Μια από τις ονομασίες του ανδρικού μορίου, παραπέμπει στη λέξη Μαλαπέρδα.
- Κορόιδευε τον Βρασίδα, αλλά κοντός, κοντός θα χει καμιά παπαρδέλα ΝΑ.
- Λες;
Μια από τις ονομασίες του ανδρικού μορίου, παραπέμπει στη λέξη Μαλαπέρδα.
- Κορόιδευε τον Βρασίδα, αλλά κοντός, κοντός θα χει καμιά παπαρδέλα ΝΑ.
- Λες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο σέξυ, υπέρλεπτος, θηλυπρεπής, υπερπουδράτος και βινυλιοφορεμένος γκοθάς, που δεν είναι όμως ομοφυλόφιλος.
Ο Σων Μπρέναν είναι ο ωραιότερος πουδρόμαγκας όλων των εποχών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.
- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι κάποιος Γιάννης, ο οποίος είναι λέτσος και απεριποίητος και παραπέμπει σε λατζιέρη.
- Πωωω, δες τον Γιάννη πως εμφανίστηκε σημέρα!!!
- Λα-Τζονι!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκυλομέταλ ορίζεται μια γκόμενα που και καλά ακούει μέταλ και το ντύσιμό της παραπέμπει σε σκυλού, συνήθως συνοδεύεται και από σκυλόφατσα!
Πωπω Τι φόρεσε πάλι η Πουλχερία, την Άρτα με τα Γιάννενα, όλο παγιέτες και χτυπιέται και σαν να κάνει στριπτίζ, τελείως σιχαμερή σκυλομέταλ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα Μαλτσέχ είναι σκυλόμορφα είδη Νεφελίμ, σύμφωνα με τις Θεωρίες του μέγιστου Δημοσθένη Λιακόπουλου. Λόγω όμως της σκυλόμορφης όψης τους ως Μαλτσέχ χαρακτηρίζουμε και τις σκυλομούρες γκόμενες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένας πολυ τριχωτός κώλος. Συνήθως οι τρίχες πάνω από το κώλο.
Όλοι μας έχουμε δει κυρίως από μάστορες, υδραλικούς κτλ οι οποίοι σκύβουν ανέμελα και φαίνονται τα κωλιά τους.
Ήρθε ο Μπάμπης ο μάστορας και έτσι όπως έσκυψε να δει τη βλάβη βγήκε όλος ο κώλος του έξω, καλά, τέτοιον κώλο με μουστάκι δεν έχω ξαναδεί!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1. Το αντρικό γενετικό όργανο που ομοιάζει με μακρύ ευθύγραμμο κομμάτι επεξεργασμένου ξύλου, σε τετραγωνική ή ορθογωνική διατομή.
Οι λέξεις κλειδιά είναι το «μακρύ» και το «ευθύγραμμο».
Συνώνυμα: βλ. πέος.
2. Η οδοντογλυφίδα.
Προέρχεται από την ευγενή κοινότητα των οικοδόμων, η οποία μετά από κάνα φαγοπότι στην οικοδομή, χρησιμοποιεί για οδοντογλυφίδα λεπτό κομματάκι ξύλου απ' το μαδέρι(τέτοιο που αν δεν το πιάσεις με τρόπο σου μπαίνει στο χέρι σα σουβλί).
3. Ο ψηλός, άχαρος και άγαρμπος άνθρωπος.
Προκύπτει απ' το ότι γενικά το μαδέρι είναι κάπως και έχει ένα θέμα στην μετακίνηση-μεταφορά, στην όψη και στο ηχόχρωμα.
- Θυμάσαι την τσοντοτράπουλα που είχαμε αγοράσει κάποτε σε κάποια ημερήσια εκδρομή από τα Τέμπη;
- Ναι! Και εκείνον τον μαύρονε που βάσταγε στα χέρια του την πούτσα του και του έφτανε μέχρι το γόνα;
- Χαχαχα! Καλέ τι μαδέρι ήταν εκείνο!
- Γυναίκααα! τσάκω ένα μαδέρι! Άντε, γιατί τα δόντια μου έχουν γίνει ίσια από το πολύ κρέας που έχει μπει ανάμεσά τους.
- (Τι άξεστος!) Οδοντογλυφίδα λέγεται χριστιανέ μου!
- Ρε ψηλέ! δε βλέπεις; ο άνθρωπος θέλει βοήθεια, κουνήσου λίγο! τι μου κάθισες μέσ' στη μέση σα μαδέρι;!
Got a better definition? Add it!
Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.
Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.
Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.
Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.
Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.
Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.
Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.
κ.ο.κ. ad infinitum
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι, συρρικνώνομαι απ' τον πόνο, από την ταλαιπωρία, από αρρώστια, από εξασθένηση, από κακουχία, από γηρατειά κλπ.
Από το τούρκικο kat (πτυχή).
Συνώνυμη έκφραση: διπλώνομαι στα δύο απ' τον πόνο.
Έφαγε μια μπουνιά στη κοιλιά κι έγινε δυο κάτια.
Δε με βλέπεις πως γέρασα, έγινα δυο κάτια τώρα.
Got a better definition? Add it!