Τα καταφέρνω, συνήθως μετά κόπου και βασάνων.
— Πωωω... Τι ζέστη είναι αυτή φέτος ρε;
— Εμένα μου λες; Τη βγάζω δεν τη βγάζω στο σπίτι. Βρήκε μέρες να χαλάσει και το κλιματιστικό!
Τα καταφέρνω, συνήθως μετά κόπου και βασάνων.
— Πωωω... Τι ζέστη είναι αυτή φέτος ρε;
— Εμένα μου λες; Τη βγάζω δεν τη βγάζω στο σπίτι. Βρήκε μέρες να χαλάσει και το κλιματιστικό!
Μάλλον από το τη βγάζω καθαρή.
Got a better definition? Add it!
Περνώ τον χρόνο μου σε συγκεκριμένο μέρος.
Άνδρας: Ρε Σοφάκι, πού βλέπεις να τη βγάζουμε αυτό το καλοκαίρι;
Γυναίκα: Μύκονο και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι που λέει και το τραγούδι μωράκι μου!
Άνδρας: Ναι, ναι... Αν πάρω αυτή τη ρημάδα την άδεια ποτέ!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει φάει ληγμένη ή χαλασμένη τροφή με τα γνωστά αποτελέσματα. Αρχικά ηχηρές εκφυσήσεις βρωμούχων αερίων από την περιοχή του παχέος εντέρου (πορδές) και ύστερα ευκοίλια (το λεγόμενο τσιρλόζουμο).
Βλ. επίσης με πήγε σερπαντίνα.
- Πω μαλάκα δεν ξανατρώω από τον βρωμιάρη τον Γιώργο. Για τον πούτσο κρέας έχει...
- Γιατί ρε μαλάκα; Τι έπαθες;
- Παραγγείλαμε χθες που είχε τον αγώνα και πήρα 2 σουβλάκια και κάτι άλλα. Ε και μετά από κανά 2ωρο τι να σου λέω. Εκεί που καθόμουν στον καναπέ είχα γαμηθεί να κλάνω. Και με πιάνει μια σουβλιά και τρέχω σφαίρα στην τουαλέτα. Με πήγε ζάρι... Άσε ρε με το γύφτουλα...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι.
Got a better definition? Add it!
Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.
Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.
- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι.
Got a better definition? Add it!
Σχηματίζεται όπως το απαυτούλης (πρβλ. και απαυτούλα και απαυτώνω).
Δηλαδή: επειδή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ένα πρόσωπο ή πράγμα, χρησιμοποιούμε μια δεικτική αντωνυμία, λ.χ. αυτός ή τέτοιος. Στη συνέχεια κοτσάρουμε και την πρόθεση από, που λειτουργεί όπως η Γενική Διαιρετική στα αρχαία. Δηλαδή εννοούμε ότι ο τέτοιος είναι ένας από ένα χαοτικό πλήθος ομοειδών τέτοιων. Οπότε αν εξαρχής είχαμε περιφρόνηση για τον τέτοιο, τώρα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη, καθώς τον εντάσσουμε σε μια περιφρονητέα μη κατονομαστέα ομάδα. Αρκετές λέξεις μπορούν να σχηματιστούν έτσι, όντας στα όρια της καταχωρισιμότητας στα δόκιμα λεξικά, λ.χ. η λέξη αποδαύτος.
Επομένως, αποτέτοιος είναι:
Ένα πρόσωπο ή πράγμα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε, α) επειδή δεν το γνωρίζουμε καλά, β) επειδή το περιφρονούμε ως τιποτένιο (και ίσως γι' αυτό δεν θέλουμε να το γνωρίσουμε), γ) επειδή είναι δυσώνυμο και η κατονομασία του θα επέφερε γρουσουζιά, βλ. και ακατονόμαστος.
Σχετικά με το πιο πάνω, αλλά ειδικότερα, είναι ο κώλος. Λ.χ. σε εκφράσεις, τον τρώει ο αποτέτοιος του, μου πιάσανε τον αποτέτοιο κ.τ.ό.
Πιο σπάνια κάποιο άλλο όργανο γενετήσιας πράξης, λ.χ. το πέος ή το αιδοίο. Κυρίως σε περιπτώσεις λογοκρισίας, ενώ ο κώλος έχει καθιερωθεί να ονομάζεται αποτέτοιος και σε μη λογοκριμένα περιβάλλοντα.
Πάσα: Πέρκινς.
Και πόσο θόρυβο κάνουν τα εξαεριστήρια αυτουνού του αποτέτοιου, του πωστονλέν, του Μότσαρτ ρε θείο; Εδώ
Καποιος που με ρωτησε αν το παιδι ειναι απο εξωσωματικη και απαντησα θετικα,τον ετρωγε ο αποτετοιος του και ρωτησε <ποιος ειχε προβλημα;> Η απαντηση μου ηταν <εσυ που ρωτας>. (Εδώ).
- τη δευτερη φορα δεν του σηκωνοταν απο το αγχος(ξανα ελεος)η κοπελα αρχισε να νιωθει ασχημα και οτι δεν του αρεσει...θελει να ξαναδοκιμασουν και πρεπει απο ο,τι φαινεται πρεπει να δρασει αυτη.ποια ειναι η καλυτερη σταση για πρωτη φορα;αν δεν μπαινει παλι τι μπορει να κανει;
- ποιο δεν μπαίνει;
- εσυ ποιο λες;το αποτετοιο του στο δικο της αποτετοιο
(Κάπου στο Νέτι).
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει την αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.
Παρά το φαινομενικά οξύμωρο του ορισμού (μιας και το τσιμέντο είναι από τα πιο σκληρά υλικά), είναι προφανής η ομοιότητα της υφής του τσιμέντου που πέφτει από την μπετονιέρα με την υφή των ασχημάτιστων κενώσεων που πέφτουν στη λεκάνη.
Συνώνυμα: με πήγε σερπαντίνα, με πήγε μίλκο, τσιρλιπιπί, κόψιμο
- Φίλε, μπόμπα το hotdog που χτυπήσαμε χτες βράδυ! Κρίμα που δεν πήραμε και δεύτερο...
- Καλά ρε, είσαι σοβαρός; Εδώ ένα έφαγα και ξύπνησα μες στον ύπνο μου...
- Γιατί ρε; Σε πόνεσε το στομάχι σου;
- Ποιο στομάχι ρε συ; Με πήγε τσιμέντο...!!! Όλο το βράδυ στην τουαλέτα την έβγαλα...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που φανερώνει ικανότητα, επιδεξιότητα και γνώση του εκφέροντα για ένα θέμα η μία πράξη.
Η κτητικότητα που αποπνέει η έκφραση δημιουργεί μια αίσθηση βεβαιότητας και σιγουριάς να πλανάται στην ατμόσφαιρα, ειδικά αν εκφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς το αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει πάντα την αίσθηση αυτή.
Εκφέρεται σε στιγμές ξερολιάς / μπορολιάς, επιδειξιομανίας ή απλής επιθυμίας για αληθινή προσφορά στο σύνολο και στο γενικότερο καλό.
1.-Εδώ! Πάσα!
-Τόχω!
-Πάσα ρε!
-Τόχω τόχω!
-ΠΑΣΑ ΡΕΕΕΕ!
-ΤΟΧΩ ΤΟΧΩ ΤΟΧΩΩΟΟοοόχι ρε πούστη μου (άουτ)...
2.[ψιθυριστά]
-(ποιο απ' τα δύο καλωδιάκια να κόψω τελικά; το κόκκινο ή το μπλε;)
-(με το κόκκινο θα γίνει έκρηξη!)
-(όχι, με το μπλε θα γίνει!)
-(φιλαράκι, το έχω! δώσε το πενσάκι εδώ)
[κλακ]
[μπαμ!]
Got a better definition? Add it!
Το δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωσε κάποιος, όταν, ναυαγός, κατέληξε στο νησί των Σειρήνων που αυτές είχαν την μορφή της Γ. Βασιλειάδου.
Κοινώς όταν βρεθείς σε κοινωνική εκδήλωση και τα χάψαλα είναι συντριπτικά περισσότερα από τις αιθέριες υπάρξεις, υφίστασαι το αλγεινό αυτό σύμπτωμα που επίσης παρατηρείται σε συνθήκες υπερβολικού ψύχους. Το αντρικό μόριο, ως φιλόκαλλον νοήμον ον, συρρικνώνεται τόσο πολύ που νομίζεις πως έπαθε αναρρόφηση. Είναι σαν... να πρόκειται για ένα ντροπαλό σαλιγκάρι που κλείνεται στο καβούκι του...
Σύγκρινε με: τον δαγκώνω.
Got a better definition? Add it!
Μπορεί στην σημερινή γλώσσα να σημαίνει ότι κάνω κάτι χωρίς συνέπειες, αλλά προήλθε από την τύχη κάποιου να την βάλει μέσα στον γυναίκειο πρωκτό και να την βγάλει καθαρή.
Βλ. και τη σκαπουλάρω.
- Τελικά πάλι καθαρή την έβγαλες...
- Νομίζεις... 5 μέρες κράτηση έφαγα...
Καλά μιλάμε χθες πήγα και γάμησα μια βρωμοκώλα και την έβγαλα καθαρή!
Got a better definition? Add it!
Καταβάλω χρηματικό ποσό που είναι κατά κανόνα σημαντικό, τσουχτερό η δυσανάλογα μεγάλο για την οικονομική μου δυνατότητα και υπό το καθεστώς μη εναλλακτικής επιλογής.
Επίσης: πλερώνω, ακουμπάω, ρίχνω.
Πήγαμε προχτέ στο καζίνο. Άσε, τα στάξαμε χοντρά.
Για νυχτιά στη Λάουρα πρέπει να τα στάξεις γερά.
Μας έστειλε τον σφίχτερμαν και αναγκαστήκαμε και τα στάξαμε.
Got a better definition? Add it!