Selected tags

Further tags

Επίσης ο φαλακρός, και δη ο ξυρισμένος, επειδή το κεφάλι του ομοιάζει επικίνδυνα με κωλομάγουλο.

- Τι μιλάει τώρα και ο κώλος; (Κλασικά προς Ραπτόπουλο σε εκπομπή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράξενη και αστεία, έως γελοία εμφάνιση ατόμου, που χρήζει περιφρόνησης. Παρότι προέρχεται από το γνωστό μπουγέλο, η ουσιαστική ετυμολογία βρίσκεται στις γνωστές μπουγελόφατσες, δημοφιλή πλαστικά παιδικά παιχνίδια που εκτοξεύουν μικρές ποσότητες νερού και έχουν εμφάνιση αστείων προσώπων και πραγμάτων.

- Τί να ψηφίσουμε ρε στις εκλογές;
- Εγώ θα ρίξω Προκόπη Παυλόπουλο δαγκωτό. Είναι ο πολιτικός της ελπίδας των νέων.
- Τί λε, ρε μαλέφα; Τέτοιες μπουγελόφατσες στο χωριό μου τις πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η φάρα!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θηριοδαμαστής, ο (ουσ.) Δεν υπάρχει θηλυκό γένος. (< θηρίον + δαμάζω)

Ο θηριοδαμαστής είναι ένα πολύ σπάνιο υβρίδιο μεταξύ σαβουρογάμη και βαρβάτου, που όχι απλά του αρέσουνε οι χοντρές, αλλά που μπορεί να βγάλει νοκ άουτ ακόμα και ένα θωρηκτό Ποτέμκιν.

Ρε μαλάκα, με αυτόν τον τόφαλο, τη Ρούλα, τα είχες; Τι θηριοδαμαστής που είσαι, ρε μεγάλε!

(από Nakas, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό σε άτομα με γελοία εμφάνιση. Κυρίως όταν αυτοί προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή να είναι αποτυχημένη!

Συνήθως χρησιμοποιείται με προσβλητική σημασία.

  1. - Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι;
    - Γιατί ρε μαν, τι έχω;
    - Ρε σαν γλειμμένο μουνί είσαι!

  2. - Ποο φίλε, είδες χθες τον Αλέξη στον χορό;
    - Όχι γιατί;
    - Άσε, σαν γλειμμένο μουνί ήταν, 5 τόνους ζελέ έβαλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κόμμωση στην οποία τα μαλλιά είναι φουντωτά και σχετικά ατημέλητα, δημιουργώντας την εντύπωση φουντωτής χελιδονοφωλιάς στο κεφάλη του φέροντος. Εάν τα μαλλιά είναι γκρίζα το αποτέλεσμα είναι ακόμη πιο ρεαλιστικό. Χρησιμοποιείται συχνά από παλαιογιεγιέδες και βαψομαλλιάδες.

Πάρε ρε έναν τύπο εκεί πέρα! Σαν τον Πρέκα είναι. Με χελιδονοφωλιά στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Γρηγόριος Φλέσσας (1788-1825) ή περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δίκαιος, ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Σλανγκικά όμως, πρόκειται για ευθαλή και πολύ φουσκωτό θύσανο της γυναικείας ηβικής χώρας, που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ του από ξυράφι.

Μάλλον, προέρχεται από τραυματικές εμπειρίες του στρατού, όπου πολλά ψάρια, έπρεπε να ξουρίσουνε την κορνίζα του εθνικού ήρωα.

(Συζητάνε δυο φίλες):
- Τι λέει, θα πάμε για κανένα μπανάκι αύριο;
- Άσε καλύτερα! Πρέπει πρώτα να κάνω το μπικίνι μου, γιατί μου έχει γίνει Παπαφλέσσας.
- Αηδίασα!

(από Khan, 01/04/11)(από Khan, 01/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χνούδι και μουστάκι μαζί. Οι γυναίκες μπορεί να το έχουν μια ζωή. Οι άντρες από τότε που μπαίνουν στην εφηβεία έως και τα 27 τους, κάποιες πιο σπάνιες φορές.

Είναι αυτό που ενώ είναι χνούδι, έχει μέγεθος και σχήμα μουστακίου. Και αυτός που το διατηρεί, θεωρεί πως έχει μουστάκι. Ενώ δεν έχει μουστάκι. Έχει χνουστάκι.

Συνήθως είναι αστείο θέαμα (το «γελοίο» πέφτει λίγο βαρύ).

- Μια φορά το χρόνο ξυρίζεσαι κι έχεις ακόμα χνουστάκι;

(από Khan, 06/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μπιφτεκογέρακας (αρχ. μπιφτεκοιέραξ) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αμφιμονοσήμαντα ένα μέλος του θηλυκού είδους με κάποιου είδους δυσμορφία στη ρινική κοιλότητα, η οποία δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα γεράκι το οποίο σκοπεύει να γαντζώσει με τη μύτη του το μπιφτέκι σου και να πετάξει σε ασφαλές μέρος, έτσι ώστε να τραφεί - μόνο που το γεράκι αυτό έχει επιπλέον και βυζιά, αν αυτά είναι σεβαστά σε μέγεθος τότε μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για έναν περδικόστηθο μπιφτεκογέρακα.

Εκτός του ότι αποδεικνύει μια παντελή άγνοια για τις διατροφικές συνήθειες του περήφανου αυτού είδους της τοπικής μιας ευδόκιμης πανίδας, καθώς τα γεράκια δεν τρέφονται με καλοψημένα μπιφτέκια αλλά με ποντίκια και άλλα μικρά σε μέγεθος σπονδυλωτά, η χρήση του ως κοπλιμέντου μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς πολλά μέλη του θηλυκού είδους δεν συμμερίζονται με το υποκείμενο το ίδιο μεράκι, πάθος αν θέλετε, για τα εγχώρια πτηνά.

Α1: - Αυτό εδώ το ξενοδοχείο ήταν η ερωτική μας φωλιά.
Α2: - Με τέτοιον μπιφτεκογέρακα που έμπλεξες δε μου κάνει εντύπωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που πάσχει από πτηνομορφία: ξερακιανή μούρη, στο προφίλ θυμίζει πουλί, δηλ. έχει γαμψή μύτη, κοφτό πηγούνι και κατεβατό προγούλι. Κάτι αντίστοιχο με τον μπιφτεκογέρακα.

Σλανγκ παραλλαγή της λέξης πτηνόμορφος (που έχει κυριολεκτικά χαρακτηριστικά, πχ αντικείμενο -αγγείο, λαβή μαγκούρας, ειδώλιο θεότητας κλπ- που έχει ένα κεφάλι πουλιού την άκρη).

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified