Selected tags

Further tags

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος με μεγάλη κοιλιά και άλλες καμπύλες που ομοιάζει δραματικά με μπάλα. Μπάλαρε μια ζωή στον όγκο, αλλά ουδέποτε επήλθε η γράμμωση. Αν είναι γυναίκα λέγεται μπάλα με βυζιά.

Μπορεί να είναι μπάλα και όχι μπαλαρίνα,
στην φαντασία θά ΄κανε την ιπποποταμίνα.

(Ποίηση Ημισκουμπρίωνε)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα περιττά λίπη γύρω από την κοιλιά και την μέση, που είναι σαν ο εν λόγω εύχοντρος να φορά σωσίβιο. Το σωσίβιο (στον ενικό) αν μιλάμε για ειδική επικέντρωση της χοντροσύνης στην κοιλιά. Αλλιώς στον πληθυντικό σωσίβια.

Βλ. και κάψε το σωσίβιο.

  1. Φιλαράκι κάπως έτσι ξεκινήσαμε όλοι με σωσίβιο ....λόγω κακής διατροφής και πολλών άλλων παραγόντων!!
    Θα σου πω το εξείς ξεκινησα γυμναστήριο τον περασμένο Ιούλιο κάνω την σωστή διατροφή μου απο τότε και τα αποτελέσματα στο σωσίβιο τα είδα πριν 3 μήνες δεν ήμουν και πολύ τραγικός αλλα και κοιλίτσα είχα και σωσίβιο...
    (Από μπιλντερο-φόρουμ).

  2. Έχει επτά σωσίβια γύρω από την μέση
    ποτέ δεν θα βουλιάξει στην θάλασσα σαν πέσει
    (στίχος Ημισκουμπρίωνε από το Χορεύοντας με το λίπος).

Ο πρέσβης φταίει! (από Khan, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πολύ χοντρός άνθρωπος. Βγαίνει από το ανθρωπάκι που αποτελεί σήμα της μάρκας ελαστικών Michelin και το οποίο σχηματίζεται από μια σειρά από ελαστικά. Ωσεκτουτού ανθρωπάκι της Μισελέν είναι ο άνθρωπος που έχει σωσίβια. Κυρίως ο εύχοντρος άνθρωπος, που είναι και χοντρός στην κοιλιά / μέση, αλλά και ογκώδης και γενικά τουμπανιασμένος.

- Κόψε τη μασαμπούκα ρε Μήτσο, ανθρωπάκι της Μισελέν κατάντησες...

(από Khan, 12/09/10)(από Khan, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.

Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.

- Φετουτσίνι ο Αλέξης μας, φοράει και τα στενά τα καλτσόν του, κατάλαβες!
- Έτσι είναι. Όλη τη χρονιά έλιωνε τα σίδερα όμως και μεις τρώγαμε και πίναμε αβολοντέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής γυναικείο παπούτσι που σκοπό έχει να κάνει την γυναίκα να μοιάζει με στριπτιζού, βιζιτού, αγριόμουνο, σικ πλουσιέξ, τεσπα το παπούτσι που παραπέμπει σε ανεπανάληπτες στιγμές στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στην τουαλέτα, στο αυτοκίνητο και όπου αλλού, σε βρώμικο ή υπέρκομψο γαμήσι, σε ό,τι.

Πρόκειται συνήθως για παπούτσια τα οποία αφήνουν τα δάχτυλα να φαίνονται, αλλά μπορεί, πχ, να είναι και μπότες. Πολύ συχνά δε είναι σε στυλ πλατφόρμα.

- Άτσα και καβλοπάπουτσο το Κατερινάκι μες το ντάλα χειμώνα; Τι έγινε ρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.

(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)

1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ατημέλητη κόμη, ο μαλλιάς.

Προέρχεται από τους Beatles και το πρωτοποριακό και ανατρεπτικό για την εποχή τους κούρεμα.

Καλά παιδί μου, πόσο καιρό έχεις να κουρευτείς; Σαν μπητλής έχεις γίνει.

(από Khan, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mπαρμπούνι - θηλ. μπαρμπούνω: μαμαδο-/γιαγιαδοσλάνγκ, χαϊδευτικός χαρακτηρισμός για κοριτσάκι, κυρίως μπεμπάκι, που είναι αφρατούλι και λαχταριστό για μαμαδο-τσιμπιές και μαμαδο-δαγκωνιές, με τσουπωτά μπουτάκια και μπρατσάκια γούτσου-γούτσου.

Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται και για στρουμπουλά αλλά τριζάτα ζουμπουρλούδικα παστάκια που σου 'ρχεται να τα δαγκώσεις (παίζει και σε ψαροδιασταύρωση).

Τώρα γιατί το μπαρμπούνι με τα μουστάκια του μπορεί να είναι χαρακτηρισμός για λιγουρευτικά μωρά, άβυσσος η ψυχή της γιαγιάς μου και της σειράς της, το πιθανότερο επειδή το μπαρμπούνι είναι χρυσοκόκκινο κι όμορφο, νόστιμο και λαχταριστό μιαμ μιαμ.

-Θεία τη θυμάσαι την Αρτεμούλα;
-Πω πω καλέ πώς μεγάλωσες εσύ;! (μάτσα μούτσα) Σε θυμάμαι ένα κοκκαλιάρικο μωρό και κοίτα τώρα... τι μπαρμπούνω έγινες! Σεφάω!
-Ίου μωρέ θεία με γέμισες σάλια!
-Α, όμως είσαι αγενέστατη πρέπει να μιλήσω στη μάνα σου.

Εδώ - πρωτότυπα προσκλητήρια για βάφτιση: -[...]ομως εγω εχω 3 (2κοριτσακια κ 1 αγορακι) κ θελω ενα ποιηματακι και για τα τρια.απ'οτι βλεπω εχεις πολυ δουλεια,μηπως εχεις λιγο χχρονο κι για μας; [...] προς το παρον τα φωναζουμε χαιδευτικα μπαρμπουνο(κοριτσακι),φλουφλι(αγορακι) (σ.ς. κυρία μου, τι να σχολιάσω τώρα λέτε το αγόρι φλούφλη...) κ μινιατουρα(κοριτσακι). ευχαριστουμε!!!!!!!!
-[...]Για το τέλος αφήσαμε / το γλυκό μας το μπαρμπούνι / που είναι το τσαχπίνικο / το ροδαλό μας το ζουζούνι!!!

Εδώ - αφιερώσεις εξαιρετικές: Για το μπαρμπουνάκι, γνωστότερη σαν KV (Al Dente), μια σούπερ σπέσιαλ αφιέρωση, ειδικά για τις ακαδημαϊκές της εμπειρίες και το σεβασμό που αυτές απαιτούν: Η Μαίρη του Χάρυ Κλυν (χαμογελάτε, κάνει τους άλλους ν' ανησυχούν).

Ποιος πεινάειιι;;; (από Galadriel, 31/08/10)Απο που κλανει το μπαρμπούνι; (από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified