Selected tags

Further tags

Έκφραση που αναφέρεται στην στυτική ικανότητα των φαλακρών, μεσόκοπων ανδρών, οι οποίοι ισχυρίζονται με αυτόν τον τρόπο ότι τα χρόνια που πέρασαν δεν έχουν επηρεάσει τις σεξουαλικές τους επιδόσεις (λέμε τώρα).

Σημείωση: α) Την συγκεκριμένη έκφραση καπηλεύονται (έτσι, για να αυτοπροβληθούν) και οι υπόλοιποι καράφλες που είναι αρκετά νεότεροι.

β) Το μόριο του διαβόλου ως αρχέτυπο στο συλλογικό λαϊκό ασυνείδητο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον [μαλαπέρδα](http://www.slang.gr/lemma/244-malaperda) και να λειτουργεί σαν επαναληπτική καραμπίνα [τουλάστιχον](http://www.slang.gr/definition/5266-toulastixon) (δεν ξέρω μήπως είναι και σπονδυλωτό).

- Κάνε μπάντα ρε παππού που θες και κοκό.
- Κόψε ρε σπόρο που θα μου πεις εμένα... Δεν το ξέρεις το ρητό; Μαλλί καθόλου - ψωλή διαβόλου.
- Σιγά ρε Γκουσγκούνη, μας πήρανε τα φλόκια.

Πρόγονος Γκουσγκουνη (από perkins, 28/05/10)Σεϊζης (από perkins, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.

- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντύσιμο που περιλαμβάνει μόνο λευκά ή υπόλευκα ρούχα. Κυρίως δε αυτό που είναι φτηνιάρικο και καραλάικα ή νεοπλουτέ, όχι πχ κάνα ιταλιάνικο ακριβό τεντυμπόικο ή στυλ εφοπλιστή ή αποικιακό. Όταν το ντύσιμο αυτό αποτελείται από ακριβά υφάσματα που ντύνουν ακριβό και αριστοκρατικό ή σκαρί, κάπως, πάει στο διάλο, σώζεται το πράμα. Αν όχι, μετατρέπεται αμέσως σε κακομοίρικο και θυμίζει την στολή του παγωτατζή του παλιού καλού καιρού.

Τα τυπάκια τώρα που διαθέτουν δόξα και φήμη και χρήμα αλλά όχι τζάκι, κάτι τραγουδιάρηδες ή ηθοποιοί του διεθνούς τζετ σετ, κάτι μανεκέν κουλουπού, τείνουν προς το παγωτατζίδικο, όσο κι αν πρόθεσή τους είναι το άλλο.

Όπως και να 'χει, πιστεύω ότι σήμερα είναι υπερβολικό τέτοιο ντύσιμο. Προσώπικλυ το γουστάρω περισσότερο σε παρελθοντικές εικόνες, των είκοσιζ ή των τριάνταζ ας πούμε.

Συνοδεύεται πολύ συχνά με λευκά ή υπόλευκα αξεσουάρ: ζώνη, μοκασίνι ή αθλητικό, άσπρη καλτσούλα.

Η έκφραση αφορά το αντρικό ντύσιμο μόνο. Λέγεται και «γαμπριάτικο».

Η πωλήτρια:
— Σας πάει Τέλεια! Είναι και φωτεινό, τονίζει και το μαύρισμά σας... Πολύ ωραίο.
(Η σύζυγος ψιθυριστά στο αυτί του):
Μωρό μου μην ακούς, είναι τελείως παγωτατζίδικο, πάρε κάτι άλλο, να, αυτό.

(από Mr. Cadmus, 27/05/10)(από Mr. Cadmus, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O κόντες του λιμού, o αριστοκράτης της πείνας δηλαδή.

Γενικά σήμερα λέγεται υποτιμητικά για ανθρώπους οι οποίοι χωρίς να έχουνε την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, ντύνονται και συμπεριφέρονται επιδεικτικά λες και είναι κόντηδες.

Κυριολεκτικά η λέξη έστεκε εν τη γεννέση της καθώς λιμοκοντόροι λέγονταν οι αριστοκράτες οι οποίοι έχαναν τις περιουσίες τους και έμεναν μόνο με τα ακριβά τους ρούχα χωρίς να έχουν όμως πια την αντίστοιχη οικονομική κατάσταση.

Καμία σχέση με τον λημμοκοντόρο αν και στον ορισμό ο λημματοδότης εξηγεί και τον ορίτζιναλ λιμοκοντόρο.

Ανάλογα μοντέρνα γουαζάς, πουλμούρ, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

- Είδες τον Γιάννη τι ωραία που ντύνεται; Υγραίνομαι και μόνο που τον βλέπω!
- Σιγά μαρή τον λιμοκοντόρο. Δεν έχεις δει το zastava που κυκλοφορεί; Άντε να βρεις κανένα άλλο πιο βολεμένο να παντρευτείς και άσε αυτόν τον λούζερ

Got a better definition? Add it!

Published

Τα πρώτα KAWASAKI GPz με τα ολόσωμα φέρια από τα μέσα της δεκαετίας του '80, μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το συγκεκριμένο μηχανάκι θύμιζε «καρχαρία» για αυτό και το τσούκλι. Βέβαια, με τον καιρό το συγκεκριμένο προσωνύμιο, κόλλησε σε όλα τα GPz, με αποτέλεσμα, λέγοντας τώρα καρχαρία, να αναφερόμαστε σε όλα τα GPz πέντε χρόνια πριν και πέντε χρόνια μετά από την διακοπή παραγωγής του καρχαρία. Αυτά έχουν οι μύθοι.... Απλώνουν...

Α! Για μηχανές (με τα σημερινά στάνταρ για «σκοτώστρες») μιλάμε.... Και συγκεκριμένα για την GPz 550, και την GPz 900. Άφθονο γκάζι, μηδέν φρένα.

-Άκουσα ότι η Kawasaki, θα βγάλει πάλι τον καρχαρία...
-Το άκουσε και ο θείος μου και άρχισε να μας λέει πάλι τις ιστορίες. Το σήκωνε λέει το συγκεκριμένο μηχανάκι στον Άλιμο, και το 'ριχνε στο Σούνιο.
-Καρχαρίας είναι, παραλιακά τον πήγαινε..

(από Μάγιστρος, 25/05/10)(από Μάγιστρος, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Η έχουσα κάτασπρον τον κώλο, σα να έχει καθίσει πάνω στο τσουβάλι με το αλεύρι, δηλώνουσα τον τρυφερό, άσπρο, αδούλευτο, απαίδευτο κώλο, ως εύφημη μνεία και κοπλιμέντο, ενώ β) κατά νεωτέραν θεωρίαν ο όρος αλευροκώλα χρησιμοποιείται αντί του ζυμαροκώλα και προκειμένου να αποφευχθεί συνειρμός με την λέξη κόλλα (ζυμαρόκολλα), οπότε και την χρησιμοποιούν θέλοντας να δηλώσουν την έχουσα μαλακή και πλαδαρίζουσα ωσάν ζυμάρι από αλεύρι κωλάραν, και έχει απαξιωτικόν χαρακτήρα.

  1. Στην παραλία, ενώ δυο φίλοι βλέπουν μια γερμανίδα κουκλάρα με στρινγκ μαγιό να ηλιοθεραπίζεται, λέει ο ένας στον άλλον: «Πω-πω, μια αλευροκώλα... Γάλα η κωλάρα της...»

  2. Οι ίδιοι ως άνω φίλοι παρατηρούντες τα ωσάν τον ζελέ τρεμάμενα οπίσθια μιας παίκτριας τένις: «Ρε συ κοίτα μια αλευροκώλα... Ζελέ ο πάτος της...»

(από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για γυναίκες και έχει δύο άσχετες μεταξύ τους σημασίες:

α) Η γκόμενα που είναι ψηλή και εντυπωσιακή, με φουσκούνια και μακρύ μαλλί συνήθως, όχι απαραίτητα όμορφη και σε καμμία περίπτωση γλυκιά. Για αυτή τη μούνα λέγεται επίσης ότι «έχει θεωρία» (;) με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει!

β) Το γκομενάκι που έχει διαλέξει την θεωρητική κατεύθυνση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συχνάκις, ιδιαιτέρως δε αν το μαλλί είναι οξυζενέτιντ, θεωρείται χαζή, μπάζο και με αϊ κιού ραδικιού.

  1. — Είδες κατακτήσεις η Λούλα;
    — Είδα, πώς δεν είδα. Εν τω μεταξύ άμα την προσέξεις δε λέει τίποτα!
    — Τη σώζει χρυσή μου το ότι είναι θεωρητικιά.

  2. — Λες να περάσει η Θέμις σε κάνα Τ.Ε.Ι.;
    — Ούτε Τ.Ε.Ι. Ζαμπονοκοπτικής δεν την κόβω... τέτοια θεωρητικιά που είναι.

(από jesus, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός + μουστάκι. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιονδήποτε ο οποίος πληροί τις ως ανωτέρω προδιαγραφές, αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τροχόμπατσους της ηπειρωτικής χώρας οι οποίοι καιροφυλακτούν πίσω απο θάμνους (ή και πόες, αναλόγως του ύψους των) και εμφανίζονται ως από μηχανής θεούληδες στα έκπληκτα μάτια των οδηγών-εκδρομέων ουρλιάζοντας «φρηηήζ» ή κάτι παρεμφερές.

Το πιο παράξενο με αυτούς είναι ότι έχουν πάντα δίκιο για την κλήση που έχουν πάντα φρεσκοκομμένη, καθώς θα εντοπίσουν οτιδήποτε μπορεί να αποφέρει την τιμωρία του οδηγού.

Αγαπημένη τους έκφραση είναι η ανεκδοτική ρήση «Γιατί δε φουράς κράνους;»

— Φρηηηήζ!
— Μα δεν έτρεχα!
— Και τι μ' αυτό;
— Τι εννοείτε «και τι μ' αυτό»;
— Είσαι αξύριστους κι ακουμβίουτους... Να βρω κι άλλα;

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Σκύλλα και η Χάρυβδη ήταν δυο τέρατα της Ελληνικής μυθολογίας που εμφανίζονται στην Αργοναυτική εκστρατεία και στην Οδύσσεια. Ζούσαν σε κάποια στενά (η τοποθεσία δεν έχει διευκρινιστεί) και δυσκόλευαν θανάσιμα τους διερχόμενους ναυτικούς.

Σαν τέρατα που ήταν, αποκλείεται να ήταν όμορφα, γι' αυτό και σήμερα η έκφραση χρησιμοποιείται για να καταδείξει ότι δύο γκόμενες είναι κακάσχημες. Κάτι σαν την Πάτσα και τη Βούρα.

Μια άλλη έννοια είναι ότι πας από τη μια δυσκολία στην άλλη. Κάτι σαν το μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

(Μεταξύ δυο καμακιών σε μπαρ)
Μπαζομάνια είναι σήμερα το μαγαζί, όλες είναι τίγκα στο κρέας. Πάμε να την πέσουμε σ' αυτές εκεί τις δύο; — Στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη ρε;; Εγώ είμαι πιο όμορφη γκόμενα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified