Selected tags

Further tags

Ο στρατιώτης που συλλαμβάνεται με τα κορδόνια των αρβυλών λυμένα ή τον φιόγκο των κορδονιών εκτός αρβύλας και όχι εντός, όπως προβλέπεται. Ο σωστός στρατιώτης είναι πάντα κορδιωμένος.

- Παπαδόπουλε είναι αυτή εμφάνιση στρατιώτη; Τέσσερις μέρες κράτηση γιατί είσαι αξύριστος, τέσσερις γιατί είσαι ακομβίωτος τέσσερις γιατί είσαι ακορδίωτος και αύριο το πρωί στην αναφορά του τάγματος...
- Μάλιστα κύριε Λοχαγέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι «βρικόλακας». Η λέξη είναι ποντιακή, και σημαίνει μεταφορικά «ξενύχτης». Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και κάποιον που έχουν κοκκινίσει τα μάτια του για διάφορους λόγους.

Η λέξη πιθανόν να είναι τούρκικη.

Ο τεμέτερον παιδάς άμον το χοτλάχ έρθεν οψές...

Δες ακόμη: σερίφης, χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσιμος/-η.

Προέλευση < γαμάω+ -able (αγγλ.) < fuckable

Κάποιος/κάποια που είναι αρεστός τόσο ώστε να αξίζει να ερωτοτροπήσεις μαζί του.

(Επίσης υπάρχει και φασόσαμπλ < φασώνω)

- Γνώρισα χθες ένα γκομενάκι. Πήρα και τον αριθμό της.
- Καλή;
- Ντάααξει, μέτρια είναι, αλλα είναι γαμήσαμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση απο το alternative. Τυπάκια με ένα δυο τζίβες, που συχνάζουν σε καφετέριες κουλτουριστικής διάθεσης (π.χ. booze , k-44) αλλά παρόλα αυτά οι γνώσεις τους επί της κουλτούρας είναι μηδαμινές και επιφανειακές. Τα άτομα αυτά συνήθως ανήκουν στην νεολαία του Συνασπισμού.

Ρε φίλε! Λες να πάμε στο πάρτυ στα Εξάρχεια να χωθούμε σε λατέρνατιβ γκομενάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < pervert = ανώμαλος / περίεργος (αγγλ.).

Ο περβερτάς δεν έχει συγκεκριμένο στυλ, είναι γενικότερα τύπος που θα δεις να περιφέρεται στον δρόμο με έντονη και χαρακτηριστική αμφίεση ή περίεργο ύφος και συνήθως προκαλεί το γέλιο στον περίγυρό του για αυτόν το λόγο. Παρά ταύτα πιστεύει πως το εκκεντρικό του στυλ είναι αρεστό.

Χαχαχα! κοίτα εκεί το περβερτά με τα μοβ μποτάκια που το 'χει πιστέψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ξυρίζει τις τρίχες από τους όρχεις του ή που γενικότερα ξυρίζει ή κοντοκουρεύει την ηβική του περιοχή.

Μερικοί λόγοι για να το κάνει:

  • Το θεωρεί αισθητικό.
  • Το θεωρεί υγιεινό.
  • Είναι μετροσέξουαλ ή απλά πουστοσέξουαλ.
  • Είναι σεξουαλικά αλτρουιστής και σκέφτεται την/ον ερωμένη/ο του, που δεν φταίει σε τίποτα να εμπλέκεται με αρχιδότριχες κατά την τέλεση στοματικού σεξ.
  • Θέλει να δώσει ένα έμμεσο πλην σαφές μήνυμα στην ερωμένη του ότι ενδιαφέρεται έντονα για στοματικό σεξ εκ μέρους της και δίνει μια ενθάρρυνση.
  • Πιστεύει στην ισότητα των φύλωνε, οπότε θεωρεί ότι αφού ο ίδιος απαιτεί καραφλόμουνα, μπικίνια, βραζιλιάνικο κουτουλού, υποχρεώνεται να κάνει και αυτός το παρόμοιο σύμφωνα με την ουνιβερσαλιστική καντιανή προστακτική (ό,τι απαιτείς πρέπει να το θεωρείς καθολικό κανόνα).

    Ο όρος έχει μια αρκετά ασθενή παρουσία στο Διαδίκτυο, και αν κρίνουμε από αυτήν, είναι μάλλον ρετροσέξουαλ έμπνευσης, δηλαδή επιδιώκει να ειρωνευτεί την αισθητική αυτή επιλογή νέας κοπής. Εξ ου και η έμφαση στα αρχίδια και όχι γενικά στην ηβική περιοχή. Γιατί το να ασχολείσαι με τρίχες είναι ήδη μάταιο, όπως και το να ασχολείσαι με αρχίδια. Το να ασχολείσαι και με τρίχες και με αρχίδια ταυτόχρονα, ε αυτό πια κι αν είναι...

- Ασφαλώς και ξυρίζω τα αρχίδια και κοντοκουρεύω τον θάμνο. Τι σου φταίει δηλαδή η κοπέλα σου να τρώει τις τρίχες σου;
- Ου ρε ξυρισαρχίδα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος που πάσχει από πτηνομορφία: ξερακιανή μούρη, στο προφίλ θυμίζει πουλί, δηλ. έχει γαμψή μύτη, κοφτό πηγούνι και κατεβατό προγούλι. Κάτι αντίστοιχο με τον μπιφτεκογέρακα.

Σλανγκ παραλλαγή της λέξης πτηνόμορφος (που έχει κυριολεκτικά χαρακτηριστικά, πχ αντικείμενο -αγγείο, λαβή μαγκούρας, ειδώλιο θεότητας κλπ- που έχει ένα κεφάλι πουλιού την άκρη).

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μπιφτεκογέρακας (αρχ. μπιφτεκοιέραξ) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αμφιμονοσήμαντα ένα μέλος του θηλυκού είδους με κάποιου είδους δυσμορφία στη ρινική κοιλότητα, η οποία δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα γεράκι το οποίο σκοπεύει να γαντζώσει με τη μύτη του το μπιφτέκι σου και να πετάξει σε ασφαλές μέρος, έτσι ώστε να τραφεί - μόνο που το γεράκι αυτό έχει επιπλέον και βυζιά, αν αυτά είναι σεβαστά σε μέγεθος τότε μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για έναν περδικόστηθο μπιφτεκογέρακα.

Εκτός του ότι αποδεικνύει μια παντελή άγνοια για τις διατροφικές συνήθειες του περήφανου αυτού είδους της τοπικής μιας ευδόκιμης πανίδας, καθώς τα γεράκια δεν τρέφονται με καλοψημένα μπιφτέκια αλλά με ποντίκια και άλλα μικρά σε μέγεθος σπονδυλωτά, η χρήση του ως κοπλιμέντου μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς πολλά μέλη του θηλυκού είδους δεν συμμερίζονται με το υποκείμενο το ίδιο μεράκι, πάθος αν θέλετε, για τα εγχώρια πτηνά.

Α1: - Αυτό εδώ το ξενοδοχείο ήταν η ερωτική μας φωλιά.
Α2: - Με τέτοιον μπιφτεκογέρακα που έμπλεξες δε μου κάνει εντύπωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χνούδι και μουστάκι μαζί. Οι γυναίκες μπορεί να το έχουν μια ζωή. Οι άντρες από τότε που μπαίνουν στην εφηβεία έως και τα 27 τους, κάποιες πιο σπάνιες φορές.

Είναι αυτό που ενώ είναι χνούδι, έχει μέγεθος και σχήμα μουστακίου. Και αυτός που το διατηρεί, θεωρεί πως έχει μουστάκι. Ενώ δεν έχει μουστάκι. Έχει χνουστάκι.

Συνήθως είναι αστείο θέαμα (το «γελοίο» πέφτει λίγο βαρύ).

- Μια φορά το χρόνο ξυρίζεσαι κι έχεις ακόμα χνουστάκι;

(από Khan, 06/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified