Selected tags

Further tags

Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.

Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.

- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, αυτός που το γένι του μοιάζει με τράγου. Ήδη στους αρχαίους ημών προγόνους βρίσκουμε τη λέξη τραγοπώγων (δες), ενώ στην δημώδη (μετα)Βυζαντινή Γραμματεία βρίσκουμε την ίδια τη λέξη τραγογένης στην παρωδία «Ακολουθία του ανόσιου τραγογένη σπανού» (για την σημασία του «σπανός» βλ. τα λίνκια στο πρώτο παράδειγμα). Έχω την εντύπωση ότι ως τραγογένης μπορεί να χαρακτηριστεί και γενικά ο μουσάτος, αλλά και ειδικότερα ο μουσάτος είτε με αραιό γένι που θυμίζει περισσότερο τράγο, είτε ο φέρων την λεγόμενη barbe à l'impériale, το στυλ Ναπολεόν Τρουά, που άργκιουαμπλjυ φέρνει περισσότερο σε τράγο.

Ως σλανγκ μας ενδιαφέρει κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός για ιερείς, για παπάδες. Η χρήση είναι πολύ παλιά, το βρίσκουμε επανειλημμένως στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, γενικά βγάζει μια καζαντζικίλα, αλλά και στον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Πρόκειται, δηλαδή, για συνώνυμο των τραγόπαπας και τράγος, ένα κλικ πιο πάνω στην εκκλησιαστική βιολογική αλυσίδα από τον μεσότραγο. Ο χαρακτηρισμός βρίζει και γενικά τους παπάδες, αλλά και ειδικά όσους δίκην οργιαστικών τράγων εμπλέκονται σε ατοπήματα σεξουαλικής φύσης.

  1. Ἄξιόν ἐστι, τοῦ ὑβρίζειν σὲ τὸν τραγογένη, τὸν ἐν τοῖς γαϊδάροις πρωτεύοντα, καὶ τὸν ἐν τοῖς τράγοις τερατουργόν. (Από την ακολουθία του τραγογένη σπανού, δες εδώ, εδώ και εδώ).

  2. Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
    ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
    που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
    θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
    θεούλη, που διδάχος μου ’χει γένει,
    σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
    (Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Ποιητής» εδώ).

  3. Σα να 'νιωσε πίσω του βαριάν ανάσα, στράφηκε ο λοχαγός, είδε κοντόχοντρο, τετράγωνο μπροστά του, ανταρεμένο, με τα μάτια που πετούσαν φωτιές, τον παπά. Μάζεψε τα φρύδια, γύρισε το πρόσωπο, έσκυψε χάμω. Τον μισούσε, τον φοβόταν τον έβδομηντάρη ετούτον άγριόπαπα· ένιωθε να τινάζεται από τα μάτια του μια δύναμη βουβή, να θέλει να τον ρίξει κάτω με τα Δισκοπότηρα του, τα Βαγγέλια, τα πετραχήλια, με τις ψαλμουδιές του και τα ξόρκια, κυβερνούσε ο τραγογένης ετούτος φοβερές αόρατες δυνάμες, κι ο λοχαγός, κι ας ήταν παλικάρι, τον φοβόταν. (Από το μυθιστόρημα Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη εδώ).

  4. Ο παπάς καθώς προσπερνάει τον κοιτάζει· τον ξέρει. Μόλις ανθίζει ένα τραγίσο χαμογελάκι στο χείλι του.
    ...Σιχτίρ τραγογένη… (Από έργο του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ).

  5. Την ίδια στιγμή που ο τραγογένης της Αιγιαλείας, έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από τον ποιμαντικό του ρόλο, και από ταγός ενότητας, πνευματικής και ηθικής ανάτασης του ποιμνίου του που θα έπρεπε να είναι, μετατρέπεται σε κύρηκας του μίσους και σε επικίνδυνη οχιά για τον Ελληνισμό... [...] Ένας πραγματικά λεβέντης παπάς, αυτή τη φορά στην Κρήτη, σηκώνει ψηλά τη σημαία της αντίστασης και της περηφάνιας, συναισθανόμενος το ρόλο του και την ποιμαντική αποστολή του. (Εδώ).

  6. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.

Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...

(από georgemn, 14/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πανηγυρικού γκέι. Προκύπτει από την εμφάνιση του ιδίου, η οποία είναι ασορτί με τη σημαία του (βλ. μήδι 1 στο παραπάνω λίνκι). Παρατηρείται ιδίως όταν πρόκειται για συμμετέχοντες σε σχετικές οργανωμένες εκδηλώσεις - φεστιβάλ.

- Που λες χτες, είπαμε να πάμε για καφέ στη πλατεία, όταν ξαφνικά ακούσαμε μουσικές και καραμούζες να πλησιάζουν...
- Και τι έγινε;
- Μας την πέσανε κάτι μπιλντέρια ριγωτοί, είχανε κανα φεστιβάλ μάλλον... οπότε είπαμε άκυρο και την κάναμε με ελαφρά...

les bandes blanches.. ceci n\'est pas ριγωτοί (από Jonas, 19/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όμορφη, πλήν μικροκαμωμένη γυναίκα.

Είναι ένα αγγλικό σλάνγκ που έχει ενσωματωθεί και στην ελληνική. Για την ιστορία, η έκφραση ''pocket Venus'' είναι εφεύρεση της Αγκάθα Κρίστι, από το μυθιστόρημα 'Ταξιδιώτης για την Φρανκφούρτη'.

Στερεοτυπική Αφροδίτη τσέπης μπορεί να θεωρηθεί η Kylie Minogue.

Συνώνυμα: κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο, τάπα.

1.Ιζαμπέλλα Κογεβίνα, Αφροδίτη τσέπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίχνιο ανάμεσα στις ομόηχες και εγκλιτικά όμοιες λέξεις τετράπαχος και τετραπέρατος.

Τετράπακος αντί για τετραπέρατος, δηλαδή τετράπαχος και πανύβλακας. Συνώνυμο: τετρατέρατος, τετρακέρατος (αν είναι και μαλάκας και μπάμιας και κερατάς!)

- Ο Δημήτρης Π.. (γνωστός τετράπακος rap μουσικός παραγωγός) είναι τέρας ομορφιάς (ειρωνεία) και έχει ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Κρήτης. 'Eχει και 8-packs, όχι τετράπακος, οκτάπακος είναι!
- Τετράπακος και πώς να μην έχει γίνει τετράπακος αφού τρώει τον άμπακο. Από τα πολλά steroids σε λίγο θα βυζαίνει γάλα η γκόμενά του από τις ρώγες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και τεσσάρα και οχτάρα κλπ, αλλά από κάπου έπρεπε ν' αρχίσω).

Με αυτόν τον ποδοσφαιρικής συντριβής όρο χαρακτηρίζονται οι καρδερίνες, με βάση το πόσες λευκές βούλες έχουν στα φτεράκια της ουράς. Θυμάμαι που το λέγαμε πιτσιρικάδες, εκεί στα τέλη '70, αλλά όπως φαίνεται από το τελευταίο παράδειγμα, αυτού του είδους η ταξινόμηση είναι αρκετά παλιότερη (ξεφυλλίζοντας πάλι τον Μίσσιο τα θυμήθηκα). Υποτίθεται ότι οι εξάρες καρδερίνες είναι οι πλέον καλλικέλαδες, αλλά τι να σας πω ρε παιδιά, προσώπικλjυ δεν θυμάμαι να μου προέκυπτε τέτοιο πράμα. Όλες εξίσου γλυκύτατες μου ακουγόσαντε.

Δες κι εδώ.

  1. Από θέμα εμφάνισης θα κοιτάξουμε η καρδερίνα να είναι «εξάρα», δηλαδή να έχει 6 φτερά άσπρα στην ουρά της. Θεωρείται ότι αυτά τα πουλιά γίνονται πιό ήμερα από τα άλλα. Επίσης θα είμαστε τυχεροί αν βρούμε και πάρουμε καμιά «κερασούλα». Είναι τα πουλιά που στο σβέρκο τους (εκεί που τελειώνει το μαύρο χρώμα) έχουν κόκκινα φτεράκια (Σ.Σ. Αυτό δεν το ήξερα, γιά δες ρε τι μανθάνει τινάς...) Το

  2. Πιάσαμε κάτι φλώρους ολόχρυσους, αρσενικούς, και κάτι καρδερίνες που είχανε το κόκκινο βελουδένιο στην κορφή, εξάρες πρώτης (Σ.Σ. Αυτό το λίνκι περιέχει κάτι ενδιαφέρουσες λέξεις, όσοι πτηνολάγνοι...Δες και σχόλιο εδώ) πουλάκι

  3. Στο θεμα φωνης δεν υπαρχει διαφορα. Το μονο που διαφερει ειναι οτι οι 6αρες ημερευουν πιο ευκολα και ζευγαρουν πιο ευκολα σε κλουβι. τσίου

  4. Καλά, ήσουνα ακόμα πιτσιρικάς εσύ, αλλά όλο και μας μπανίζατε όταν στήναμε τα δίχτυα στον Κουλέ γιά καρδερίνες, φλώρια, σπίνους, αδερφέ μου, τα θαύματα του κόσμου. Θυμάσαι, ρε, εκείνες τις εξάρες καρδερίνες; Βιολοντσέλα, ρε Σαλονικιέ, βιολοντσέλα...

(Χρ. Μίσσιος, Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε; εκδ. Γράμματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά άκομψη ενδυματολογική καγκουριά που θέλει τον βικτιμά να σηκώνει τον γιακά του Μπούρμπερι εν είδει Κόμη Δράκουλα με σπόιλερ.

Η αποκρουστική αυτή μόδα ξεκίνησε από τριχοφοβικές μετρό φλωράντζες, αλλά μοιραία παρείσφρησε στις πλατιές μάζες βερμουδιάρηδων, ασπρoκαλσάδων, βαψομαλλιάδων, καδενάκηδων και λοιπών τσαβών με νυχάκι.

Να μασάς δηλαδή σκατά και να φτύνεις.

1.
Σέρλοκ είναι ο μοναδικός «σηκωγιακάς», όσον αφορά στο παλτό, που δεν εκπέμπει douchebaggery, αλλά αντίθετα αγνή εγκεφαλική έλξη.

2.
Δίπλα μου στο μετρό, πατέρας σηκωγιακάς με μικρό γιο σηκωγιακά. Καλά λένε πως οι προβληματικές συμπεριφορές ξεκινούν απ' το σπίτι.

3.
Το επόμενο επίπεδο λογικά για τους σηκωγιακάδες είναι ο κώνος που φοράνε στα σκυλιά.

3.
- Σκέψου 10 χιλιάδες σηκωγιακάδες ξαπλωμένους στο ΟΑΚΑ. - Ε και; Τι είναι αυτό; - Φλωροτάπητας. 8 days ago from Twitter for Android | Reply, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eιρωνικά-περιπαιχτικά ο αλλοίθωρος στη Χίο (από τον ΝΔ άνεμο;;).

- Εσένα μιλούσε, εμένα κοίταζε, ο γιατρός. Μπάς και μού την πέφτει;
- Slow the eggs... Γαρμπής είναι. Την άλλη φορά θα κάτσουμε ανάποδα να δείς που θα κοιτάζει το παράθυρο...
- Νοστιμούλης πάντως...
- Ίσα μωρή!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified