Selected tags

Further tags

Λέγεται αλλιώς ο μποντιμπιλντεράς, επειδή το σώμα του είναι αποτέλεσμα χτισίματος (δηλαδή body building).

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

(επιστρέφοντας από το γυμναστήριο)
- Μάνα, βράσε μου έξι αυγά!
- Γιατί τόσα πολλά παιδάκι μου;
- Θέλω να φάω πρωτεΐνη... Χτιστός θα γίνω μέχρι το καλοκαίρι!
- Μη χειρότερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία για να περιγράψει το ύφος (και συνεπακόλουθα τη συμπεριφορά) ενός ατόμου. Το υφάκι αυτό είναι κάπως, δηλαδή μπορεί να είναι ψωνισμένο, εχθρικό, δεσποτικό κτλ... Σίγουρα πάντως, ακόμη και όταν τα προσχήματα τηρούνται, κάτι δεν πάει καλά με αυτό το ύφος και με αυτόν που το έχει.

  1. - Για πήγαινε να μου πάρεις μια εφημερίδα!
    - Δεν κατάλαβα, τι υφάκι είναι αυτό; Να πας να την πάρεις μόνος σου!

  2. - Είδες υφάκι μπλαζέ ο Άλκης;
    - Πολύ κωλοπαίδι κατάντησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό blasé: ο αδιάφορος, ο ασυγκίνητος, ο αναίσθητος. Πολύ συχνά χαρακτηρίζει το ύφος κάποιου (ύφος μπλαζέ).

  1. - Καλό το γκομενάκι του Μπάμπη;
    - Καλό είναι, αλλά έχει ένα υφάκι μπλαζέ που μου τη σπάει πολύ... Την κόβω για μεγάλη ψωνάρα!

  2. (από το διαδίκτυο, κριτική ταινίας-αμερικλανιάς)
    «Καινούριο γκομενάκι πιάνει δουλειά στο σουπερμάρκετ και αναστατώνει τη ζωή μπλαζέ υπαλλήλου, κάνοντάς τον να θέλει να σπάσει το σερί συναδέλφου στο Hall of Fame του καταστήματος, για να κερδίσει τον τίτλο του υπάλληλου του μήνα, και να δει το βρακί της κοπελιάς.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα συμπαθέστατο μικρό γεράκι - λίγο μεγαλύτερο από περιστέρι - που φωλιάζει σε χαλάσματα, παλιές αποθήκες κ.λ.π και τρέφεται κυρίως με έντομα. Ζει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα - αν και το χειμώνα πάει στην Αφρική. Λίγο τα φυτοφάρμακα, λίγο η οικοδομική δραστηριότητα είναι και αυτό είδος απειλούμενο πλέον.

Κιρκινέζι, επίσης, λέγεται και ο άνθρωπος με τη μεγάλη και, κυρίως, γαμψή μύτη (βλ και το λήμμα γιαταγκάν). Η λέξη κιρκινέζι πρέπει να προτιμάται από το γιαταγκάν, το μπουγατσομάχαιρο κ.ο.κ. όταν θέλουμε να αναφερθούμε συγκεκριμένα σε κάποιον με στεγνά τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου - δηλ. λεπτά χείλη, βαθουλωμένα ζυγωματικά και τραβηγμένο μέτωπο. Είναι δε η απολύτως ακριβής λέξη όταν πρόκειται για μια γυναίκα που έχει κάνει επιπλέον και προσπάθεια να αναδείξει τη μύτη - π.χ. με το μαλλί κορακί, ξαστό και φουντωμένο, έντονο μαύρο μολύβι και μαύρη η πράσινη σκιά στα μάτια κ.λ.π.

Μια άχρηστη, αλλά ενδιαφέρουσα, πληροφορία: Στην Κρήτη, το κιρκινέζι - το γεράκι, όχι τη μυτόγκα - το λένε και αερογάμη. Και υπάρχει και το σχετικό λήμμα. Άλλο πράμα, βέβαια.

- Πάρε, ρε, το κιρκινέζι που θέλει να το παίξει και γκοθού...

(από poniroskylo, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικό άδολο σχόλιο στην παρέα, για κοπέλα που ετοιμάστηκε για έξοδο και εμφανίστηκε μπροστά μας.

Θα μου πείτε γιατί πρέπει να τη σχολιάσουμε; Ντύθηκε και... νά 'την! Ντύθηκε αλλά τι έβαλε! Η κοπέλα-λατέρνα χαίρεται τις Απόκριες όοοολο το χρόνο. Μαύρα, κόκκινα, χρυσά, ασήμια, λαμέ, σκουλαρίκια, βλεφαρίδες, νύχια ψεύτικα, ψηλοτάκουνα, φουλάρια, καπέλα, την Άρτα, το Σούλι και τα Γιάννενα!... Όλα αυτά βέβαια, ανάκατα και μπερδεμένα το ίδιο, για πρωί, μεσημέρι, ή βράδυ...

Και το μαλλί; Ααααχ το δράμα το μαλλί! Του Δράμαλη ο χαμός!
Τη μια ξασμένο, την άλλη πλατινέ, τη μια κατσόμαλλο, την άλλη φουντωμένο μέχρι εκεί πάνω, σαν το λιοντάρι της Νεμέας... Αυτά για βάση, ύστερα κορδέλες, κοκαλάκια, τσιμπιδάκια με καρδούλες και το αρχικό της, φουντίτσες χρωματιστές και ό,τι άλλο είχε μέσα ο συρτάρης!...

Πάντως ετοιμάστηκε! Να σκεφτούμε τώρα που θα... «πάει», γιατί το να «πάμε» μάλλον χλωμό το βλέπω...

— Νά 'μαι και 'γώ παιδιάαα! Έτοιμη!...
(Δυό τρία δεύτερα delay, μέχρι να καταλάβουμε τι βλέπουμε και...)
— Κούκλα η Μαρίτσα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ατόμων από τη Λάρισα για τη συγκέντρωση βρόμας πίσω από τα αυτιά. Δεδομένου ότι δεν κάνουν συχνά μπάνιο είναι μία σχεδόν καθημερινή λέξη στο λεξιλόγιο τους.

Μήηηηητσου καρκαμάντζα εχς πιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι γεμάτη.

Καλή, αλλά είναι λίγο χοντρομούρω.

Ναι μεν, αλλά, αν σου κάτσει; (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):

(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...

(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).

  1. - Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
    - Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...

  2. - Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified