Further tags

Glory hope, αποδιδόμενο μεταξύ άλλων ως τρύπα της χαράς, είναι τρύπα που είναι ανοιγμένη στις μεσοτοιχίες δημοσίων αποχωρητηρίων ή άλλων χώρων, λ.χ. δωματιάκια σε τσοντάδικα ή παρτουζάδικα ή χώρους με BDSM σαδομαζοχιστικά παίγνια ή άλλα γαμαζιά με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή οι χρήστες / ένοικοί τους, κυρίως για στοματικό σεξ, οπότε μιλάμε για τσιμπουκότρυπα, αλλά όχι μόνο. Προσφέρει το πλεονέκτημα της ανωνυμίας για κρυφές που τους τρώει ο σκόρος, αλλά βοηθά και όσους συμπολίτες μας δεν έχουν καλή εμφάνιση σε φάση θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο χοντρός. Glory hope είναι η αρκετά φιλόδοξη αλλά όχι εντελώς παράλογη ελπίδα (hope στα αγγλικά) ότι πίσω από την τρύπα της χαράς θα βρίσκεται ο πρίγκιπας ή πριγκίπισσα ή drag king ή drag queen των παραμυθιών και των φαντασιώσεών μας.

Η glory hope πεθαίνει πάντα τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παραδοσιακός και συντηρητικός εκ του αγγλικού traditional. Χρησιμοποιείται πολύ στα διαδικτυακά μιμίδια ως αντίθετο αυτών που ανήκουν στη woke κουλτούρα.

Οι τραντ αντεπιτίθενται.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που δεν είναι σαφώς ομοφυλόφιλο, αλλά ψάχνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και είναι περίεργο για αποκλίνουσες εμπειρίες. Από την αγγλική λέξη inquisitive.

Το μπαρ μάζευε γκέι, λεσβίες και ινκουίζιτιβ άτομα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, που φέρεται με ιπποτικό τρόπο προς τη θηλυπρεπή παρτενέρ, τύπου γυναικάκι ή φαμ ή μούτζα. Η εν λόγω διάκριση θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και του προηγούμενου (20ού) αιώνα, ενώ η επιτέλεση έμφυλων ρόλων σήμερα κρίνεται κάθε στιγμή με περισσότερο απρόβλεπτους, εναλλακτικούς και εναλλασσόμενους τρόπους.

Είναι τζέντλεμαν με το γυναικάκι, στα όπα όπα το έχει.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Έφαγα μπαν γιατι απο μαλακιες στα νιατα μου τελειωσα τη σχολη σε μεγαλη ηλικια (μολις 42) και μετα απλα ηθελα να συνεχίσω να σκατοποστάρω. (Εδώ).
  2. Σκατοποστάρω, αλλά με βίγκαν περιεχόμενο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολαριστικό περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Πολιτικό σιτπόστινγκ. (Εδώ).
  2. Σιτπόστινγκ σελίδα που θα παρατήσουμε σε μια βδομάδα. (Φέισμπουκ).
  3. Υπάρχει λόγος που δεν το κάνουμε, εγώ ειμαι εδώ για το σιτποστινγκ, τα memes και τα post του Light. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό shit-posting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση ποστ με εντελώς ηλίθιο και σαχλό περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

  1. Σιτποστάρισμα μπάτσελορ μέχει να παγώσει ο ήλιος! (Phorum).
  2. Φέρνουμε νέα εποχή στο σιτποστάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγεθυντικό του μπουτς είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η οποία είναι αποκλειστικώς πλίζερ, δηλαδή θέλει αποκλειστικώς να ικανοποιεί και ευχαριστεί τη φαμ παρτενέρ της, ενώ η ίδια παραμένει ανέγγιχτη. Από το αγγλικό stone butch.

O αποκλειστικά ενεργητικός ρόλος της στόουν μπουτς τής προκαλούσε αποστροφή, ήθελε να υπάρχει εναλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Από το αγγλικό dyke που ετυμολογείται πιθανόν από το bull-dyke και μαρτυρείται από το 1921.

Ούτε τις ντάικ είχα, δηλαδή έπρεπε να έχω νταραβεριστεί; Φασωθεί, αν έχω φασωθεί με ντάικς, ε με κάνα δυο. Αποτυχημένα. Είναι σαν να είμαι εγώ. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 65).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, το αγοροκόριτσο. Από το αγγλικό tomboy, που ιστορείται από τον 16ο αιώνα.

Κλασικά τομ μπόι, αισθανόμουν πάρα πολύ άνετα με τα αγόρια, τα κορίτσια μου έφερναν ένα στρες. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 56).

Got a better definition? Add it!

Published