Selected tags

Further tags

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.

-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!

Χάρτης της Μπουρκίνα Φάσο - η Ουαγκαντουγκού πρώτο τραπέζι πίστα (από poniroskylo, 13/03/09)

Βλ. και αντάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανθρωποδιώκτης. Από το ομώνυμο ζώο, που καθώς βρωμάει, διώχνει τους πάντες.

Πηγή: Mes.

Βάγγελας: Τι διάολο; Ασβός κατάντησα και δεν μπορώ να σταυρώσω γκόμενο;

Come to me my little summer rose... (από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το όργανο με το οποίο γίνεται η απόσταξη ενός υγρού, ο αποστακτήρας.

  2. Μεταφορικά, ο,τιδήποτε είναι τόσο καθαρό, ώστε να λάμπει.

Ετυμολογία: λαμπίκος = αντιδάνειο < ιταλικό lambicco < αραβικό al-ambiq < αρχαίο ελληνικό άμβιξ = αποστακτήρας. Η δεύτερη έννοια είναι παρετυμολογική επίδραση από το «λάμπω».

Ασίστ: acg.

  1. Λαμπίκος για το οινόπνευμα.

  2. Σφουγγάρισε το πάτωμα και το έκανε λαμπίκο!

  3. Λαμπίκο του τον έκανε τον πούτσο του μπαρμπα-Μπρίλιου ο Πέρι. Σωστός νοικοκύρης!

Kι εσυ λάμπεις, Μπάμπη! (από Vrastaman, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τους ανθρώπους των οποίων τα μαλλιά είναι κουρεμένα σε σχήμα κέρατου ρινόκερου.

- Σ' αρέσουν τα μαλλιά;
- Τι να μ' αρέσουν ρε! Ράινο! Ε, ράινο!
- Σα ρινόκερος κουρεύτηκες! Χαχαχα !

Μαλλί ράινο - προχώ (από poniroskylo, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χίπηδες στη δεκαετία των 00's (τα χυμαδιά).

Χυμαδιό νο1: Πού θα την βγάλουμε απόψε;
Χυμαδιό νο2: Πάμε με τα ποδήλατα στο φεστιβάλ βαλκανικής μουσικής.

(από loser, 02/04/09)Τύπικαλ νέο-χίππυ μπάντ (τα χυμαδιά εγκρίνουν) (από loser, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, γνωστό και ως σαύρα, ιδίως αν είναι μικρό και χαριτωμένο.

Επίσης, σωματότυπος, πολύ μικρόσωμος, αδύνατος, αλλά και λυγερός και ευκίνητος.

Έβγαλα το σαμιαμίδι μου και πήδηξα το σαμιαμίδι.

Το μικρο και χαριτωμένο πέος του κάβουρα (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σε όλους μας φαλάκρα - αεροδρόμιο, η οποία, αν βρίσκεται στο κεφάλι 40 χρονών και πάνω, έχει τα γνωστά θαμνάκια από μαλλιά γύρω γύρω για να κρύβεται η πυτιρίδα.

Αν βρίσκεται σε κεφάλι μικρό σε ηλικία, διαπιστώνεται μόνο αν το ξυρισμένο κεφάλι έχει μείνει δύο μέρες τουλάχιστον αξύριστο.

Ρε μαλάκα, 24 χρονών κοπέλα να έχει τύπο με τηγανιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ χοντρός άνθρωπος με τα κρέατα να ξεχειλίζουν.

Πηγή: GATZMAN.

-Τι του βρίσκει η Λάουρα κι έμπλεξε με τον Επαμεινώνδα, το κρεοπωλείο η αφθονία!
-Έχει λεφτά αισθήματα!

Στο 1.10 περίπου (από Khan, 01/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified