Selected tags

Further tags

Η κακοντυμένη και κακόγουστη γκόμενα, που παρά ταύτα νομίζει ότι τη γουστάρουν όλοι. Η λέξη προέρχεται από τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και συναντάται και στην Ποντιακή διάλεκτο των Ελλήνων της Αζοφικής.

- Τι λέτε παιδιά, πάμε για καφεδάκι στην πλατεία Μπουρναζίου;
- Τι λες ρε απάλευτε, έχεις όρεξη να χάσκεις τα κάρτσικλα;

Σύγκρινε με παρτσακλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελείως (μα τελείως) ξυρισμένο μουνί.

- Μωρό μου πότε θα το κάνεις εκείνο το παρκέ που μου υποσχέθηκες;
- Άσε ρε μωρό μου, θα με τρώνε οι τρίχες μετά για μια βδομάδα.
- Έλα μωρέ πως κάνεις έτσι. Σιγά τα ωά. Τι να πω κι εγώ που ξυρίζομαι κάθε μέρα;
- Γιατί για πάρτη μου ξυρίζεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρόσωπο στα ποντιακά.

Κοίτα ένα άτομο, α ρε να τσιλέβω τα κατσία σ'....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικεία στήθη στα ποντιακά.

Να λελέβω τα τσιτσία σ' γαβρί μου!

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη. Σέξυ, πουτάνα, μπουρδέλο. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που είναι άσχημες και ντύνονται προκλητικά για να δείχνουν σέξυ.

- Ρε μαλάκα, κοίτα αυτή στο απέναντι πεζοδρόμιο!
- Τι είναι αυτό ρε; Πού πάει έτσι το σεξοπουτανομπούρδελο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαιχτικά και υποτιμητικά ο ξανθός άντρας ή η ξανθή γυναίκα.

Τόσο η ξανθόψειρα όσο και ο συνώνυμός της, ξανθομπάμπουρας, δείχνει μία αμφιλεγόμενη και αγνώστου αιτίας τάση να συνδυάζουμε ως λαός τους ξανθούς με διάφορα έντομα.

Μαρία: Τι παιδί κι αυτός ο Γιάννης, θεογκόμενος!
Καίτη: Άσε μας ρε φιλενάδα με τον ξανθόψειρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλούμπα (η): Αντικαθιστά επάξια τον ξενέρωτο όρο «γυμνισμός».

  1. - Πάμε στο λιβάδι για μπάνιο;
    - Ναι αμέ, εκεί παίζει και ψωλούμπα ε;
    - Ναι ρε, εκεί τίγκα ψωλούμπα είναι..
  2. (Παρατηρώντας τύπο ψωλούμπα που είναι ομοιόμορφα μαυρισμένος, χωρίς το χαρακτηριστικό σημάδι από το μαγιό)
    - Καλά, αυτός όλο το καλοκαίρι ψωλούμπας θα ήταν...

Άλλες χρήσεις:

Υπάρχουν και άλλα συνθετικά / συνώνυμα κλπ του όρου:

Γεροψωλούμπας (συνηθισμένο είδος), δειλοψωλούμπας (ο φοβιτσιάρης, μοιάζει και με τον πρωτοψωλούμπα), κωλούμπα (η μπρούμυτη ψωλούμπα), hardcoreψωλούμπας (αυτός που κάνει ψωλούμπα σε παραλία με μη-ψωλούμπες) κλπ κλπ..

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστό και ως κωλομέρι, ο κώλος αποτελείται από δύο κωλομάγουλα, εν είδει ανθρωπομορφισμού: το πρόσωπο έχει δύο μάγουλα, κι ο κώλος τα δικά του κωλομάγουλα.

Για δες κωλομάγουλο το Κατερινάκι... Ωραίο θέαμα!

(από tasurmata, 03/12/10)(από tasurmata, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μελανιά. Έκφραση Καλαματιανών.

Χτύπησα στο ποδόσφαιρο κι έκανα μια τεράστια μπλαβινιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.

- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified