Further tags

1. Τα κάτσε στην F-Laplace, και χλάαατς στην F-Laplace (προφέρεται: εφ λαπλάς) με ταυτόχρονη την επίδειξη του κωλοδάχτυλου υπονοούν πως κάποιος, πάνω στην (ή παρά την) προσπάθεια να κάνει κάτι, τα γάμησε τη μάνα, τα ‘χεσε μ’ αποτέλεσμα να[/I] την πιεί, να του ‘ρθει το τσιβί στον κώλο να καρφωθεί σαν πούστης, να πάθει μεγάλη νίλα, να υποστεί μέγιστη ταπείνωση, να [I]του τη φέρουν από πίσω και όλα τα αντίστοιχα.

Απευθύνεται προς τον παθόντα με χαιρεκακία, στυλάκι: εγώ σου τα ‘λεγα, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;, τα ‘θελε ο πάτος σου και τα σχετικά.[/list]

Κλασική λυκειακή σλαγκιά εμπνευσμένη από τον «κανόνα των τριών δακτύλων του δεξιού χεριού» που εφαρμόζουμε όταν θέλουμε να βρούμε τη φορά της δύναμης Laplace η οποία εμφανίζεται όταν ένας αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα βρίσκεται μέσα σε μαγνητικό πεδίο.

Κρατήστε τον αντίχειρα, το δείκτη και τον μέσο (κοινώς κωλοδάχτυλο) του δεξιού σας χεριού όπως κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να παραστήσουν πως κρατάνε ένα όπλο (κάθετα το κάθε δάχτυλο στα άλλα δυο: βλ. μήδι).

Αν ο αντίχειρας δείχνει τη (συμβατική) φορά που έχει το ρεύμα που διαρρέει τον αγωγό και ο δείκτης δείχνει τη φορά των δυναμικών γραμμών του μαγνητικού πεδίου τότε τη φορά της δύναμης Laplace (F) τη δείχνει το... κωλοδάχτυλο οπότε και εξού!!

Από τους μνημονικούς κανόνες που έφεραν σε αμηχανία πολλούς καθηγητές Φυσικής στην προσπάθεια τους να εξηγήσουν τις αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού σε ορμονικά διαταραγμένους εφήβους κι έδωσε σε άλλους πιο προχώ την ευκαιρία να τις εντυπώσουν, έστω επιφανειακά, σε ανεπίδεκτους ως προς τέτοιου είδους... φυσικά φαινόμενα μαθητές τους.

2. Όμως ο μεγαλοφυής Pierre-Simon, marquis de Laplace (1749 – 1827) είναι ο εμπνευστής και των περίφημων, στα σινάφια μαθηματικών και φυσικών, «μετασχηματισμών Laplace» που οι γνώστες τους διατείνονται πως διευκολύνουν τα μάλα στην επίλυση γραμμικών διαφορικών εξισώσεων. Οι υπόλοιποι νοιώθουν την ομώνυμη δύναμη να τους χτυπά την πίσω πόρτα.

Εξού λοιπόν τα: τράβα / κάτσε / εφάρμοσε / φερμάρησε (της) έναν Laplace (να ξεμπερδεύεις / ξενοιάσεις) και τα παρόμοια που κυριολεκτικά υπονοούν την πουτάνα... εξίσωση και μεταφορικά... τα πάντα όλα αφού οι συνδυασμοί είναι ατελείωτοι:

  1. –Πω ρε πούστη μου τσαλάκα!! -Γάμησέ τα. Ό,τι μαλακία και να του πω θα με γαμήσει ανάποδα. -Ξύδια και φιγούρες γούσταρε ο γκαζοφονιάς. Κάτσε τώρα στην F-Laplace και μόκο!!

  2. –Μμμ, ναι…καλά – καλά. Θα σε πάρω ‘γω.
    -Χαχαχα.
    -Τι γελάς ρε μαλάκα;
    -Πάρτην ντε!! μόνο λόγια!! Χαχα!!
    -Δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις; λέω ‘γω!
    -Εκείνη η γαρίδα η ..Πάτη πάλι;
    -Θέλει να διαβάσουμε ΜΜΦ-2 μαζί. Έχει απορίες λέει.
    -Βρε φερμάρησ’ την έναν Laplace να την ξεμπερδέψεις την κοπέλα!-Λες ε;

  3. Συγκαλυμμένη χρήση και εδώ

Ο μνημονικός κανόνας των 3 δακτύλων του δεξιού χεριού (από sstteffannoss, 06/03/11)Ο μνημονικός κανόνας των 3 δακτύλων του δεξιού χεριού (από sstteffannoss, 06/03/11)Εκπαιδευτικό βινεομήδι - πείραμα για αγγλομαθείς. Προσφορά στη δια βίου μάθηση. (από sstteffannoss, 06/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καθαρά επαγγελματικό κόντεξτ, ως δημοσιοσχεσίτης καλείται ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μίας επιχείρησης, δηλ. αυτός που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια εικόνα που αυτή επιθυμεί ή επιχειρεί να προβάλλει προς τα έξω.

Σε πιο αργκοτικό κόντεξτ, ο χαρακτηρισμός δημοσιοσχεσίτης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που με το πρόσχημα της κοινωνικότητας προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, με απώτερο σκοπό την αυτοπροβολή του, είτε για λόγους καθαρά εγωισμού, εγωπάθειας κλπ συναφή, είτε για λόγους ευρύτερης δικτύωσης και τυχοδιωκτισμού, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους.

Ως εκ τούτου, ο δημοσιοσχεσίτης μπορεί να είναι φαινομενικά γενναιόδωρος, ευγενικός, κοινωνικός, χαβαλές αλλά την ίδια στιγμή να είναι και ρουφιάνος, δουλοπρεπής, καλοθελητής, κολαούζος, αυλοκόλακας και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να τον εξυπηρετήσουν σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Παραδείγματα τέτοιων ατόμων υπάρχουν σε όλες τις εκφάνσεις και τα επίπεδα του κοινωνικού βίου.

Συνώνυμο: Καλοχαιρέτας, Βουλευτής Καλοχαιρέτας.

1.Οι πολιτικοί έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας πώς να κερδίζουν την αγάπη του κόσμου και πώς να βγάζουν φράγκα. Είναι δημοσιοσχεσίτες. Πιστεύετε ότι ένας δημοσιοσχεσίτης θα είναι ποτέ ειλικρινής ή θα αποφασίζει για το καλό του συνόλου; (Εδώ)

  1. Η άνοιξη σας βρίσκει σκεπτικούς αλλά σε λίγο θα είστε και πάλι οι γνωστοί πολυλογάδες δημοσιοσχεσίτες που όλοι ξέρουμε και (σχεδόν όλοι) αγαπάμε. (Εκεί)

  2. Προφανώς για να αντισταθούμε. Απέναντι σε τι και σε ποιούς ίσως και να μην μας ενδιαφέρει. Τα κεκτημένα του καθενός πρέπει να μένουν απαραβίαστα. Από τη μία δούλοι, υποταγμένοι, αρριβίστες, ρεβεράντζες κ.ο.κ., από την άλλη εμφανίσιμοι, δημοσιοσχεσίτες εξεγερμένοι, γνωστοί και περιζήτητοι σε μπαρ, γκόμενους/ες, χώρους δουλειάς και συνελεύσεων. Αγωγοί της καθυπόταξης και πρώτοι στα μνημόσυνα όσων αληθινά αγωνίστηκαν «χωρίς καβάντζα ή ματαιοδοξία» καμιά. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μαγειρική αργκό για το αποτέλεσμα της κατάστασης όπου το φαγητό αρχίζει να καίγεται με συνέπεια να κολλάει, κατά κάποιο τρόπο, στο επίπεδο του πάτου της κατσαρόλας, λόγω έλλειψης υγρών, απουσίας ανακατέματος και υψηλής θερμοκρασίας στην εστία. Χρησιμοποιείται με προσωπική αντωνυμία σε γενική πτώση και κατά κόρον στο τρίτο ενικό του παρατατικού (παρ.1), αλλά και κάποιες φορές του υπερσυντέλικου (παρ.2).

Τα φαγητά αυτά συνήθως είναι φαγητά κατσαρόλας (π.χ. μπριάμι, γιαχνί, στιφάδο κ.ά.), σούπες που πρέπει να χυλώσουν (π.χ. φακές, ψαρόσουπα, γιουβαρλάκια κ.ά.) και διάφορα ριζότο (συμπεριλαμβανομένων σπανακόρυζου, λαχανόρυζου και πρασόρυζου).

Η κατάσταση αυτή είναι εύκολα αντιληπτή λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς. Κάποιες φορές το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εν μέρει, αν σερβίρουμε φαγητό από την κορυφή της κατσαρόλας, χωρίς να αγγίξουμε καθόλου τον πυθμένα της, ενώ συμβαίνει πολύ συχνά όταν αποσπάται η προσοχή του εκάστοτε μάγειρα, από διάφορους εξωγενείς παράγοντες, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που το φαγητό έχει σχεδόν ετοιμαστεί.

Έτσι, σε οικιακό επίπεδο, συμβαίνει όταν η νοικοκυρά αναλύει με υπέρμετρο ζήλο τα της γειτονιάς στο τηλέφωνο ή όταν παρακολουθεί τον Χορχέ Αρμάνδο να πιάνει στα πράσα την Σοζίτα Ντολόρες με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο συμβαίνει όταν ο μάγειρας έχει να βγάλει κανα πεντέξι παραγγελίες ακόμα (και χρειάζεται τέσσερα ζευγάρια χέρια επιπλέον), ενώ παράλληλα, ανεξέλεγκτα πιτσιρίκια από την δεξίωση μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα.

2. Σχετικά με το φαγητό επίσης, λέγεται όταν έχει επιτευχθεί η σωστή και ιδανική ποσότητα κυρίως αλατιού, αλλά και άλλων μπαχαρικών ή μυρωδικών όπως το πιπέρι, η ρίγανη κ.ά. Συνήθως έχει ύφος απόδοσης τιμών (σπεκ και τέτοια), ενώ δε περιοριζόμαστε στον παρατατικό ή τον υπερσυντέλικο αλλά μπορούμε να επεκταθούμε γενικώς (παρ. 3).

(Διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν οι παρακάτω περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σλανγκ γι ' αυτό τις αναφέρω επιγραμματικά.)

3. α. Εννοώντας την πραγματοποίηση ή μη μιας ευχής. Π.χ.: «Αχ! Ένα αστέρι έπεσε! Μακάρι να πιάσει η ευχή μου...»

β. Αναφερόμενο σε επίτευξη βιδώματος σε σπείρωμα. Π.χ.: «Ε, δεν παίζει, έχει φαγωθεί το σπείρωμα! Μαλάκα δεν πιάνει με τίποτα!»

γ. Λέγεται επίσης για λήψη σήματος από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δέκτη. Π.χ.: «Γιόκα μου, άντε κούνα λίγο την κεραία γιατί δε πιάνει καλά το Μέγα.»

(Έχει κι άλλα εδώ.)

  1. - Αγάπη μου! σου αρέσει το Κινέζικο; γιατί μου έπιασε το φαγητό.
    - Το οθωμανικό μου αρέσει, χέσε το Κινέζικο...

  2. - Και γιατί χωρίσανε βρε Κούλα;
    - Της είχε πιάσει το φαΐ και δεν το κατάλαβε, άκου τώρα!
    - Α πα πα! καλέ τι στρίτζος είν' αυτός!

  3. Μαλλλάκα! Και γαμώ τα παστίτσα, ε! Το έχει πιάσει και το αλάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωμένη (τύποις) άγαμου κληρικού (που ζει εκτός μοναστικού κοινοβίου), άκα αγαμιδίου. Ο όρος έχει παρόμοια εξέλιξη με το συνείσακτη και το λατινικό subintroducta. Δηλαδή επρόκειτο κατ' αρχήν για συγγενείς εξ αίματος του αγαμιδίου που ζούσαν μαζί του για να τον φροντίζουν, ωστόσο ο όρος εφθάρη καθότι εβέντουαλjυ την φροντίδα αυτή την ανέλαβαν και συγγενείς εκ σπέρματος. Η διαφορά είναι ότι ενώ το συνείσακτη είναι λόγιος και μάλλον επίσημος όρος που υπάρχει και στους κανόνες, λ.χ. στον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, και σημαίνει κυριολεκτικά την γυναίκα που συνεισάγεται στην οικία αγάμου κληρικού οποιαδήποτε σχέση και αν έχει μαζί του, το ανηψιά είναι πιο ανεπίσημο και λαϊκό και χρησιμοποιείται πιο κουτσομπολίστικα για να καυτηριαστεί ότι μια συνείσακτη δεν είναι πραγματική ανηψιά.

Πάσα: allivegp.

Γιατί μάτια μου να μην γίνω δεσπότης εγώ που την στεφανώθηκα κι έκανα κι έξι παιδιά, και να γίνει αυτός που την έχει ανηψιά;

(Εγγαμίδιον αφήνει την αιχμή του κατά αγαμιδίου).

Tristane Banon, παραλίγο ανηψιά του DSK (από Vrastaman, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο πλύσιμο, που εστιάζεται στα σημεία του σώματος που πιάνουν μπίχλα και πιθανόν να ενοχλούν τους τριγύρω. Λύση ανάγκης, όταν ο ενδιαφερόμενος βιάζεται και δεν προλαβαίνει να προχωρήσει σε ολικό καθαρισμό.

Για τους άνδρες : ψωλή, αρκίδια, κώλος, μασχάλες, άντε και μούρη, ίσως και πίσω από τα αυτιά...

Για τις γυναίκες : μουνί, κώλος, μασχάλες.

Η προέλευση αυτονόητη. Απλά για την ιστορία, οι πουτάνες (πιο παλιά, και οι πιο σχολαστικές και ευσυνείδητες), μετά από κάθε πελάτη, έπλεναν τα γεννητικά τους όργανα, καθώς και τις μασχάλες, και πίσω στο καθήκον. Αυτή η διαδικασία, επαναλαμβανόταν πολλές φορές την ημέρα, αναλόγως βέβαια και με το σουξέ της κάθε πουτάνας. Έτσι, καθιερώθηκε η έκφραση αυτή (πληθ. της πουτάνας τα πλυσίματα) να χαρακτηρίζει το τοπικό και βιαστικό πλύσιμο.

- Μάνα έχει ζεστό νερό;
- Όχι, πρέπει να το ανάψεις.
- Δεν προλαβαίνω ρε μάνα. Θα πλύνω μασχάλες, θα ρίξω και κανα δυο λίτρα κολώνια, και νταξ...
- Εμείς γιόκα μου αυτά τα λέμε της πουτάνας τα πλυσίματα!!! Αλί σ' αυτούς που θα σε πλησιάσουν. Τώρα γύρισες από το μπάσκετ.
- Μην ανησυχείς, για ένα ποτάκι πάω εδώ γύρω.
- Ό,τι ξέρεις κάνε. Βαρέθηκα...

(από electron, 02/06/11)

βλ. και γαλλικό ντους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται κατά βάση από την πόκα, αλλά λέγεται και σε όλα τα παιχνίδια του τζόγου. Σλανγκ τζογαδόρικη, αναφέρεται στο σβήσιμο (ποντάρισμα ολικό) του μεγάλου χαρτονομίσματος ή του κόκαλου. Για παράδειγμα, θέλω να ποντάρω 60 ευρώ, αλλά κρατάω ένα εκατόευρο. Αντί να πάρω τα ρέστα από το εκατόευρο, προτιμάω να αυξήσω το στοίχημα, ποντάροντας και τα 40 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, το σβήσιμο συμβαίνει για λόγους :

-βαρεμάρας : ποντάρει κάποιος π.χ. 5 ευρώ, και επειδή η μικρότερη μάρκα που έχω είναι δεκάρα, βάζω την δεκάρα, και δηλώνω ότι πάει για 5 ευρώ (όσο είναι το ποντάρισμα). Στην επόμενη γύρα, και ενώ όλοι έχουν πάει ντούκου, δηλώνω «να σβήσει», δλδ ποντάρω άλλα 5 ευρώ και ρίχνω μέσα όλη τη μάρκα (ενώ θα μπορούσα να πάω ντούκου, και να πάρω τα 5 ευρώ ρέστα, που εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί από τα λεφτά των άλλων παικτών).

-ψιπι : ποντάρει κάποιος 5 ευρώ, έχω πάλι μάρκα μεγάλη (π.χ. 25ευρη) και ακολουθώ στα πέντε. Στην επόμενη γύρα ο ίδιος αντίπαλος ποντάρει άλλα πέντε. Αντί να ακολουθήσω, λέω «να σβήσει», κάνοντας ρελάνς, ανεβάζοντας δλδ το ποντάρισμα στα 20 ευρώ. Το σβήσιμο εδώ δείχνει σιγουριά, αλλά μπορεί να κρύβει και την μπλόφα.

-αρρώστιας : ως γνωστόν οι τζογαδόροι δεν υπολογίζουν τα λεφτά, και προτιμάνε πολλές φορές να παίξουν ακόμα και τα ρέστα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άμα βγει το χαρτονόμισμα από την τσέπη, συνήθως σβήνει στο συντομότερο υπάρχον στοιχηματικό γεγονός...

(σε προποτζίδικο)
- Το λοιπόν, γράφε...
- Λέγε...
- Μπραουνσβάϊγκ Χ, τρομσντάλεν 1, Μαγιόρκα 2 και κλείνει το παρολί με το διπλό της Ουντινέζε. 48 ευρώ.
- Έφυγε.
- Άλλο τώρα. 30 ευρώ σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Ρόζεμποργκ και Πόρτο. Και καλά είναι για μεσημέρι.
- Σύνολο 78 ευρώ.
- Φτου, κατοστάρικο κρατάω.
- Δίνω ρέστα;
- Γιατί ρε θες να μου χαλάσεις την τύχη μου;
- Με το παρδόν...
- Να σβήσει με τυχαία επιλογή, τρία νούμερα από δύο ευρώ, σε έντεκα κληρώσεις. - Ναι, γιατί τα ρέστα πιάνουν και χώρο στην τσέπη..
- Κοίτα ένα μπούστη ρεεεεε... Ρε θα πηγαίνω στον Καπελάκια ρε να παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιάς κοπής πολιτικός. Είναι πιο συνειδητοποιημένος στη φαυλότητά του απ' ό,τι ο απλώς λαοκόλακας, υποσχεσιολόγος Μαυρογιαλούρος, πιο αδίστακτος, πιο υπολογιστικός/μεθοδικός, και το χειρότερο, ενεργεί εν ψυχρώ.

Στη Μεταπολίτευση, τον συναντάμε συχνά υπό τον μανδύα του «τεχνοκράτη» και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της χώρας. Για την ιστορία, ο Χαράλαμπος Βοζίκης (1862-1937), ήταν Έλληνας πολιτικός από την Αρκαδία, πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής με το Λαϊκό Κόμμα.

Χαρακτηριστικό της παλαιοκομματικής αντίληψης του Βοζίκη είναι το ακόλουθο συμβάν, που συνήθιζε να διηγείται ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος: Με την απελευθέρωση των νήσων Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος (1881 - 1966) ορίστηκε Γενικός Γραμματέας της Διοίκησης των Νήσων του Αιγαίου, τις οποίες διοικούσε ήδη ο Χαράλαμπος Βοζίκης. Κάποτε τον ρώτησε ο Βοζίκης περί της τύχης μιας αίτησης κάποιου πολιτικού του φίλου. Εκείνος, που τον ενδιέφερε η επίδειξη της ταχύτερης δυνατής διεκπεραίωσης των υποθέσεων, απάντησε ότι το ζήτημα είχε ήδη λυθεί. Επακολούθησε δε ο εξής διάλογος:

- Βοζίκης: Μα η αίτησις υπεβλήθη χθες.
- Τριανταφυλλόπουλος: Και τι μ’ αυτό; Το αίτημα υπήρξε νόμιμον.
- Βοζίκης: Και το έλυσες χωρίς να έλθουν να σε παρακαλέσουν;
- Τριανταφυλλόπουλος: Αφού το αίτημα ήτο νόμιμον.
- Βοζίκης: Ώστε έτσι, θα λύωμεν όλας τας υποθέσεις αμέσως, χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει η παραμικρά δυσκολία! Δεν καταλαβαίνεις ότι πρέπει να φαινώμεθα ότι τους λύομεν άλλως άλυτα προβλήματα και ότι θα τους τα παρουσιάζωμεν ως ρουσφέτια;

- Ρε πστ μου, περάσανε νόμο που για να κάνεις έναρξη επαγγελματικής στέγης, πρέπει να φέρεις χαρτί από την πολεοδομία, θεωρημένο από τη Νομαρχία, ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που νοικιάζεις, έχει πληρώσει το πρόστιμο για τους ημιυπαίθριους.
- Ε, δεν κατάλαβες καημένε; Επίτηδες τα κάνουν δύσκολα, για να έχεις την ανάγκη τους. Έλεος με τους βοζίκηδες που μπλέξαμε για πολιτικούς, ρε γμτ.

Χ. Βοζίκης (από allivegp, 07/06/11)

Μέρος του ορισμού προέρχεται από το άρθρο της βίκυς στο οποίο παραπέμπει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified