Selected tags

Further tags

Ο μη έχων τρίχες επί των οπισθίων του.

Προέρχεται από τις λέξεις μαδαρός (γυμνός) και κώλος (οπίσθια).

Η θηλυκή εκδοχή του είναι η μαδαροκώλα.

Ούτε με κερί να τις είχε βγάλει παιδί μου σου λέω... Μαδαρόκωλος εντελώς... Αλλά μου άρεσε, δε μπορώ να πω...

(από GATZMAN, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό λόγω των σωματικών τις αναλογιών και προσόντων. Η πιο κοντινή απόδοση θα ήταν καυλάκι.

Ο όρος προέρχεται από τον παραλληλισμό με την ξύστρα, η οποία ακονίζει (ξύνει) το μολύβι, κάνοντάς το πιο μυτερό. Το αντίστοιχο «ακόνισμα» πράττει και το ξυστράκι, άθελά της ή μη, στο φαλλό κάποιου ανδρός. Το «ακόνισμα» αυτό μπορεί να μην είναι μόνο σωματικό, αλλά και ψυχοπνευματικό.

  1. Στη δικιά σου 7μιση... Τι απίστευτο ξυστράκι είναι αυτό ρε φίλε... (Θέλοντας να επιστήσουμε την προσοχή σε κάποιον φίλο μας, ώστε να επιβεβαιώσει και ο ίδιος ότι έχουμε εντοπίσει ένα ξυστράκι).

  2. Πού χάθηκες ρε ξυστράκι; (Αντίστοιχο του «πού χάθηκες ρε καυλάκι;»).

  3. Θα βγούμε απόψε με κάτι ξυστράκια από τη σχολή. Ψήνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γκόμενα, που νομίζει οτί είναι καμιά Αφροδίτη, ενώ στην πραγματικότητα ξεπερνάει το μπαζουλομπάζουλο lvl 9.000. Χρησιμοποιείται επίσης και ως επιφώνημα(ρε μπόγλα, αϊ μωρή μπόγλα) κυρίως μεταξύ κοπελών. Το «μπόγλος» αποτελεί την αρσενική version του slang.

- Μαλάκα δεν θα το πιστέψεις!
- Τι ρε;
- Να ρε, τις προάλλες ο Νίκος βγήκε με την Μαρία, ξέρεις μωρέ αυτήν τη μπογλάρα απ' το 4ο!!

(από σφυρίζων, 07/06/13)(από σφυρίζων, 07/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γαμπάγαλο χαρακτηρίζεται ο μυς ο οποίος εκφύεται από τα οστά της κνήμης και της περόνης και καταφύεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την ένωση των ουσιαστικών γάμπα και αστράγαλος.

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίπτωση που η γάμπα ενός ατόμου δεν ξεχωρίζει από τον αστράγαλο. Εξού και γαμπάγαλο.

Θεωρείται ιδιαίτερα αντισεξουαλικό γνώρισμα (ειδικά στις γυναίκες). Το γαμπάγαλο εμφανίζεται συχνά στα παχύσαρκα άτομα, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί κανόνα. Εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την ύπαρξη του γαμπάγαλου σε άτομα που δεν γυμνάζονται ή/και κάνουν καθιστική ζωή και ταυτόχρονα ανθυγιεινή διατροφή.

  1. Δικέ μου τώρα κατάλαβα γιατί η Διώνη δεν φοράει ποτέ σαγιονάρα αλλά πάντα παπούτσια. Έχει γαμπάγαλο.

  2. - Ωραίο το γκομενάκι, τι λες και συ;
    - Δεν έχεις άδικο μινάρα μου, αλλά με χαλάνε τα πόδια της. Έχει γαμπάγαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.

Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...

(από bright, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεόκοπη αυτή ατάκα αποτελεί ταυτολογία-ωδή στα σφαιρικά θέλγητρα της χιλιοτραγουδιαμένjης ρουμπενσικής ελληνίδας βυζαρούς. Αυτής που ακόμα κι αν είναι ψιλομπάζο, προξενεί λιμβικό ταράκουλο στον ορμονικά ενεργό άρρενα πληθυσμό δια της βυζαναδείξεως.

Πέον να σημειωθεί ότι η έκφραση γέννησε πληθώρα παραλλαγών που γίνηκαν βάιραλ στο νέτι και απανθίζουμε προς τέρψιν του συναγωνιστή σλάνγκου:

  • γυναίκα χωρίς βυζάρες = άντρας χωρίς λαχτάρες
  • γυναίκα χωρίς βυζί = μοτέρ χωρίς μπουζί
  • γυναίκα χωρίς βυζιά = Ελλάδα χωρίς νησιά
  • γυναίκα χωρίς γόβες = αμάξι δίχως ρόδες
  • γυναίκα χωρίς καμπύλες = Εκάλη χωρίς βίλες = υποβρύχια δίχως τορπίλες
  • γυναίκα χωρίς κόλπα = πόλεμος δίχως όπλα
  • γυναίκα χωρίς κώλο = μπατάρια χώρις πόλο = Ελλάδα χωρίς Βόλο = λιμάνι χωρίς μώλο = τοστ χωρίς Dirollo = στρατός χωρίς στόλο = Εκκλησία χωρίς θόλο
  • γυναίκα χωρίς μπαλκόνια = σπίτι δίχως σαλόνια
  • γυναίκα χωρίς νάζι = χειμώνας δίχως χαλάζι
  • γυναίκα χωρίς νάζια = μηχανή χωρίς γκάζια
  • γυναίκα χωρίς παχάκια = τούρτα χωρίς κεράκια
  • γυναίκα χωρίς πιασίματα = αμάξι χωρίς κρατήματα = φουρτούνα δίχως κύματα
  • γυναίκα χωρίς στήθος = σπίτι χωρίς τοίχος
  • γυναίκα χωρίς στριγκάκι= Luna Park χωρίς τρενάκι
  • γυναίκα χωρίς χουφτώματα = σπίτι χωρίς κουφώματα

Σ.ς.: οι υπόλοιποι που προτιμάτε τις γυναίκες σας παστές σαν φωτοτυπία ταφόπλακας παρακαλώ περάστε στο φουαγιέ για ένα ντεκαφεϊνέ, γουλιά και φέρετρο. Στη συνέχεια θα σάς παραλάβει ειδικό πουτσύλατο-ασθενοφόρο με προορισμό το Ακτινολογικό, Αβύζου και Ακώλου (γωνία).

Ασίστ:Gatzman

1.
- Χαντουτσοβα και ξερο ψωμι , κι ας ειναι αβυζο...
- Διαφωνώ συνονόματε γιατί όπως λένε Γυναίκα χωρίς βύζους=Εκκλησία χωρίς Jesus

2.
Ο Χριστός δεν ξέρω τι είπε, αλλά προσφάτως ο ντι τζέι στις Μούσες έλεγε «γυναίκα χωρίς βύζους, ίσον εκκλησία χωρίς τζίζους» :headbang3: :2funny: :2funny: :tooth:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ντουλουμίτσα. Η στρουμπουλή, η παχιά, η εύχοντρη. Η λέξη σημαίνει «το ρετσίνι της αμυγδαλιάς», που παλιά τα παιδιά το μασούσαν αντί της μαστίχας. Έχει τη μορφή σβώλου, γι’ αυτό παρομοίαζαν μ’ αυτό τα παχουλά μικρά κορίτσια. Η λέξη προέρχεται ίσως από την τουρκική tulum (= ασκί από δέρμα κατσίκας, τουλούμι)». (Δες).

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

Ήτανε και καλομαθημένες. Στις εξωδουλειές, στο θέρος, στο τρύγος και στις ελιές, σπάνια τις παίρνανε μαζί τους. Τις αφήνανε στο σπίτι, τάχατες να μαγειρεύανε και να κάνανε τις δουλειές. Κι από την καλοπέραση είχανε γίνει στρουμπουλές σα θρούμπες ή καλύτερα σα ντουλουμούτσες, με μάγουλα ροϊδοκόκκινα, που θα σκάγανε από υγεία. Είχανε βρει το μήνα που έτρεφε τους έντεκα. Μάσα, ξάπλα και το νου σου στην κουζίνα… (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για παρηγοριά αν η γυναίκα σου είναι κοντή και μικρόσωμη. Έχει και τα καλά της η κοντή στο κρεβάτι.

-Την είδες την καινούργια του Νίκου; 1.50 σε σκαμπό με τα χέρια στην ανάταση.
-Δεν πειράζει, μικρή γυναίκα όλη μουνί.

Got a better definition? Add it!

Published