Selected tags

Further tags

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδικό σλανγκ.

Γκόμενα με προσόντα (βλ. στίχους Γιάννη Κούτρα: Με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα φόντα, ποτέ μου δεν απέκτησα γκόμενα με προσόντα - δίσκος Τσικαμπούμ).

Ευάερη, ευήλια, ψηλά πατώματα, γωνιακή, πάρκινγκ, διαμπερής και ιδίως με τεράστιους νομιμοποιημένους ημιυπαιθρίους χώρους γυναίκα-ρα. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Για μια τέτοια γυναίκα, (Χριστίνα Αποστόλου) ο Βέγγος στο «Μην είδατε τον Παναή» είπε το: «Μαρμαροκολώνα μου! Κουρκουμπίνια έφτιαχνε ο μπαμπάς σου;»

Συνώνυμα: μπαμπάτσ(ι)κο, φρεγάτα, φρεγάδα, νταρντάνα, ζουμπουρλό, μπαρμπουνάτο, είναι του ιππικού, αλόγα, φοράδα, ψηλοκάπουλο, ποτέμκιν, κανονιοφόρος, τουμπουκτού, αγροκτήματα αρόζα κτλ.

- Αμάν ! Κοίτα ένα μωρό ρε!
- Πω-πω ρε, τι μπαμπατζάνικο είν' αυτό; Πες μου πώς το λεν τον πατέρα σου που σ' έκανε μωρό μου, να πάω να του φιλήσω το μπούτσο!
- Α' να χαθείς σαχλέ!

Μαρμαροκολώνα μου! Η ατάκα στην αρχή του κλιπ (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με κυριολεκτικό περιεχόμενο και ελαφριά δόση υπερβολής που χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό πολύ κοντής γκόμενας. Δηλαδή, ότι είναι τόσο κοντή που για να σου πάρει πίπα δεν χρειάζεται καν να σκύψει.

Βέβαια η φράση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αρσενικά που έχουν ύψος ένα κι ένα milko (δηλαδή εξίσου κοντοί) για ευνοήτους λόγους.

Η πίπα όρθια είναι το ακριβώς αντίθετο της αλόγας.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπάρχει και η φράση γλύφομούνι όρθιος.

- Πόπο ρε παιδί μου, αυτή η Βαρβάρα είναι τόσο κοντή.
- Πίπα όρθια δηλαδή, αλλά τι μιλάς και εσύ; Ένα μέτρο και ένα μίλκο είσαι!

Βλ. και Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο., όρθιο τσιμπούκι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με χοντρές γάμπες (σαν τον Ποπάυ).

Συνήθως απαντάται σε πιο προχωρημένες ηλικίες, ή σε χωριά, οπότε συνδράμει την μπουκαλοδιαμόρφωση της γάμπας η ηλικία, η γέννα, η ατημελησία, οι βαριές δουλειές κλπ.

Αν πρόκειται και για γαριδογκόμενα, βράσε ρύζι ...

Στην Αττικοβοιωτία, ενδημεί στην Αμφιάλη.

-Καλά το πρόσωπο έχει τρελό ζιβί !

-Πόδι είδες όμως ; Με τέτοια μπουκαλοπόδαρη για μπόουλινγκ να πας, όχι για σεξ.

Κλασικό μπουκάλι κοακόλα (από poniroskylo, 24/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα, της οποίας το σώμα ανοίγει βαθμηδόν προς τα κάτω, αλλά με μεγάλη δυσαναλογία κορυφής και πάτου... Αχλαδοκώλα δηλαδή.

Κλασικό παράδειγμα η δικηγορέσσα στο Sex & the City: Κεφάλι πινέζα, λαιμός κύκνου και κώλος σαν την Πελοπόννησο.

Άλλωστε, ο Κωσταντάρας το είχε πει σωστά στο «Υπάρχει και φιλότιμο»: Οι βουλευταί και οι γυναίκες, πρέπει να προσέχουν τις περιφέρειές τους!

-Η γκόμενα απέναντι, σε γουστάρει.
-Την είδα κι εγώ. Άσε, έλατο φίλε. Ξυλοκόπος είμαι ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός της γνωστής έκφρασης που αναφέρεται στη μανούρα συνοδευόμενη από το αγνό ελληνικό βρωμόξυλο και στους κοινωνούς αυτής, οι τσαμπουκάδες είναι σημάδια στο κορμί των φυλακισμένων, που κάνουν οι ίδιοι, είτε με λάμα ως ξυραφιές, είτε ως τατουάζ –συμβολικά ή καλλωπιστικά– (όπως πολλές γυναίκες έκαναν μέχρι πρότινος για ομορφιά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, μάλιστα υπάρχουν πολλές γιαγιάδες με τατού σε Ηπειρώτικα χωριά!), είτε με το σβήσιμο του τσιγάρου κυρίως στο εσωτερικό του αριστερού μπράτσου.

Με τους τσαμπουκάδες, οι φυλακισμένοι αφ' ενός βγάζουν το σεβντά τους, αφ' ετέρου επιδεικνύουν την ευρωστία και το ψυχικό τους σθένος, προκειμένου να λάβουν αντίστοιχη θέση στην ιεραρχία της φυλακής. Δηλαδή όσα περισσότερα σημάδια στο σώμα, τόσο μεγαλύτερη η μαγκιά. Βέβαια, όπως λέει ο Αρκάς στον ισοβίτη, αν αυτό ήταν αλήθεια, αυτός δεν θα 'πρεπε να 'χει ούτε αφαλό ...

Να μην συγχέονται με το «χαρακίρι» που κάνουν οι πρεζάκηδες, όταν τσιτώνουν την επιδερμίδα του λαιμού τους και ταυτόχρονα τραβάνε χαρακιές με λάμα, προκειμένου να μεταφερθούν στο αναρρωτήριο και να φάνε κάνα κουμπί.

Μάλλον τουρκικής προελεύσεως <τσαμπούκ = γρήγορα (βλ. τσαμπουκ-τσαμπουκ = άντε σβέλτα!).

Συνδέεται σημασιολογικά ίσως κατά το εγγλέζικο quick-tempered (γρήγορος, θερμόαιμος, έτοιμος για καβγά).

- Τον είδες το Βαγγέλη;
- Ε, τί;
- Τα χέρια του είναι γεμάτα τσαμπουκάδες. Ζόρικο αρσενικό.

Αρκάς, Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη (από patsis, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απηχούσα ευφάνταστη αντίληψη, ότι το γυναικείο μαραφέτι είναι one size fits all.

Σύμφωνα λοιπόν με το αστικό μύθευμα, όσο πιο κοντή είναι μια γυναίκα, τόσο περισσότερο χώρο στο κορμί της, καταλαμβάνει το αιδοίον της, νες πά ;

Άλλωστε και μεταφορικώς, σημαίνει ότι οι κόντες είναι καβλιάρες.
Στην ιταλική υφίσταται ταυτόσημο : donna nana-tutta tana.

- Ρε συ, κοίτα πως σε κοιτάει αυτή η τάπα ... Σαν ξερολούκουμο.
- Δε με χαλάει καθόλου. Κοντή γυναίκα, όλο μουνί φίλοστ. Βούρ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ύβρις. Το ανεπιθυμήτως τεχθέν παιδίον, προϊούσης της δημοφιλούς μεθόδου του μπατανά (πινέλο), ελλιπούς σωματικής διαπλάσεως ένεκα του τρόπου συλλήψεώς του.

Εκ του τουρκ. μπατανά = πινέλο / βούρτσα βαφής (βλ. και πλεοναστικόν: μπαντανόβουρτσα). Ήτοι, ο μπαμπάς ξηγήθηκε μπατανά στη μαμά, πλην αλλ' όμως και ατυχώς, δεδομένης της ευεξίας του πρώτου αλλά και της κονικλογονιμότητος της τελευταίας, εκύλησεν ρανίς σπέρματος εις το αιδοίον, δίχως (φεύ!) να το λάβωσιν πρέφαν οι σύνευνοι και ούτω πως, εγεννήθη ημίθεος λευκός (!).

Η εξήγησις διατίθεται και σε πελαργό / κουνουπίδι δια τους μικρούς μας αναγνώστας.

Συνώνυμα:

  1. Ως προς τον τρόπον συλλήψεως : Κωλόπιασμα (ειδικότερον), ότε ο μπατανάς λαμβάνει χώραν εις τον απηυθυσμένον και ουχί κατά διαμήρευσιν (η κουφάλα ο Ήφαιστος μια φορά τονε βάρεσε στο μπούτι της Αθηνάς κι έγινε το έλα να δεις). Εξ ου και κωλόπαιδο, (echo: της μάνας σου το οικόπεδο) το εκ του αφεδρώνος συλληφθέν τσογλάνι.

  2. Ως προς την σωματικήν διάπλασιν: κακαντράκι, χαμαντράκι, χτικιάρης, χλεμπονιάρης, ρούχο, ολίγος, γατομούστακος, μπασμένο, τάπα, σπανομαρίας, εφτα/εξα-μηνίτικο, κοντοστούπης, σκαμνί, μπρίκι, κομοδίνο κτλ.

  3. Ως προς την ανεπιθύμητον γέννησιν: μούλικο, μούλος, μπάσταρδο, μπασταρδέλι (Μυτιλήνη) κτλ.

- Ρε φίλε, ψάχνεις τίποτα και κοιτάς τη γυναίκα μου τόση ώρα ;
- Σιγά την κυρία ...
- Ρε μπατανόπιασμα, άμα σου χώσω μια, δε θα βρεί ο παπάς να θάψει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι ο καραφλός που κουρεύει με την ψιλή το υπόλειμμα του τριχωτού που του έχει απομείνει σαν μια λεπτή λωρίδα στους κροτάφους, πάνω από τα ώτα και στην ινιακή χώρα.

- Φοβερή μούρη ο Ντέμης της Έμυς, με το γυαλικό και το καπελάκι. Σκέτος Αντρέ Αγκάσι.

- Σιγά το στυλάκι! Για να μη γυαλίζει η φαλάκρα του το φοράει το καπέλο, η γουργουρού...

Αndre Agassi (από allivegp, 25/06/09)(από kondr, 25/06/09)Peter Garret (Midnight Oil) (από allivegp, 14/07/09)(από allivegp, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified