Το πλάσμα.
Σχολική έκφραση για όμορφους και όμορφες...
...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός σε άσχημη γυναίκα, εν είδει έμμεσης απόρριψης.
Ταυτόσημα: λούτα, σαύρα, σαβούρα, σαλούπα.
- Στην πέφτει η τάδε γκόμενα!
- Ε και; δεν την βλέπεις; Σκέτη κιούσπα είναι...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.
Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»
Got a better definition? Add it!
Περιφρονητική έκφραση για κάποιον δύσμορφο σωματικά που έχει ετερότητα φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Μεταφορικά, ειρωνικό σχόλιο σε κάποιον για να τον υποτιμήσουμε. Πλάγια ύβρις για να αποφευχθεί η βλασφημία εναντίον της μητέρας του.
Φύγε ρε από δω, που θες και πουκαμισάκι αρμάνι, σαν παιδί από παρτούζα είσαι!
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας, ιδίως ο ωραίος, ο εμφανίσιμος.
Ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα μιας σοκαριστικής νέου τύπου σλανγκ, αποκλειστικά χρησιμοποιούμενης από γυναίκες. Η καθαρά γυναικεία αυτή σλανγκ, σηματοδοτεί την πλήρη αντιστροφή του κοινωνικού φύλου (gender), που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια από θηλυκά νεαρής ηλικίας. Σε απλά λόγια, οι γυναίκες υιοθετούν συμπεριφορές και λεξιλόγιο καθαρά ανδρικά, σε μια προσπάθεια να υποκλέψουν το ρόλο του κυρίαρχου αρσενικού και να το υποβιβάσουν σε μια θέση εξ ορισμού παθητική.
Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η γυναίκα έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αρρενοποιηθεί, στο τέλος μιας μακράς πορείας που ξεκίνησε με το φεμινιστικό κίνημα των σίξτις. Αυτή η αρρενωπή γυναίκα - τερατούργημα κατά ορισμένους - νομοτελειακά παράγει το αντίθετό της, τον θηλυπρεπή, ή μάλλον τον εκθηλυσμένο, άνδρα. Ο ανδρισμός δεν αποτελεί πλέον μια οριστικά κεκτημένη κατάσταση, οφείλει να αποδεικνύεται διαρκώς μέσω νέων δοκιμασιών. Όπως παρατηρεί ο Pierre Bourdieu, «αρκεί πλέον να πεις σ' έναν άνδρα ότι είναι άνδρας, προκειμένου να τον επαινέσεις».
Η ίδια η αρρενωπότητα τείνει να θεωρείται όλο και λιγότερο ως βιολογικό δεδομένο, όλο και περισσότερο ως ιδεολογικό κατασκεύασμα (construction). Ο βιολογικός ντετερμινισμός χάνει καθημερινά έδαφος προς όφελος των τάσεων εκείνων που πρεσβεύουν τον πολιτισμικό καθορισμό και τη σχετικότητα κάθε αλήθειας.
Οι πιο μαχητικοί εκπρόσωποι των νέων επιστημολογικών ρευμάτων, οι κονστρουκτιβιστές που εμπνέονται από την αποδόμηση του Γάλλου φιλόσοφου Jacques Derrida, εμμένουν στην πλήρη κατεδάφιση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα φύλα, την οριστική εξάλειψη κάθε ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Οδεύουμε λοιπόν ολοταχώς προς ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ένα καθεστώς που θα αφήσει μια για πάντα πίσω του, τα οποιαδήποτε ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας.
Οι σημερινές teenager δε σκαμπάζουν εννοείται χριστό από γαλλική κοινωνιολογία, ενώ οι όποιες αναφορές σε πολιτισμικό καθορισμό τους ακούγονται σαν κινέζικα. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά πως πλέον βρίσκονται σε θέση ισχύος απέναντι στα δόλια τα αγοράκια. Αυτές είναι πλέον οι κυνηγοί, αυτές επιλέγουν το θήραμά τους, στο οποίο άμα καυλώσουν ρίχνουν κανά δυο μουνιά. Την ίδια στιγμή απευθύνονται η μία την άλλη με την κλασική ανδρική προσφώνηση «μαλάκα» (βλ. το σχόλιο της Mes στο συναφές λήμμα του αγαπητού Bubis).
Συνήθεις σε γυναικοπαρέες οι φράσεις του τύπου: «ωραίο μουνάκι αυτός ο Γιώργος, θα τον έγλειφα χαλαρά». Πρέπει άραγε να το θεωρήσουμε ως την υπέρτατη ξεφτίλα, τον ξεπεσμό του πάλαι ποτέ περήφανου αρσενικού σε ένα μουνί; Οι πιτσιρίκες θα μας απαντούσαν όχι, και με το δίκιο τους: ο χαρακτηρισμός τους είναι απλά διαπιστωτικός μιας νεοδιαμορφωμένης κατάστασης πραγμάτων, ΔΕΝ εκφέρεται με εμφανή και άμεση διάθεση υποτίμησης.
Μια άλλη νεόκοπη ονομασία για το αρσενικό, στο ίδιο πνεύμα με το μουνί αλλά σαφώς κοσμιότερη και διακριτικότερη, είναι το γκομενάκι. Τα θηλυκά ήταν και παραμένουν οι γκόμενες, όμως τα αγόρια από γκόμενοι που ήταν κάποτε, υποβιβάστηκαν στη β' κατηγορία ως ουδέτερα γκομενάκια. Είναι πλέον απλά αντικείμενα σεξουαλικής εκτόνωσης, στερημένα από την πολύτιμη ιδιότητα του γένους.
- Μαλάκα Μαίρη, τι μουνί ήταν αυτό που πέρασε, το είδες;
- Άχου, ο Βαγγελάκης... Τον έχω πάρει, δε στο 'χω πει μωρή;
- Κι αυτόν μωρή πουτάνα; Άσε και κανά κόκαλο για μας τις αγάμητες...
- Εσύ μωρή μαλάκω το παίζεις και δύσκολη, λες και είμαστε στο 1800... Ξύπνα λίγο βρε καημενούλα, δες τι γίνεται γύρω σου...
- Καλά, άστα τώρα αυτά... Για πες, τι έλεγε το γκομενάκι...;
- Τίποτα σπουδαίο, μας κουνιότανε για γαμιάς αλλά τα έφτυσε στο δεκάλεπτο. Τότε τον βάζω που λες από κάτω, καρφώνομαι πάνω του και πάρε να 'χεις... Τα είδε όλα το παλικαράκι, τέτοιο γαμήσι δε νομίζω να του 'χει ρίξει άλλη...
Got a better definition? Add it!
Κλασική ρητορική ερώτηση με ειρωνική / πειρακτική διάθεση.
Απευθύνεται κατά κανόνα σε άνδρα, άρτι κουρευθέντα. Ο λόγος της καζούρας είναι το αμφιλεγόμενο αισθητικό αποτέλεσμα της νέας κόμμωσης, η οποία συνήθως είναι πολύ απλή κι όχι τίποτα το εξεζητημένο.
Ακόμη όμως και σ' αυτήν την απλότητα και λιτότητα ενός κοντού κουρέματος, δύναται να εμφιλοχωρήσει η γελοιότης, μετά πολλών τρόπων, π.χ. όταν ξυρίζονται τελείως οι φαβορίτες και το μαλλί φαίνεται σαν ένα είδος κολλημένου κράνους.
Η πιο κλασική όμως περίπτωση που θα ακούσεις ότι κουρεύεσαι στο ΙΚΑ, είναι όταν τα έχεις πάρει όλα πολύ κοντά, με την ψιλή που λέγαμε παλιά. Διότι το να κάνεις ένα κεφάλι να μοιάζει με γλόμπο ουδόλως απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ωτ κουαφύρ και τα ρέστα, το αναλαμβάνει κι η κουτσή Μαρία, ακόμη και μόνος σου τη βολεύεις.
Το ΙΚΑ λοιπόν, ταυτίζεται με την έλλειψη οποιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, την αδράνεια, την στείρα επανάληψη, την τυποποίηση, το «δε βαριέσαι τώρα πού να τρέχω», όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ένδοξου ελληνικού δημοσίου τομέα.
Οποιαδήποτε αναφορά στο ΙΚΑ εμπεριέχει ένα βαθμό τιραμισουρεαλισμού. Κούρεμα στο ΙΚΑ δεν υπάρχει, κι ας ελπίσουμε οτι ποτέ στο μέλλον δε θα υπάρξει. Το ΙΚΑ είναι επίσης ένας ουτοπικός προορισμός για όσους μόλις άκουσαν κάτι κουλό.
Εν τέλει, με το να χρεώσεις σε κάποιον ότι κουρεύεται στο ΙΚΑ (για το οποίο όλα τα εθνίκια καμαρώνουν, αναμασώντας τη γνωστή πίπα περί ίδρυσής του από Μεταξά), επισημαίνεις αφενός πόσο σκιτζής ήταν αυτός που έκανε το κούρεμα, αφεδύο, τον αποκαλείς εμμέσως πλην σαφώς καρμίρη και σπαγγόραμα, που λυπήθηκε τα 10 ευρά (παλιότερα 1 χελίρικο) που παίρνει ο μπαρμπέρης και προτίμησε τη τζαμπαρία της κενωνικής ασφάλισης.
- Μεγειές, μεγειές, αγορίνα μου! Αυτό είναι κούρεμα, τώρα επιτέλους έδειξες!
- Αλήθεια ρε φίλε, καλό είναι; Γιατί νομίζω πως τα πήρε λίγο παραπάνω απ' ότι έπρεπε.
- Όχι ρε ξεκόλλα. Μόνο να μου πεις σε ποιο ΙΚΑ πήγες και κουρεύτηκες για να κλείσω κι εγώ ραντεβού, χαχαχα χαχα!
- Σού 'χω πει τίποτα για τη μάνα σου τώρα τελευταία;
Βλ. και χειροβομβίδα
Got a better definition? Add it!
Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.
Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.
Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.
- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)
Got a better definition? Add it!
Έχω παχύνει τόσο, που παθαίνω έκλειψη πούτσου. Δηλαδή, επειδή παρεμβάλλεται ο όγκος της κοιλιάς μου, δεν βλέπω τον πούτσο.
Πηγή: Vrastaman.
- Ρε, είδες τον Βαγγέλη πώς πάχυνε;
- Ναι, ζήτημα είναι αν βλέπει τον πούτσο του.
- Μπα, ούτε γκαυλωμένο δεν τον βλέπει!
Got a better definition? Add it!
Published
Η ανάφυση τρίτου όρχεος, της οποίας τα καταγεγραμμένα περιστατικά και η εν γένει ύπαρξη χάνονται στην αχλύ των γενετικών μύθων, είναι παρ' όλ' αυτά η πιο γνωστή και κυρίως αμφιλεγόμενη μετάλλαξη την οποία μπορεί κάποιος άρρην να εμφανίσει. Τραγωδία ή κωμωδία; Φρίκη της δυσαρμονίας και της στυτικής δυσλειτουργίας, ή ευλογία του σπερματοπαραγωγικού back up;
Μπροστά στο ενδεχόμενο να βγάλουν και τρίτο αρχίδι, τρεμοπουλίζουν τα φυλλοκάρδια των κάθε λογής γκρηνιάρηδων, ενώ οι συμφιλιωμένοι με το γενετικό λιαξ αρακατάνγκ και τη θνητότητά τους μειδιούν στωϊκά και ολίγον ηλίθια.
- Καλά ρε μαλάκα, ερχόμαστε στη φύση για να φάμε κονσέρβες;... κι όχι τίποτα σοφτ, από το LIDL να 'ούμε;
- Το πολύ πολύ να βγάλεις τρίτο αρχίδι...
- Εγώ αυτά δεν τα τρώω... Τον κατάλογο της γκρήνπις δεν το διάβασες ρε μαλάκα... 4 φορές στον έστειλα...
- Σιγά μη βγάλεις τρίτο αρχίδι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χειρότερο από το μαύρισμα του οικοδόμου και το ταριφόχερο. Είναι το απαίσιο μαύρισμα που αποκτά κανείς υπηρετώντας καλοκαίρι στον ελληνικό στρατό φορώντας όπως προβλέπεται μακρύ παντελόνι παραλλαγής, T-shirt παραλλαγής και χιτώνιο με γιακά και σηκωμένα μανίκια. Το αποτέλεσμα είναι να μαυρίζουν μόνο το κεφάλι, ο μισός λαιμός και τα χέρια μέχρι τον αγκώνα. Παλιότερα δε που προβλεπόταν φανέλα με τιράντες κάτω από το χιτώνιο έμενε ακάλυπτο ένα τριγωνικό μέρος κάτω από τον λαιμό το οποίο μαύριζε σχηματίζοντας το λεγόμενο μουνάκι.
(Από εδώ)
«ένα καλό (μη βισματικό) φανταρικό αρκεί για να γίνουν εφιάλτης τα ταξίδια από και προς τη μονάδα(λόγω στολής) αλλά και τα καλοκαιρινά μπάνια (το γνωστό μαύρισμα του φαντάρου: τριγωνάκι εβένινο στο στέρνο και δερμάτινο μανίκι σκιά στα χέρια).»
(Από εδώ)
«Έχω κ ένα υπέροχο μπρούτζινο μαύρισμα.
Εχμμ, όχι ακριβώς παντού.
Από τα γόνατα έως τους αστραγάλους κ από το σβέρκο έως τα αυτιά.
ΤΟ σημείο της σάρκας δηλ. που άφηναν ακάλυπτο τα παπούτσια, το σόρτς κ η μακρυμάνικη μακό.
Χειρότερο κ από το μαύρισμα του φαντάρου, δηλ. εάν με δεις χωρίς ρούχα.
Όλη μέρα σε ένα σκάφος, έχει κάποιες παρενέργειες είναι η αλήθεια.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified