Selected tags

Further tags

Η λέξη κυριολεκτικά χρησιμοποιείται αντί του ρύγχους, του προσώπου, ζώου, όπως σκύλου, γάτας, αλεπούς κλπ όπως και η παραλλαγή μουσούδα, ή μουσουδίτσα, ή μουσουδάκι.

Μεταφορικά σημαίνει άτομο πονηρό, δόλιο, ύπουλο αλλά και καταφερτζή, καπάτσο κλπ.

Επίσης, φάτσα, μούρη.

  1. - Άκουσες; Εκείνον τον τύπο με τη 1000αρα τον έχωσαν μέσα για απάτες. - Ε, καλά! Φαινόταν ότι ήταν πολύ μουσούδι.

  2. - Καλά, πώς τους έψησε κι έσκασαν όλοι από 20 ευρώ για να παν στο πάρτι;
    - Ποιος; Ο Τάκης ; Α, είναι μεγάλο μουσούδι!

(από iwn, 22/10/10)(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρός;;; Τον τρως, πώς γράφεται;;;

Το λέει ένας ευτραφής σε κάποιον πονηρίδη που τον ειρωνεύεται για την εμφάνισή του.

Δηλαδή, τον μπουλον...

Λέει ο Βασιλάκης: «Να, θα μας πει ο χοντρός από δω...»

Και του απαντάει, γελώντας ειρωνικά, ο ευτραφής: «Βασιλάκη... Χοντρός; Τον τρως, πώς γραφεται; Εεε... Δε μιλάς, μωρή πουτάνα, ε;;;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update του γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee, το οποίο περιλαμβάνει μεν αυτούς που έχουν υφάκι κάπως, άποψη και επιτήδευση στην εμφάνισή τους, αλλά δεν ακολουθούν την επίσημη φιρμάτη πεπατημένη της μοδός. Περιλαμβάνει δηλαδή και αλτέρνια, ασχημίνδες και λαϊκογάμητους τύπους οι οποίοι όμως είναι τρέντι με τον τρόπο τους (και οπωσδήποτε με την καλή έννοια). Άλλωστε το χαϊμαλί έχει προ πολλού φύγει από τον ιδεολογικό χώρο των ταγάρων με υπερκουλτουρίαση, και το έχουν προσλάβει και διάφορα τρεντυφατσουλάκια που αισθάνονται την κλήση να επιδοθούν σε λατέρνατιβ σπρετσατούρα. Πριν με προλάβει ο Τζήζας, να πω ότι η έκφραση κάτω απ' το αυλάκι είναι γυαλjί μαλλjί και χαϊμαλjί. Τα δε Ημισκούμπρια το λένε «γυαλί μαλλί και χαϊμαλί κι ένα τατού με όρνια».

  1. Γυαλί, μαλλί & χαϊμαλί:
    Εmo, «τρέντηδες», «κάγκουρες», όλοι μια οικογένεια είμαστε. Κι όλοι πρέπει να φοράμε τα ρούχα που μας φτιάχνουν τη μέρα - και τη νύχτα. (δώθε).

  2. Τη θέση των λαδωμένων τσουλουφιών με τις μυτερές φαβορίτες θα πάρουν τα μαλλιά, τα γυαλιά και τα χαϊμαλιά και η δυτική νεολαία θα στραφεί στην Άπω Ανατολή για ν’ αναζητήσει πρότυπα ενάντια στο βιομηχανικό πολιτισμό της Δύσης. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γούκι (αγγλ. Wookiee) είναι μια μυθική φυλή εξωγήινων ανθρωποειδών όντων, ενδημικών του πλανήτη Κασίκ (αγγλ. Kashyyyk), ο οποίος βρίσκεται ξεχασμένος κάπου μέσα στο αστροπολεμικό σύμπαν του φαντασιόπληκτου Γεωργίου Λουκά.

Αν και νοήμονα όντα, χαρακτηρίζονται από ωμούς τρόπους, μυώδη σωματότυπο, υπερβολική τριχοφυΐα και ενδιαφέρουσα «γλώσσα», η οποία αποτελείται κατά κύριο λόγο από άναρθρες κραυγές.

Σλανγκικώς λοιπόν, περιγράφει ακριβώς τον παραπάνω τύπο ανθρώπου, το πιθήκι, το τριχωτό ντούκι (κάνει και ρίμα, χα!), που δεν έχει ούτε τρόπους, ούτε γνώση περί σωστής χρήσης της μητρικής του γλώσσας πέρα από όσα έμαθε στην τετάρτη δημοτικού.

- Φιλενάδα τάξε μου!
- Τι;
- Θα βγώ με τον Λεωνίδα!
- Έλα! Αυτό το γούκι; Τόσο απελπισμένη πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα τις οποίας το μέγεθος του στήθους της είναι τέτοιο που ξεπερνάει κατά πολύ τον μέσω όρο και αποτελεί το σημείο αναφοράς του σώματος της. Όπως και η βυζαρού, δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα, σε αντιπαράθεση με την βυζού.

Μπορεί να χαρακτηριστεί και ως γυναίκα με υψηλό κέντρο βάρους, ενώ στο πέρασμά της δύναται να ακουστεί το χαρακτηριστικό επιφώνημα «ζάααρες» (εκ του βυζάααρες, όπου το βυ- παραλείπεται για να αποφευχθεί η προσβλητική χροιά της λέξης, χωρίς όμως αυτό να επιτυγχάνεται τις περισσότερες φορές).

Συναντάται και ως μπροστοκούνα, που παραπέμπει σε αυτοκινητιστικό όρο (βλ. πισωκούνα), αλλά εννοεί γυναίκα με πλούσιο στήθος, ενώ δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί και το περιπαικτικό βυζιάρα (όπως παραπονιάρα, κλανιάρα, χαδιάρα, αλανιάρα κ.α.).

- ... άσε, ξέρω. Θα μου πεις ότι τα δόντια της είναι λες και έχει μασήσει χαλίκια, ότι καρφώνει μπιφτέκια με την μύτη της και ότι είναι τόσο κοντή που το καπέλο της βρομάει ποδαρίλες, αλλά είναι μπροστόβαρη κι εμένα αυτό μου φτάνει. - Ότι είσαι βυζολάγνος το 'ξερα, αλλά ότι θα 'φτανες μέχρις αυτού του σημείου δεν το περίμενα πότε! Από αύριο ούτε καλημέρα!
- Τι καλημέρα, που σε απολύσανε και από αύριο θα ξυπνάς το απόγευμα, όπως παλιά...
- τέσπα...

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλονίκη.

  • Η πόλη της διασκέδασης.
  • Η πόλη της γκουρμεδιάς (βλ. γυράδικα επί της Λαμπράκη που μέχρι και κριτής της Michelin θα χλόμιαζε).
  • Η πόλη του freddo cappuccino (η φράπα μάς έχει τελειώσει προ ετών).
  • Η πόλη με το πιο σύγχρονο μετρό της Ευρώπης (έτσι γράφουν οι ταμπέλες).
  • Η πόλη με τις πιο ωραίες γυναίκες (κατά δήλωση επισκεπτών). Ή μήπως όχι;;

    Ο μέσος θεσσαλονικιός, ο όποιος έχει βαρεθεί να βλέπει κάθε φλόμπα να παστώνεται ντάλα μεσημέρι, φορώντας γυαλί ήλιου - 14ιντσες τηλεοράσεις, τσάντα πιο μεγάλη από το μπόι της και τουπέ τουλάστιχον κόρης του Χίλτον (που σε αντίθεση με την Paris, οι δικές μας είναι ηθικές και τις τσόντες που γυρίζουν τις έχουν για εγχώρια κατανάλωση, δεν τις διανέμουν ανά την υφήλιο), είναι σε θέση να διακρίνει την ωραία από την φτιαγμένη, και πολύ περισσότερο να στιγματίζει δηκτικά το ειλικρινές μπάζο, αφού ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος.

Εδώ έρχεται η φράση μας! Καθώς είμαστε ανώτερος λαός και δεν έχουμε ανάγκη αυτά τα ξενόφερτα μετρά, επιμένουμε στα λεωφορεία!

Το 14αρι κάνει τη διαδρομή κέντρο - Ντούμπα, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές επειδή η ίδια η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και τα λεωφορεία είναι εκείνα τα τεράστια σαν ακορντεόν με τη φυσούνα στο κέντρο, από αυτά δηλαδή που το gps δίνει άλλο στίγμα στον οδηγό και άλλο στη γαλαρία.

Συνδυαστικά λοιπόν, λέμε ότι την τάδε την τράκαρε το δεκατεσσάρι, το οποίο είναι τεράστιο και ικανό για μεγάλες ζημιές σε περίπτωση ατυχήματος, για να τονίσουμε ότι η γκόμενα απέναντι είναι τόσο μα τόσο χάλια (στα μούτρα κυρίως).

Κυρίως απευθυνόμαστε σε γκόμενες με τουπέ, που είναι τελείως αίσχος, νομίζουν όμως ότι είναι θεές, και όχι τόσο στις αληθινά άσχημες, αλλά με επίγνωση της κατάστασης.

Δεν το απευθύνουμε σε άντρες.

- Πώς είσαι έτσι ρε κοπελιά. Σαν να σε τράκαρε το δεκατεσσάρι μού βγήκες. Μου μοστράρεσαι και για ωραία.
- Έλα ρε φίλε δεν είναι και τόσο τραγική. 400 χιλιάρικα (σ.σ.: σε δραχμές) λαμαρινοδουλειά είναι και έστρωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει άτομο εξαιρετικά λεπτό που είναι αναπόφευκτη η σύγκρισή του με φλούδα.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να καταδείξει τα εξαιρετικά μικρά οπίσθια ή στήθη μιας γυναίκας.

Βλέπε αναλυτικότερα και το λήμμα ακτινογραφία.

  1. - ...και ήταν λεπτός;
    - Φλούδα σε λέω! Αφού τον έδωσα πέτρες να βάλει στην τσέπη του, να μη τον πάρει ο αέρας!

  2. -Τουλάστιχον από βυζί έλεγε τίποτα;
    - Άστα δικέ μου, φλούδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα, που ως συνήθως νομίζει πως είναι top model, σε ευθύ παραλληλισμό με τα κακότεχνα ξύλινα ξόανα της πρώιμης αρχαιότητας.

Ήθελε ο Μήτσος να μου στρώσει κατάσταση με την ξαδέρφη του, αλλά όταν είδα τι ξόανο είναι, έκοψα ρόδα μυρωμένα!

Got a better definition? Add it!

Published