Selected tags

Further tags

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο το οποίο πέρδεται κατά λάθος, παρουσία άλλων, με αποτέλεσμα να γίνει αντικείμενο χλευασμού και πειραγμάτων.

Πριν πάει στο πάρτι, ο Γιώργος είχε φάει πικάντικα λουκάνικα. Ούτε καν του πέρασε από το μυαλό ότι θα του δημιουργούσαν πρόβλημα. Όταν πια το κατάλαβε ήταν ήδη αργά: Βρισκόταν στο πάρτι, τίγκα στον κόσμο (προ κορονωιού). Κάποια στιγμή δεν άντεχε πια και την αμόλησε. Κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, το έκανε εκείνη τη σύντομη στιγμή της παύσης ανάμεσα σε δυο τραγούδια... Ξαφνικά, όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Είχε γίνει ο κλασίγελως του πάρτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Επιρρεπής σε οποιαδήποτε νέα μόδα «υγιεινού» τρόπου ζωής, διαβίωσης και διατροφής.
Είναι τόσο «οργανικός» που συνηθίζει να καταπίνει ευλαβικά τις πορδές του αφού είναι ότι το πιο υγιεινό, θρεπτικό και ανεπεξέργαστο.

- Μόλις αγόρασα ένα ηχοσύστημα από το παλιατζίδικο που ηχογραφεί σε κέρινο δίσκο. Εγώ ακούω μουσική μόνο από αναλογική ηχογράφηση γιατί ο ήχος είναι καθαρότερος, πιο εύηχος.
- Πόσο πορδορούφης πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουληκιάρικο και σκατόψυχο αθρώπα, εν ζωή ή αποδημήσαντα εις Γιαραμπήν.

- Τα είχανε άτοκα στην Τράπεζα της ελλάδας και τάδινε δάνεια (θαλασσοδάνεια) ο μακλάνιος Καραμανλής... (μπλογκ Μυγδαλιάς Αρκαδίας)

- μου τα'φαγε ο μακλάνιος κι αυτός κάμποσα λεφτά... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 105).

Εμπεριέχει το έτυμον κλάνω, δεν περιγράφω άλλο.

Ιδιωματική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).

Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.

Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
αλεποπορδή
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό που σημαίνει ότι θα δώσουμε μια περίοδο χάριτος, θα ανεχτούμε πολλά, θα κάνουμε το κορόιδο, αλλά παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν όρια. Και προειδοποιούμε τον άλλο να μην το γαμήσει και ψοφήσει. Το γνωμικό εξάλλου τονίζει την αξία του μέτρου που είχαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Φανταζόμαστε κάποιον σύζυγο, που ήταν ανεκτικός στις πορδές της συμβίας του, χωρίς για αυτό να του χαλάει η ερωτική διάθεση, αλλά μέχρι κάποιου σημείου. Το γνωμικό αυτό που λέγεται και με εκθλίψεις "σ' αγαπώ κυρά να κλάν'ς αλλά μην το παρακάν'ς" το βρίσκω να κάνει μια νέα καριέρα ως πολιτικός σχολιασμός στο Διαδίκτυο με διαφορετικές αφορμές θεωρούμενων υπερβολών και δήλωσης ανοχής τους έως κάποιου ορίου. Η έκφραση δηλαδή πολλές φορές απευθύνεται σε κάποιον προς τον οποίο είμαστε ευνοϊκώς διακείμενοι, λ.χ. μπορεί να είναι ομοϊδεάτης μας, ο πρόεδρος του κόμματος που ψηφίσαμε κ.ο.κ., αλλά τονίζουμε ότι δεν πρέπει να εκμεταλλευτεί την ανοχή μας.

  1. Η Δήμαρχος από τη πόλη τους έλεγε να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι για να έρθουν καλύτερες μέρες, ενώ αυτοί οι δόλιοι της απαντούσανε «σ’ αγαπώ Κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις». (Ένα μικρό χωριό που ανήκε εις την Δύση- αλληγορία για την Ελλάδα).
  2. Είπαμε καλός ο τσαμπουκάς, τον είχαμε ανάγκη ως λαός, έτσι να πάρουμε μια στάλα κουράγιο, να σηκώσουμε κεφάλι. Αρκεί να μην περάσουμε τα εσκαμμένα. Να μην χάσουμε κι άλλα. Κι αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι με το "πᾶν μέτρον ἄριστον" το επανέλαβαν αιώνες μετά θυμόσοφα γεροντάκια με ροζιασμένα χέρια και καθαρό βλέμμα. "Σ'αγαπώ Κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις". (Έχουμε πια ψιλολαοκρατία).
  3. Με συνέντευξή του στη «Real News», ο Αντώνης Σαμαράς δηλώνει: «Εμείς θα κερδίσουμε τις εκλογές. Σε κρίσιμες στιγμές σαν και αυτές που βιώνουμε, ο ελληνικός λαός θέλει καθαρές λύσεις, και δίνει καθαρές εντολές». Και όλα αυτά τα δηλώνει για μια μάχη που δεν έχει καν αρχίσει. Και δεν έχει αρχίσει γιατί ο Σαμαράς δεν έχει σηκώσει το Γάντι δεν έχει ζητήσει εκλογές. Και έτσι έχουμε την χιουμοριστική- σουρεαλ κατάσταση η κυβέρνηση να μιλά καθαρά 180 ψήφους και ο υποτιθέμενος νικητής των επόμενων εκλογών να μιλά για εκβιασμό. Στην περιοχή μας αυτό το λέμε “τρία π’λια και δυο τσόνια”. Σχόλιο: Και μιά παροιμία που λένε στο χωριό μου.. “Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις”. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μοτοσικλέτα, το μηχανάκι στα κυπριακά, εναλλακτικά προς το συνηθέστερο μοτόρα. Πληθυντικός: ταπουροκωλούες (δες εδώ). Το βρίσκω γραμμένο και ως ταπουροκολού, αλλά και με μία ας πούμε περισσότερο φωνητική γραφή ως τταππουροκολού.

(αψουυυ)
-τι εγινε??
-αα τιποτα αψουριστικα! εμουλαλιτε μηπως θελετε δανειο για καμια ταπουροκολου???
-τι ειναι η ταπουροκολου??
-χαλλόου! μηχανακι. (Στο βιντεάκι πιο κάτω):

Από το 3.27 και μετά

Η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το λολαδερό ως άνω βιντεάκι δίνει την αστειατόρικη "ετυμολογία" ότι ο κώλος σου κάνει "ταπ ταπ ταπ". Πάντως και οι γλωσσολογικές πηγές μου στη μαρτυριάρικη μου λένε ότι θεωρείται ότι λέγεται έτσι επειδή κάνει ταπ ταπ ο κώλος της μοτόρας. (Η συσχέτιση κώλου και εξάτμισης φαίνεται άλλωστε στα λήμματά μας εξάτμιση, μαγκιά κλανιά και εξάτμιση). Ως "προφανή" ετυμολογία δέχεται τα ηχητικά εφέ της μοτόρας και σχολιαστής στου κυρ-Σαράντ, βλ. σχόλιο 12 στον παρακάτω σύνδεσμο:

ο μιτσύς (=μικρός) έπιασε την (τ)ταπουροκολού του. (Σε σχόλιο στου κυρ Σαράντ).

Ας κρατήσουμε πάντως και μια πισινή, μαζί με την παρατήρηση ότι τάπος (ττάππος) είναι ό,τι και η τάπα, δηλαδή ο φελλός του κρασιού και ο κοντός άνθρωπος, δες εδώ.

τώρα ε να πκιάσω την ταπουροκωλού και ναρτω !!. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της απολύτως φυιολογικής κατάστασης του ανθρωπίνου εντέρου, (του παχέως για να ακριβολογώ και να πουλώ και μούρη), που σαν περιγραφή θα την έλεγες και πλεονασμό, αλλά περιγράφει κάτι παραπάνω από τις συνήθεις δυνατότητες μίας μόνον λέξης.

Όπερ έδει δείξαι: ο πόρδος, ως ορισμός, περιγράφει τον ήχο, κυρίως, του δια της σουφρός βιαίως εκβαλλομένου αέρος.

Ενώ η κλανιά έχει μεγαλύτερη περιγραφική ικανότητα σε ότι αφορά την περιεχόμενη οσμή (πείτε την και κλανιστική ικανότητα) στην συγκεκριμένη ποσότητα γραμμομορίων αερίου (moles αγγλιστί και φάτε χώμα αχημείωτοι...).

Κάθεται ο μπάρμπας στο πανηγύρι σε διπλανή καθέκλα, οπότε αρχινάει και μασαμπουκίαζει όσα ο γιατρός απηγόρεψε, φάβες, λουκάνικα εγκλωβισμένα σε μπέικο, κάτι μισόταβλες με κάτι αλειφωτά αποπάνου, κάτι τυροπιτάκια με συλλεκτικό τυρί από την εποχή του Πάγκαλου πού 'ταν μακρυές οι φούστες, και τελικώς ο σφιγκτήρ μπλατσαρεύει και απολάει κάτι γλιτσάρες να σιχαίνεσαι το ανθρώπινο γένος και, τί να κάνεις, αναφωνείς ή μάλλον χαμηλοφωνείς ή μάλλον αναφωνείς (γιατί ο θειοΠέτρος έχει κατεβάσει τον γενικό στα αυτιά και μετά βίας ακούει έστω και το βιολί-δισκοπρίονο): «Ρε μαλάκα, πάνε πιο κει, με τάραξε ο θειοΠέτρος στην πορδοκλανίαση..!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «ούτε καν» φοριέται αυτό τον καιρό από την πιτσιρικαρία περισσότερο από ότι φορίοσαντε το ταγάρι και το πατσουλί σε συναυλίες τση Φαραντόυρη στα εβδομήνταζ. Επόμενο ήταν οι πιο σλανγκομαθείς της παρέας να την πειράξουν, προσθέτοντας το λάμδα εκεί που επιτάσσουν οι κανόνες τση σλανγκογραμματικής.

Βλ. επίσης: αμερικλάνος, αμερικλανιά, κλανεινύχτα, κλανητάρχης, Κλάνα ντελ Ρέϊ, Κλανίτα Πάνια, την κλάνω, λουκλάνικο, κ.ά.

1.
5 τροποι για να χασεται κιλα (ουτε κλαν)

2.
Ουτε κλαν :P ειναι απο το σχολειο μου ;)‎ Μαιρη ツ. ο νικ.

3.
- ούτε κλαν..;ρ δν γραφω γκρικλιςς

4.
- Ουτε κλαν;) κοπλιμεντο ηταν:3‎ ελένη♡ツ τ ξερ ρ ;p σε τρολλαρα ;)

5.
- μενα απο xt μονο ο παπαγαλος μου προκαλει δεος οποτε τον βλεπω.Τα υπολοιπα xt ουτε κλαν.

(από Khan, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified