Selected tags

Further tags

Έκφραση συχνά απαντώμενη σε εναλλακτικά χαμαιτυπεία της πόλεως των Αθηνών εκφράζουσα την απογοήτευση θαμώνων στην θέα νεαρών θηλυκών εξ' αιτίας της αιφνίδιας επί το χειρίστον εξωτερικής μεταλλάξεως αυτών λόγω συγχρωτισμού αυτών με υπερ-εναλλακτικούς θαμώνες των ιδίων μπαρ που είθισται να είναι φιλόδοξοι καλλιτέχναι και διασκεδασταί.

(βλ παράδειγμα)

- Ρε συ Μάκη, αυτή δεν είναι η Νίτσα από τη γειτονιά; Καλά, πώς έχει γίνει έτσι; Τι χαϊμαλιά και τζιβομπίχλες είναι αυτά; Και βλέπω καλά; Το παντελόνι της είναι από τσουβάλι; Κρίμα ρε... το θυμάσαι το Νιτσάκι μικρό πώς ήταν;... Με τις μπουκλίτσες του, με τα ματούδια του, με τα μινάκια του... Και τί ειναι αυτός ο μπαμπουϊνος που σέρνει;
- Άσε Μηνά... Έχεις χάσει επεισόδια... Ο μπαμπουϊνος είναι ο εικαστικός Πυγμαλίων Τσαλταμπασίδης και από τότε που τά 'μπλεξε μαζί του το Νιτσάκι έχει αναμφίβολα ασχημindie... Άλλαξε και το όνομά της σε Ουρανία... Φτιάχνει μόνη της τα ρούχα της και πάει διακοπές στην Ίφκινθο... Αχ τι να πεις... Κρίμας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία έφηβου αρσενικού του είδους homo sapiens που στα τέλη της δεκαετίας του 90 σύχναζε στην περιοχή της παραλίας του Βόλου. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά της ενδιαφέρουσας αυτής κοινωνικής τάξης ήταν τα εξής:

- Κούρεμα. Οι Ινδιάνοι ήταν συνήθως κοντοκουρεμμένοι εκτός απο μερικά τσουλούφια μήκους 10 εκ. και άνω τα οποία έπρεπε συχνά και σχετικά επιδεικτικά να τινάζουν στο πλάι του προσώπου τους ή να στηρίζουν πίσω απο το αυτί.

- Ένδυση. Το βασικό σύνολο ένδυσης του Ινδιάνου αποτελείται απο μπότα μάρκας Βέρμαχτ η Γκέτα Μάρτιν, τζιν παντελόνι με μάκρος πάνω από τον αστράγαλο (προαιρετικά το παντελόνι μπορεί να στενεύει προς τα κάτω), ζώνη με μεγάλη αγκράφα, άσπρο πουκάμισο που φοριέται μέσα από το παντελόνι και τα δύο ανώτερα κουμπιά ανοιχτά ώστε να φαινεται το μάυρο κολλητό φανελάκι στο εσωτερικό.

- Αξεσουάρ. Μερικά απο τα απαραίτητα διακριτικά χαρακτηριστικά των ινδιάνων ειναι ο μεταλλικός κρίκος/γάντζος περασμένος στο πίσω μέρος του παντελονιού συνδεδεμένος με μεταλική αλυσίδα κρεμασμένης στο πλάι του παντελονιού, στην άκρη της οποίας τοποθετούντα τα κλειδιά του δίκυκλου του Ινδιάνου (βλ. Τεχνικές Ζευγαρώματος). Το ίδιο το δίκυκλο επίσης αποτελεί απαραίτητο αξεσουάρ και συχνά χρησιμοποιείται ως μια εύκολη και γρήγορη ένδειξη ως προς την θέση ενός Ινδιάνου στην ιεραρχία της κοινότητάς τους (π.χ ένας Ινδιάνος με μηχανή 150cc και εξάτμιση τύπου Sebring τρυπημένη για επιπλέον θόρυβο και παρενόχληση των παρευρισκόμενων αποσπά περισσότερο σεβασμό από Ινδιάνο με αυτόματο παπάκι 50 κυβικών).

- Τεχνικές Ζευγαρώματος. Οι νεαροί Ινδιάνοι αφιέρωναν μεγάλο κομμάτι του χρόνου των καθημερινών δραστηριοτήτων τους στην αναζήτηση για πιθανό ταίρι. Οι τεχνικές ζευγαρώματος στο μεγαλύτερο κομμάτι τους συνήθως απαιτούσαν την χρήση του δικύκλου τους. Ο αρσενικός Ινδιάνος θα προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή κάποιου θηλυκού κάνοντας κάποιο κόλπο με τη μηχανή του (σούζα, κολιά, σκάσιμο εξάτμισης, μαρσάρισμα κ.α.). Αν το θηλυκό δεν ήταν σε θέση να παρατηρήσει τα κόλπα αυτά (για παράδειγμα αν βρίσκοταν στο εσωτερικό καφετέριας) ο νεαρός Ινδιάνος θα προσπαθούσε φραστικά να αναφερθεί στα προαναφερθέντα κόλπα (για παράδειγμα περιγράφοντας σε κάποιον φίλο του, με πολύ έντονο τόνο φωνής, τη σούζα που έκανε εχτες σε όλο το μήκος της οδού Χ). Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που ο νεαρός Ινδιάνος δε θα χρησιμοποιούσε τη μηχανή του με κάποιο τρόπο ως καταλυτικό μέσο για τη διεξαγωγή του ζευγαρώματος. Στις περιπτώσεις αυτές τον ρόλο της μηχανής ως μέσο έλξης της προσοχής του θηλυκού, θα μπορούσε να τον παίξει κάποιος τυχαίος μη-Ινδιάνος στον οποίον ο Ινδιάνος θα μπορούσε να επιτεθεί χρησιμοποιώντας τις μπότες και τους κρίκους του (βλ. Ένδυση και Αξεσουαρ) χρησιμοποιώντας κάποια συχνά ανεπαρκή πρόφαση («Τι κοιτάς ρε;» κ.ο.κ).

Τέλος, παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αντίστοιχες κατηγορίες εφήβων, τοπικές στην περιοχή της Αθήνας, γνωστές με τα ονόματα Κάγκουρες (ή Καγκουραίοι), Μπουρναζιώτες, Μενιδιάτες, καθώς και με την κατηγορία εφήβων γνωστή ως Νιντζάκια, που συναντάται κυρίως στην περιοχή της Πάτρας. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν μάλιστα ότι όλες αυτές οι φυλές έχουν κοινές ρίζες και δημιουργήθηκαν μέσω μεταναστεύσεως πληθυσμών και εξαιτίας αποκέντρωσεων. Άλλοι πάλι απλά πιστεύουν ότι δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους και ότι απλά αναπτυχθηκαν παράλληλα και ανεξάρτητα, υιοθετώντας τυχαία τα κοινά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν.

Οι Ινδιάνοι είναι πλέον Είδος Υπό Εξαφάνιση. Πολλοί πιστεύουν ότι οι προαναφερθείσες τεχνικές ζευγαρώματος αμφισβητίσημης αποτελεσματικότητας συντέλεσαν σ' αυτό. Παρόλ' αυτά δεν υπάρχει κάποιος επίσημος οργανισμός που να ασχολείται με τη συντήρηση του είδους τους. Ο απλός πολίτης δεν έχει χτυπηθεί δραματικά από την έλλειψη αυτής της ενδιαφέρουσας κοινωνικής τάξης για καλή του τύχη. Και αυτό γιατί όπως φαίνεται η φυλή των Ινδιάνων δεν εξαφανίστηκε τόσο, όσο μάλλον αντικαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια από εξίσου ενδιαφέρουσες φυλές (τρέντυ, ίμο κ.α.). Έτσι ακόμα και σήμερα μπορούμε να συχνάζουμε στην παραλία και τις καφετέριες του Βόλου (αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας) χωρίς να είναι εντελώς απίθανο να συναντήσουμε κάποιο από αυτά τα πολύχρωμα και διαφορετικά πλάσματα που τόσο ευχάριστα διακοσμούν την κοινωνία μας.

- Δεν κάθεσαι κάτω καλύτερα;... Τι σηκώθηκες πάνω και γελάς και φωνάζεις σαν Ινδιάνος στη μέση της καφετέριας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο με γαλλίζουσα κατάληξη. Χαρακτηρίζει πράγματα που θα ταίριαζαν με το γούστο/περιβάλλον ενός οίκου ανοχής.

  1. - Σου αρέσουν τα μαλλιά μου αγάπη μου;
    - Τι να σου πω βρε Δεσποινάκι, πολύ μπουρδελέ τά 'κανες...
    - Επίτηδες!

  2. - Είδες μπουρδελέ κόκκινο φως που έβαλα στο σαλόνι;
    - Είχες δεν είχες, έκανες ένα σπίτι μπουρδέλο!
    - Ε αφού έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλίνεται κατά το αρκουδιάρης και είναι σαφώς υποτιμητικό. Χρησιμοποιείται για αγόρια / άντρες οι οποίοι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες φορούν βλάχικη-ζωηρόχρωμη βερμούδα μέχρι το γόνατο με τη γάμπα αξύριστη και πραγματικά ανίκανοι να υποστηρίξουν το σύνολο της αμφίεσής τους. Συναντώνται κυρίως στα γυμνάσια...

- Σκέτο σίχαμα η γάμπα του Γιάννη. Δεν πάει να κάνει καμιά χαλάουα;
- Ναι ο βερμουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθύνεται σε χοντρή γκόμενα, αντί του κλασικού και δογκανίστικου «ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου;»

- Μαλάκα, πάρε μάτι τον τόφαλο!
- Πώπω ζαργάνα μου, μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου;
- Α, να χαθείς γελοίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.

- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...

(από klanidi, 03/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ψηλός άνθρωπος.

- Τά 'μαθες; Ο Σάκης βρήκε γκόμενα!
- Άντε ρε, επιτέλους! Καλή;
- Ναι μωρέ, την ξέρεις, η Αννίτα.
- Ποια, αυτό το ντερέκι;
- Ναι μαλάκα, γάμησέ τα! Ανέβα να φιλήσεις κατέβα να γαμήσεις είναι η φάση! Πολύ γέλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για ένα μοναδικό συνδυασμό φαλακρού και χαζού άνδρα που πολλές φορές καταντάει εκνευριστικός.

Αυτός, και την μάνα του να βρίσεις. είναι ικανός να σου πει κι ευχαριστώ, ο καραφλοκεφτές!

Got a better definition? Add it!

Published