Ο σαβουρογάμης. Προέρχεται από ανέκδοτο ξένων γλωσσών, ήτοι: -Πώς λέγεται ο Ιάπωνας σαβουρογάμης; -Ό,τι κάτσει. (Χα χα χα χα...). Αλλά κατέληξε να χρησιμοποιείται ευρύτερα.

Σχηματίζεται αναλογικά με το «κάτσει-δεν-κάτσει».

Συνώνυμα: σαβουρογαμόσαυρος, σαβούρης.

Ο ό,τι κάτσει είναι ένας τύπος, πώς είναι, ας πούμε ο Carembeu, πώς είναι ο Vincent Cassel... Ε, καμία σχέση!

Βλ. και σχετικά λήμματα Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονομημένο το τέλος όχι ακριβώς ανεκδότου αλλά σύγχρονου νακλιού (εύθυμης αφήγησης) από την Κρήτη, στην οποία και η φράση γνωρίζει μια σχετική διάδοση (αν δεν κάνω λάθος, την είχε διηγηθεί κάποιος κρητικός αστειάτορας στο ραδιόφωνο).

Η όλη φράση είναι Μανώλη ο πίνακας, βγάζει σπίθες, φλόγες! και βρίσκει χρήσεις σε ένα ασαφές πεδίο περιστάσεων, καλύπτοντας ένα εξίσου ασαφές φάσμα νοηματικών αναγκών.

Κατά κύριο λόγο είναι μια λοιδορία προς πανικοβλαμμένα άτομα που χαώνονται σε όχι και τόσο απαιτητικές καταστάσεις, την ίδια στιγμή όμως η προέλευση της φράσης έχει βαθιά σεξουαλική/σεξιστική φαιδρότητα που διαρκώς υπονομεύει την όποια σταθερή χρήση της - ανήκει δηλαδή στην ευρεία αλλά δύσκολα ορίσιμη κατηγορία των χαβαλεδενεργικών σαχλαμαρισμών, που ανακύπτουν σε αντροπαρέες (και προχώ μικτές) που αφηγούνται σεξουαλικές τους εμπειρίες.

Αντλεί την αστεία της διάσταση από την ίδια πηγή με φράσεις όπως «το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι», κάηκε το μουνί μας, πήρε φωτιά ο κώλος μας και άλλες που εντοπίζουν στα ευαίσθητα γενετήσια φωτιές, καύλας ή όχι.

Τη μνημειώδη φράση με κρητική τσιριχτή ηρακλειώτικη προφορά (όπως και προφέρεται) λέγεται ότι είπε κάποτε στο μέσο της σεξουαλικής πράξης κάποια κοπελιά σε κάποιο Μανώλη:

- ααααχχ, ααααχχχ... μμμ, μμμ...ΜΜΜανώλjηη... Μανώλjηη, Μανώλjηη, ο πίνακας...!!
- μβρχημμμγκχμμμ...
- Μανώλjη, ο πίνακας...!!!
- Μμβρχημμμγκχμμμρρρντα θες;
- Μανώλjη, ο πίνακαας...! Βγάζει σπίθες, φλόγες!

Είχε πάθει βραχυκύκλωμα ο ηλεκτρικός πίνακας στον απέναντι τοίχο κι έκανε εκρήξεις αλλά ο Μανώλης, αφοσιωμένος και σε ιεραποστολική στάση, δεν είχε πάρει χαμπάρι...

  1. - Ώχου, αυτό δε μπορώ να το κάνω ρε φίλε....
    - Μανώλjη, ο πίνακας! Μα τι λούλης πού 'σαι....

  2. - ... και μου λέει, ενοχλημένη και καλά, «αυτός να βάλει το παντελόνι του, γιατί ντρέπομαι» και της λέει ο Σπύρος «εσύ να μην με κοιτάς γιατί κι εγώ ντρέπομαι» ουυυυχαχαχααα....
    - Μανώλjη, ο πίνακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέλος του γνωστού ανέκδοτου, που παρέμεινε σαν αμηχανοαυθόρμητη απάντηση στο σχόλιο «Καλό μουνί!!!!!». Επίσης λέγεται για οποιοδήποτε αντικείμενο χαρακτηρίζεται ως καλό.

Η απάντηση έρχεται αυθόρμητα και ως αστεϊσμός, αφού μηχανικά το μυαλό των συνομιλούντων πάει στο ανέκδοτο που παραθέτω:

Πέμπτος όροφος, κτίριο κάπου στη 765746η λεωφόρο της Νάβα Γιόρκα. Νταβατζής, κάργα στη μαστούρα οργιάζει με τις υπαλλήλους του. Βγαίνει στο μπαλκόνι με μία από αυτές και επιδίδεται σε ακροβατικά σεξουαλικά. Εκεί, σε μια πιρουέτα, η γκόμενα γλιστράει και καταποντίζεται. Ο νταβατζής τύφλα και απορημένος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και συνεχίζει με άλλη παρτενέρ. Η προηγούμενη γκόμενα πέφτει από τον πέμπτο όροφο -γυμνή εννοείται- και καρφώνεται με το κεφάλι σε κάδο σκουπιδιών, σε σκυλίσια στάση.
Εκεί παραδίπλα γυρίζει ένας αλκοολικός άστεγος, που ψάχνει τους διπλανούς κάδους. Ξαφνικά γυρνάει, βλέπει την γκόμενα. Γδύνεται γρήγορα και αρχίζει να την γαμάει. Τελειώνει, κατεβαίνει και συνεχίζει τον δρόμο του. Χαμένος όπως είναι ο δρόμος τον ξαναβγάζει από το ίδιο στενό, οπότε αφού έχει ξαναγεμίσει, ρίχνει άλλο ένα στα γρήγορα. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, και κάποια στιγμή, μονολογεί:
- Καλό μουνί... δε λέω, αλλά γιατί το πετάξανε;

- Κοίτα τι περνάει....
- Καλό μουνί!!!!
- Ναι, αλλά γιατί το πετάξανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.

Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης στα '80ς, η οποία καθιέρωσε ως δημοσιοκάφρο τον Γιώργο Παπαδάκη. Εννοείτο στον τηλεοπτικό «αέρα» της «ζωντανής» αναμετάδοσης, αλλά η έκφραση σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον μπαργαλάτσο και τους δυο συγκατοίκους του.

Ασίστ: πιάνω πουλιά στον αέρα.

Το ανέκδοτο της εποχής:

-Τι βλέπει ο Πόντιος όταν κοιτάζει προς τα κάτω στο μπάνιο;
-;
-Τρεις στον αέρα!

-Ποια είναι η αγαπημένη εκπομπή του Πόντιου;
-;
-Τρεις στον αέρα. κ.ο.κ.

Ήταν απ\' τους τρεις ο μακρύτερος! (από Dirty Talking, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στο ανδρικό μόριο και χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ερώτηση: «εσύ πως προτιμάς να είναι το πέος του εραστή σου;». Κυκλοφορούσε παλαιότερα και ως ανέκδοτο-αστείο.

Επειδή θεωρείται ότι οι γερμανικές ψωλές είναι κατά κύριο λόγο μακριές και λεπτές, ενώ οι αντίστοιχες αγγλικές είναι κοντόχοντρες, ο συνδυασμός αυτών των δύο ''μοντέλων'' αποτελεί ιδανικό αποτέλεσμα για κάθε γυναίκα (ή και άνδρα-πούστρα)!

- Λοιπόν για πες Λιτσάκι... εσύ πως τον θες τον άντρα;
- Εεε..να είναι καλός, ευγενικός, αστείος... αυτά.
- Και από πούτσα;
- Γερμανική και ν' αγγλοφέρνει καλή μου! Ο καλύτερος συνδυασμός!
- Σωστήηηηη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικόν. Επιφώνημα θαυμασμού, όταν κάποιος κατορθώνει άθλον δυσανάλογο των φαινομενικών δυνατοτήτων του.

Κάτι σαν το Έλα Μήτσο! Πνίχτονα! - γνωστό ανέκδοτο με την πάλη μυρμηγκιού κι ελέφαντα, όπου ο πρώτος ανέβηκε στο σβέρκο του τελευταίου, επευφημούμενος απο τους ομοφύλους του και προτρεπόμενος να στραγγαλίσει τον ελέφα.

Προέρχεται επίσης απο ανέκδοτο: Ένας τύπος οδηγεί το αμάξι του στην εθνική πίσω απο μια μοτό. Κάθε τόσο, διάφορα μυγιαλούδια χτυπάνε και κολλάνε στο παρμπριζ του. Η γκόμενα που κάθεται στο πίσω κάθισμα της μοτό έχει λυσσάξει να πάρει πίπα στον οδηγό, διότι την εξιτάρει ο κίνδυνος. Σε μιαν απότομη στροφή, κόβει κατά λάθος την δύστυχη ψωλή του οδηγού, η οποία έρχεται και χτυπάει στο παρμπριζ του Ι.Χ. πίσω. Ο γιωταχής τότε κάνει έκθαμβος: Άλα πούτσα το μυγάκι!

- Πήρες πρέφα τί έγινε χτές το βράδυ στην πόρτα με τον ολίγο ;
- Ο πορτιέρης μανούριασε και δεν τον άφηνε να μπεί, οτι ασυνόδευτος και τέτοια. Ο εφταμηνίτικος τότε τραβάει ένα κέρατο και του το' δωσε στο μπούτι.
- Άλα της πούτσα το μυγάκι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βιαστής. Προέκυψε από ανέκδοτο ξένων γλωσσών- «πώς λένε τον Ιάπωνα βιαστή» (βλ. και λήμμα ό,τι κάτσει), κι από κει πέρασε στην σλανγκ.

Δέβωρα: Του είπα του Βάγγελα ότι δεν ενδιαφέρομαι, αλλά αυτός επιμένει, σώνει και καλά να γίνει φάση... Με το στανιό! Ώρες ώρες γίνεται πολύ φορτικός!
Μαριλού: Να τον προσέχεις! Τον κόβω για κάτσει-δε-κάτσει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified