Selected tags

Further tags

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.

Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).

- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ. - Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγια φράση, που σημαίνει την πεμπτουσία του κουλέζικου και άνετου στυλ. Θέλει να πει ότι δείχνεις επίτηδες λίγο απρόσεκτος, για να μην σε περάσουνε για κάνα φύτουκλα του λάιφ-στάιλ, αλλά φροντίζεις ταυτόχρονα να είσαι πολύ μοδάτος.

Ήρθε ο Αντρέας με ένα και καλούα επιτηδευμένα ατημέλητο υφάκι, με το ρολόι πάνω απ' το πουκάμισο κτλ, για να μας το παίξει ότι είναι μπίζνεσμαν και δεν έχει χρόνο για να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.

Δες και σπρετσατούρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλικός και διεθνής όρος για την επιτηδευμένη ατημέλεια. Είναι «το να κάνεις τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα», ένα είδος αυτο-ειρωνείας στο εμφανισιακό σου στυλ. Κλασική σπρετσατούρα ας πούμε είναι να έχεις λίγο λυμένη την γραβάτα, και το ρολόι πάνω απ' το μανίκι του πουκαμίσου.

Στα '60ς ο Τζιάνι Ανιέλι εισήγαγε την σπρετσατούρα στο ιταλικό λάιφ-στάιλ, εμπνέοντας τον Τσερούτι και πολλούς άλλους. Ήθελε να δείξει ότι σαν μπίζνεσμαν δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στο στυλ του, ενώ στην πραγματικότητα το στυλ του ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικά προσεγμένου σχεδιασμού από ειδικούς στυλίστ.

Όλα τα λεφτά είναι το ρολόι του Ανιέλι πάνω απ\' το πουκάμισο! (από Lafkadio, 27/01/09)

Δες και κυβερνοσπρετσατούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακραίο μανούλι! Δύο μανούλια σε συσκευασία ενός!

Ωπ! Κοίτα ένα μανουλομάνουλο που έσκασε μύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρισάθλια και βρωμερή γκόμενα. Ο υπέρτατος συνδυασμός μπάζουκαι μπίχλας ως μία μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη που αδυνατείς να πιστέψεις ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια, και συνήθως παρουσιάζεται σε εμάς μέσω της εκπομπής «How clean is your house;».

Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι πλήρως μη συνειδητοποιημένη για το πόσο βρώμικη και πόσο άσχημη είναι.

Επίσης μπορεί να είναι αργόσχολη, αλκοολική και οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς της στα 40 της.

στα γυρίσματα της εκπομπής
Ξανθιά γριά που καθαρίζει: -Πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις αυτή τη τουαλέτα;
Μπάχλα: -Ερρ... δε θυμάμαι... 4 χρόνια...;
ΞΓΠΚ: -Και τη χρησιμοποιείς ακόμα;
Μπάχλα: -Ε... ναι...
ΞΓΠΚ: -:facepalm:

και ο καμεραμαν σκέφτεται από μέσα του
«Άλλη μία μπάχλα που και το σπίτι να τις καθαρίσουμε, αν δε πάει και στην άλλη εκπομπή να την κάνουν όμορφη δε πρόκειται να δει άσπρη μέρα...».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γκλαμουριά.

Να πάμε σε κανένα γκλαμουράτο κλαμπάκι! Μην την βγάλουμε πάλι σε καμιά μπουζουκλερί.

Got a better definition? Add it!

Published

Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.

Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.

Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.

Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.

Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.

Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.

- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!

rock me hard (από cristoval, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση παρμένη από διαφημίσεις νεοσύστατων εταιρειών ή νεοσύστατων υποκαταστημάτων τους. Αναφέροντας τη φράση αναφερόμαστε σε γυναίκες που είναι προκλητικά ντυμένες. Τα 'χουν πετάξει όλα έξω. (Δες φωτογραφίες)

Πώς λέμε φάτε μάτια ψάρια. Με αυτόν τον τρόπο οι τύπισσες μαγνητίζουν τα βλέμματα προσπαθώντας να διαφημίσουν τα προσόντα τους και να κλέψουν την παράσταση. Αυτοδιαφημίζονται μάλιστα.

Η καλύτερη βεβαίως προώθηση του «εμπορεύματος», απαιτεί κατάλληλη κίνηση, κατάλληλο βλέμμα και προκλητική φωνή (π.χ.: φωνή α λα Μάγκι Χαραλαμπίδου) που παραπέμπει σε βαθύ λαρύγγι.

Αν είναι καλλίγραμμη πάντως, η τύπισσα αξίζει το πράγμα. Παρελαύνει κι όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω της. (Ας θυμηθούμε τη Ρίκα Διαλυνά στο «Λαός και Κολωνάκι». Άλλες εποχές βέβαια τότε. Πιο σεμνοντυμένες οι εκφυλογκόμενες). Σταματάει η κυκλοφορία. Κυκλοφορεί κίνδυνος, όπως έλεγε η Τζίνα Σπηλιωτοπούλου κάποτε.

Αν όμως είναι μπάζο, κατεβάζει το επίπεδο αισθητικής. Μπορεί να ακούσει και γιουχαΐσματα, και να της πετάξουν και κέρματα κ.λπ.

Αυτές οι εκφυλογκόμενες, δεν είναι σίγουρο πως πάντα προσδοκούν Μπαίνυ βγαίνει χίλ σόου. Μπορεί να λειτουργούν ως ανάφτρες που φτιάχνονται από τον πανικό που δημιουργούν και να μη γυρεύουν τίποτα άλλο.

Προκαλούν τα βλέμματα, δημιουργούν πρόσθετη κατ' οίκον εργασία, φαντασιώσεις, χειρωνακτική εργασία, γυρεύουν να πάνε Καβάλα, ή επιδιώκουν να πετύχουν κάποιο στόχο, π.χ. να κατορθώσουν να γίνουν με τον προϊστάμενο τους το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής.

Στην περίπτωση όμως που αυτές θέλουν να πάνε Καβάλα, δίνουν το πράσινο φως στον θεωρούμενο κάτοχο βουκεφάλα, ενώ τους άλλους τους κερνάνε handmade χυλόπιτα ή ό,τι άλλο αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Αν βεβαίως επιλέγουν αδιάφορα ό,τι κάτσει τότε ή πέσαμε σε οτινανιστριες, ή σε κάποιες που χουν τρελαθεί στις νηστείες, ή σε περιπτώσεις που χρήζουν γιαλομιά, ή σε εταίρες που απλά γυρεύουν πελάτες.

Η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιους/ες που θεωρούν πως πιάνουν το υπονοούμενο κατά την κρίση τους, κάτι που σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν είναι απαραίτητο να ισχύει, αφού υπάρχουν περιπτώσεις και περιπτώσεις.

Σημείωση:Φυσικά ο όρος θα μπορούσε να αναφερθεί από κάποιους/ες και στην περίπτωση ανδρών που είναι προκλητικά ντυμένοι. Οι προβληματισμοί εδώ αφορούν κάποιους ψωλοπερήφανους, ορισμένους Σάββες, κάποιους που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, π.χ.: να πάνε με κάνα πουρό πού ‘χει αρκετό ψιλικό οξύ, κάποιον επαγγελματία ζιγκολό, κ.λπ.

  1. Στην εταιρεία πρωί πρωί εμφανίζεται μια λικνιζόμενη ημίγυμνη ανάφτρα. Ρωτάει που είναι το γραφείο του διευθυντή προσωπικού γιατί την έχει προσκαλέσει, λέει… για συνέντευξη με σκοπό να προσληφθεί γραμματέας του προέδρου.
    Δύο υπάλληλοι σχολιάζουν:
    -Πω ρε μαλάκα, μη μου πεις πως μ' αυτή τη αμφίεση ήρθε για να ζητήσει δουλειά. Αυτό το ντύσιμο δε λέει :«Ήρθα για δουλειά»!
    -Ακριβώς. «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε», λέει.

  2. Πρωί πρωί στη γειτονιά δυο γείτονες βλέπουν μια γειτόνισσά τους τη Μαιρούλα, να φτάνει σπίτι. Εμφανή τα σημάδια αϋπνίας πάνω της. Κι όσο για την περιβολή της....
    -Τι γίνεται μ' αυτή ρε; Κάθε βράδυ τα ίδια και τα ίδια.Πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.
    -Κοίτα όσο βλάκας κι αν είναι κάποιος δεν μπορεί, βλέποντας το ντύσιμο της να μην αντιληφθεί πως έχει σηκώσει πινακίδα που γράφει: «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε».

Ρίκα Διαλυνά. Η φρεγάτα της εποχής (από GATZMAN, 31/01/09)Τζίνα Σπηλιοτοπούλου:Κυκλοφοράει κίνδυνος (από GATZMAN, 31/01/09)Προσοχήν εις τας απομιμήσεις! (από MXΣ, 11/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified