θέλουμε ομως να τον δούμε
και αν τον θωρουμε στα γλυκα τα ονειρα μας
τον προσαρμόζουμε εκει που θα μας πουνε
σε μια εσωτερίστικη βλαχομπαρόκ
σε μια εσωτερίστικη βλαχομπαρόκ
μυθολογία

  1. Και εκτός Ελλάδας,εδώ:

Ορκωμοσία Ομπάμα:η αποθέωση της βλαχομπαρόκ αμερικ(λ)ανιάς,με επιστροφή σε ναζιστικές φιέστες!

  1. Οι σκατόφλωροι-βλαχομπαρόκ τσομπάνοι του «Κωλονακίου» με «Μερτσεντέ», «Μπεμβέ» που οδηγούν ΜΟΝΙΜΩΣ στην αριστερή λωρίδα με 60 και όταν τους κάνεις σινιάλο να κάνουν δεξιά σε αγνοούν επιδεικτικά(σιγά μήν κάνουν δεξιά να περάσεις εσύ ο «πτωχός» με το «Φιατάκι»)
    (Δες).

  2. η απολυτη εξαψη για το απολυτο τιποτα! σιγα τη μεγα καλλιτεχνιδα, το συμβολο του παγκοσμοιοποιημενου βλαχομπαροκ λαϊφστυλισμου
    (Για τη Μαντάνα στο Ινσόμνια).

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρίζει γυναίκα με προικισμένα σκέλια.

Έχει διττή σημασία καθώς προέρχεται από συνδυασμό δυο εννοιών:
α) από τις λέξεις μπούτι- και -full, τονίζοντας το μέγεθος των μπουτιών, και
β) από την αγγλική λέξη beautiful.

Πρωτοακούστηκε από τον κριτή της Α. Πάνια, καταξιωμένο Τζόνυ Βαβούρα, στη γνωστή νυκτερινή εκπομπή της με αφιέρωμα «καλλιστεία για sexy άτομα».

- Το βασικό ατού του κορμιού της είναι ασυζητητή το στήθος της.
- Τι λες ρε ξενέρωτε. Δε πρόσεξες καν πόσο μπούτιφουλ είναι

Γιουρ μπούτιφουλ ιτς τρου (από Khan, 26/08/10)(από Khan, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μόνο που μπορεί να σταματήσει την πτώση της τρίχας είναι το πάτωμα, το μέτωπο αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει διαστάσεις ελικοδρομίου και για να κρύψει τα αγρογλυφικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, θα φορούσε άνετα το εβραϊκό σκουφάκι (αν δεν έπρεπε να κάνει και περιτομή γμτ!)...

Ο άνθρωπός μας αφήνει καράφλα. Βλέποντας κανείς το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο, θα ήταν το ίδιο με το να αφήνεις μαλλιά, αν δεν ήταν το ακριβώς αντίθετο, οπότε η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως για (αυτό)ειρωνεία (έρμα μουνιάτα πουτσαλακωθήκατε.....)

Μια περίεργη περίπτωση είναι οι καραφλοχαίτουλες που αφήνουν μαλλί και ταυτόχρονα αφήνουν και καράφλα στα πρότυπα Ρότσα. Αλλά οι πραγματικοί αγωνιστές είναι αυτοί που αντιστέκονται μέχρι τέλους, πολεμώντας την φαλάκρα με περίτεχνα καραφλάζ όσο παραμένει στο κεφάλι τους έστω και μία τρίχα μάχιμη!

Αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την καραφλοποίηση της κεφαλής τους είναι βέβαια οι μεταλάδες που, έχοντας πνεύμα πρόθυμο, δεν μπορούν παρόλα αυτά να συνεχίσουν να διατηρούν φουλ μαλλούρα μετά από μια κάποια ηλικία και τότε αρχίζουν να αφήνουν κάτι λειτουργικές 80s φράντζες που επιμελώς κρύβουν το ερημωμένο μέτωπο.

ΥΓ. Υπάρχει και η κατηγορία αυτών που ενώ έχουνε φουλ μαλλιά, αφήνουν καράφλα επειδή αποφασίζουν να ξυριστούν γουλί. Αυτοί δεν μας ενδιαφέρουν εδώ γιατί το κάνουν από επιλογή και δεν δεν έχουν πόνο για να τους τον παίξουμε (τον πόνο).

  1. (από εδώ)
    «Όλοι όσοι παρατηρήσαμε τη σταδιακή αραίωση της κόμης που διαθέταμε μέχρι και τα εφηβικά μας χρόνια δεν υπάρχει περίπτωση να μην απαντήσουμε όταν το παρατηρήσει και κάποιος τρίτος: ''Δεν είναι τίποτα αφήνω καράφλα''... »

  2. (από εδώ)
    «Γιώργη....τώρα πλέον λέω να κόψω τα μαλλιά και να αφήσω καράφλα....Να έχω περισσότερο πρόσωπο να πλένω και να γλιτώσω τα λεφτά απο τα conditioner.....Τα λεφτα που εχω ρίξει στα ΡΑΝΤΕΝΕ κ.α θα είχα Μ3 Ε46 ξεσκέπαστο, να ταιριάζει και με την καράφλα.Μαλλιάδες όλου του κόσμου ενωθείτε ( όχι να βρέξει να πλυθείτε , πλένομαι και εγώ συχνά....όταν πλένω το αμάξι ) αλλά να δώσουμε τα μαλλιά μας να φτιάξουν ρούχα για τον κόσμο που κρυώνει........»

  3. (από εδώ)
    «Re: Kala pou phgan oi metalades;;
    Εδώ και εγώ. Πιστός μεταλλάς τα τελευταία 12 χρόνια. Έχω σπάσει τα νεύρα όσων έλεγαν οτι μόλις μεγαλώσω λίγο θα μου περάσει.
    ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ ΠΟΤΕ ΚΟΥΦΑΛΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΤΣΗ.
    Μόνο που αντί για μαλλιά αφήνω καράφλα τώρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mπαρμπούνι - θηλ. μπαρμπούνω: μαμαδο-/γιαγιαδοσλάνγκ, χαϊδευτικός χαρακτηρισμός για κοριτσάκι, κυρίως μπεμπάκι, που είναι αφρατούλι και λαχταριστό για μαμαδο-τσιμπιές και μαμαδο-δαγκωνιές, με τσουπωτά μπουτάκια και μπρατσάκια γούτσου-γούτσου.

Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται και για στρουμπουλά αλλά τριζάτα ζουμπουρλούδικα παστάκια που σου 'ρχεται να τα δαγκώσεις (παίζει και σε ψαροδιασταύρωση).

Τώρα γιατί το μπαρμπούνι με τα μουστάκια του μπορεί να είναι χαρακτηρισμός για λιγουρευτικά μωρά, άβυσσος η ψυχή της γιαγιάς μου και της σειράς της, το πιθανότερο επειδή το μπαρμπούνι είναι χρυσοκόκκινο κι όμορφο, νόστιμο και λαχταριστό μιαμ μιαμ.

-Θεία τη θυμάσαι την Αρτεμούλα;
-Πω πω καλέ πώς μεγάλωσες εσύ;! (μάτσα μούτσα) Σε θυμάμαι ένα κοκκαλιάρικο μωρό και κοίτα τώρα... τι μπαρμπούνω έγινες! Σεφάω!
-Ίου μωρέ θεία με γέμισες σάλια!
-Α, όμως είσαι αγενέστατη πρέπει να μιλήσω στη μάνα σου.

Εδώ - πρωτότυπα προσκλητήρια για βάφτιση: -[...]ομως εγω εχω 3 (2κοριτσακια κ 1 αγορακι) κ θελω ενα ποιηματακι και για τα τρια.απ'οτι βλεπω εχεις πολυ δουλεια,μηπως εχεις λιγο χχρονο κι για μας; [...] προς το παρον τα φωναζουμε χαιδευτικα μπαρμπουνο(κοριτσακι),φλουφλι(αγορακι) (σ.ς. κυρία μου, τι να σχολιάσω τώρα λέτε το αγόρι φλούφλη...) κ μινιατουρα(κοριτσακι). ευχαριστουμε!!!!!!!!
-[...]Για το τέλος αφήσαμε / το γλυκό μας το μπαρμπούνι / που είναι το τσαχπίνικο / το ροδαλό μας το ζουζούνι!!!

Εδώ - αφιερώσεις εξαιρετικές: Για το μπαρμπουνάκι, γνωστότερη σαν KV (Al Dente), μια σούπερ σπέσιαλ αφιέρωση, ειδικά για τις ακαδημαϊκές της εμπειρίες και το σεβασμό που αυτές απαιτούν: Η Μαίρη του Χάρυ Κλυν (χαμογελάτε, κάνει τους άλλους ν' ανησυχούν).

Ποιος πεινάειιι;;; (από Galadriel, 31/08/10)Απο που κλανει το μπαρμπούνι; (από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ατημέλητη κόμη, ο μαλλιάς.

Προέρχεται από τους Beatles και το πρωτοποριακό και ανατρεπτικό για την εποχή τους κούρεμα.

Καλά παιδί μου, πόσο καιρό έχεις να κουρευτείς; Σαν μπητλής έχεις γίνει.

(από Khan, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.

(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)

1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified