Further tags

Ο οργανοπαίκτης-μουσικός που δεν συμμετέχει σε μουσικό συγκρότημα (γκρουπ, μπάντα, σχήμα κλπ) είτε λόγω επιλογής, είτε λόγω συγκυριών.

Η επιλογή αφορά πολλούς παράγοντες: λόγω φόβου που προκύπτει από απειρία ως προς το παίξιμο του οργάνου, ή ακόμη και λόγω ιδιαιτερότητας μουσικών αναζητήσεων και προτιμήσεων που καθιστούν δύσκολη την εύρεση μουσικών συνοδοιπόρων. Συχνά, οι άμπαντοι προχωρούν στο σχηματισμό one-man project προκειμένου να κοινοποιήσουν το υλικό τους σε άτομα πέρα του κλειστού οικογενειακού, φιλικού και κατοικιδιακού κύκλου τους.

Φυσικά, υπάρχει και η περίπτωση κάποιος να είναι άμπαντος επειδή πολύ απλά είναι και άμπαλος. Όλα παίζουν.

Από το μπάντα (ιταλ. banda) και το α-στερητικό.

  1. Εδώ και ενάμισι χρόνο πάντως είμαι εντελώς άμπαντος και έχω χαρμανιάσει. Οπότε, κιθάρα για να μ' ακούν μονάχα οι γείτονες, παράκμα. Αλλα δέ 'α τελειώσει το γαμημένο; Θα τελειώσει, θα το γυρ΄σω στην κιθάρα, και τότε θα γίνω διάσημος και σπουδαίος, και απο γυναίκες θα σπάσω και το ρεκόρ του Λέμι...

  2. Ρε καθίκι, για να ψάχνεις για άμπαντο σε τόπικ για μπασίστες ή ντράμερ πας να απατήσεις τον Μήτσο γιατί να προσπαθείς να αντικάταστήσεις τον εαυτό σου το βλέπω χλωμό... Όλα θα του τα ξεράσω! (Από εδώ)

Λάιβ και άμπαντος.  (από Mr. Cadmus, 22/02/12)μονόχορδο... φαντάσου να το παίζεις και μόνος σου... (από MXΣ, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που αντιστοιχεί στον αγγλικό όρο reverb (< reverbation), ο οποίος δηλώνει την αντήχηση (με φυσικά ή τεχνητά μέσα) στον ήχο ενός οργάνου ή ακόμη και της ανθρώπινης φωνής, δημιουργώντας έτσι στον ακροατή την αίσθηση του βάθους, ή καλύτερα, την αίσθηση πως ο ήχος παράγεται σε χώρο με υπαρκτές διαστάσεις, βελτιώνοντας έτσι το τελικό ηχόχρωμα –αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση του εφέ αυτού (περισσότερα τεχνικά στοιχεία εδώ και εδώ).

Το βαθάκι χρησιμοποιείται αναφορικά τόσο ως προς την εντύπωση που δίνει ο τελικός ήχος, όσο και ως προς το ίδιο το μέσο που του προσδίδει αυτή την ιδιότητα, είτε αυτό είναι πετάλι εφέ, είτε ρύθμιση σε κονσόλα, ενισχυτή, ή ηχοσύστημα. Αυτό σημαίνει πως το βαθάκι (ή τα βάθια, μία άλλη ονομασία) δεν περιορίζεται μόνο σε αμιγώς μουσικό εξοπλισμό, αλλά σε οποιοδήποτε hi-fi σύστημα, οικιακό, επαγγελματικό ή ακόμη και αυτοκινητιστικό.

Από γλωσσική άποψη, το βαθάκι αποτελεί μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου ένας αμιγώς τεχνικός όρος έχει υποστεί καθαρά σλανγκική οικειοποίηση, αν και γενικά ακούγεται και χρησιμοποιείται αυτούσιος ο αγγλικός όρος σε διάφορες περιπτώσεις.

  1. Χθες το βράδυ έφτιαξα άλλους 3 ήχους που χρησημοποιώ στα Live. Ένα καθαρό (επιπλέον), ένα με rectifier για κάτι ψιλό-heavy κομμάτια και ένα με pitch shifter σε στύλ drop-c που χρησημοποιώ για 1 κομμάτι.
    Το καθαρό ήταν πολύ καλό και με αρκετό σκάσιμο (που φυσικά συνέβαλαν και οι μαγνήτες (HS-2, HS-3)) και το έβγαλα με τον 59Bassman, ήταν καλός ο ήχος και με τον 65 twin αλλά τελικά προτίμησα τον bassman, λίγο chorus, λίγο delay, βαθάκι...αυτά. (Εδώ)

  2. Ντακίμι είναι η ορχήστρα δημοτικής παραδοσιακής μουσικής στα «γιαννιώτικα». Χωρίς μικρόφωνα ενισχυτές «βαθάκια» και επαναλήψεις (reverb και delay δηλαδή) στα «σκέτα». Εκτοξεύτηκε το κέφι στα ύψη!! Κόσμος άρχισε να εισρέει στο καφέ από παντού, χαμός, έπιναν και γλεντούσαν ως το βράδυ. (Εκεί)

  3. Δεν χρειάζεται να πάει κάποιος στο Μέγαρο για να ακούσει ζωντανούς ήχους. Την ανθρώπινη φωνή, ποιος από εσάς την αποδίδει πιστά στο σύστημά του;

Από τα συστήματα που έχω ακούσει, ΚΑΝΕΝΑ δεν μπορεί να αποδώσει πιστά τις ανθρώπινες φωνές, πόσο μάλλον τα υπόλοιπα όργανα.

Οπότε, ξεχνάμε το φυσικό και πάμε τρέχοντας προς ο αφύσικο αλλά όμως εντυπωσιακό. Είναι ίσως και αυτό μια λύση που μάλιστα την προτιμούν και πολλοί μουσικοί. Πολλοί δηλαδή είναι αυτοί που αναζητούν το ψεύτικο για να εντυπωσιάσουν τον ακροατή, γιατί σου λένε ότι δεν ακούγεται καλά η ηχογράφηση που δεν περιέχει «βαθάκι» και διάφορα άλλα εφέ. (Παρακεί)

  1. κατ'αρχην να πουμε ότι εφέ όπως είναι το chorus το phaser και το flanger μπορούν να μπούν και στο dry σήμα αλλα πάντα μετά την βρωμιά (π.χ. σε μία λούπα για εφφέ που πιθανός έχει ο ενισχυτής σου). Τα delay και τα βάθια καλύτερα είναι να μπαίνουν μετά την ηχογράφιση εκτός και αν βασίζεις το παίξιμο σου σε ένα συγκεκριμένο σημείο σε ένα τέτοιο εφε (π.χ. ένα σημείο που θές να παίξεις με slap back delay και θές να έχεις την αίσθηση στα χέρια σου!) (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περί ηλεκτρικής κιθάρας ο λόγος: Βρώμικος ήχος αποκαλείται η παραμόρφωση με την καλή έννοια (distortion). Το βρώμικο παίξιμο εξέθρεψε πολλές γενιές ροκάδων και ξεχωρίζει τα καλά από τα κακά παιδιά.

Εκτός φυσικά από φουσκάλες στα δάχτυλα του κιθαρωδού, η παραγωγή του απαιτεί και βρώμικο κανάλι στον ενισχυτή της κιθάρας.

- O V22 είναι πράγματι πολύ καλός ενισχυτής, με δυνατό σημείο το καθαρό κανάλι του. Κινείται σε vintage μονοπάτια, δε ξέρω αν είναι καλή επιλογή αν παίζεις thrash ξερω γω...Θα σε βγάλει άνετα και στο σπίτι και σε λαιβ. Το βρώμικό του κανάλι είναι απλά ένα ωραίο crunch, αν το τσιτώσεις (πάνω από το 6) λασπώνει σε ενοχλητικό βαθμό. Είναι μια χαρά για blues και classic rock αλλά κατά τη γνώμη μου θέλει σπρώξιμο για καλούς lead ήχους. Συμπερασμα, δεν είναι ο καλύτερος και πληρέστερος ενισχυτής, αλλά για τα λεφτά που διαθέτεις είναι μάλλον κοντά στο ιδανικό (μιλώντας για λαμπάτους πάντα). Εγώ στη θέση σου θα τον αγόραζα και θα τον ζευγάρωνα με ένα καλό overdrive ή distortion πετάλι ;) (συζήτα για ενισχυτές ηλεκτρικής κιθάρας, εδώ)

- Στο Even Flow που ακολουθεί, το βρώμικο riff της κιθάρας έχει πάλι ένα πρώτο λόγο.
(αναφορικά με τους Pearl Jam, εκεί)

- The Von Bondies: Στα live τους, ο κιθαρίστας τους σπάει κατά μέσο όρο τρεις χορδές κιθάρας και ο ντράμερ συχνά ξεσπάει πάνω στο ντράμκιτ του. Επίσης έχουν κατακλέψει όλα τα κιθαριστικά ριφάκια από το 1967 κι έπειτα και διαθέτουν τις πιο βρώμικες κιθάρες από την εποχή των Nirvana. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βυζί αποκαλείται κουτσαβακιστί και το σκάφος ή ηχείο του μπουζουκιού, λόγω διογκωμένης καμπυλωτής εμφάνισης.

Να σημειωθεί ότι κι άλλα μουσικά όργανα παραπέμπουν στον καυλιδερό γυναικείο αισθησιασμό (βλ. το βιολί του Man Ray, διάφορα πνευστά, κ.α.).

Από το δουπού: Πανκελής.

Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι
μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
με ταξίμια, με φυτίλια
με βυζαντινά καντήλια
Στο βυζί του αμπαρωμένος
θα πετάξω το καπάκι,
κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
παρά Αμερικανάκι
(Τζιπάκος, Ρομπέν των Χαζών)

Περί μπουζουκίου (παρα)ετυμολογίαι και πορτοκαλισμοί :

- Πρόθεση: εν + επίθετο :… «βυζός» (διογκωμένος)... + ηχείο…
Όλα αυτά μας κάνουνε το εμβουζούχιον= εμπουζούκιον =μπουζούκι, στα λαϊκά. (Ε, όχι και να χαρίσουμε στους γείτονες τέτοιο οργανάκι!)
(Ρεμπέτικο Φόρουμ)

- Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
(Λάουτα κι ετς)

Ωραία βυζιά (από Vrastaman, 23/01/12)Violon d\'Ingres του Man Ray (από Vrastaman, 23/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ραδιοφωνική αργκό)

Στις ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου, υπάρχουν δύο τρόποι να διακόψεις μετά μουσικής την πάρλα του εκφωνητή: «μουσικό διάλειμμα» (δηλαδή τραγούδι) ή «μουσική γέφυρα».

Η γέφυρα είναι συνήθως ορχηστρικό κομμάτι, όχι εντελώς χαλαρό και ψόφιο και για υπόκρουση μόνο - όπως το χαλί. Θεωρητικά. Πρακτικά, πολλές φορές το ίδιο ορχηστρικό λειτουργεί και ως χαλί και ως γέφυρα, και το μόνο που αλλάζει είναι η ένταση του ήχου. Δεν ψάχνουμε καινούργιο κομμάτι κάθε φορά, αλλά κάθε εκπομπή έχει τη δική της γέφυρα, (ή/και χαλί), που λειτουργεί ως αναγνωρίσιμο σήμα, συχνά περισσότερο κι από το καθαυτό σήμα (δηλαδή τους τίτλους αρχής).

Χρησιμοποιούμε γέφυρα αντί τραγουδιού όταν μένει λίγος χρόνος για γέμισμα (κάτω από ένα λεπτό, πες, άντε δύο). Διότι άμα βάλεις τραγούδι εκεί, αναγκαστικά θα το σφάξεις και ακούγεται άσχημα. Αυτή η πίεση χρόνου μπορεί να συμβεί όταν:

  • Ο εκφωνητής/παραγωγός θέλει να διακόψει την πάρλα για λίγο. Ας πούμε, μπορεί να θέλει να ψάξει μια στιγμή κάτι στα κιτάπια του και μετά να συνεχίσει. Η να θέλει να αλλάξει θέμα συζήτησης, οπότε κοτσάρουμε κάτι στο ενδιάμεσο, για να μην τα λέει όλα μονοκοπανιά.
  • Κοντεύουν οι διαφημίσεις (ειδήσεις ή μετεωρολογικό δελτίο ή ο,τιδήποτε προγραμματισμένο) και ο εκφωνητής δεν προλαβαίνει να πει αυτό που έχει ετοιμάσει, οπότε το αφήνει για μετά.
  • Κάτι πήγε στραβά. Ο εκφωνητής πνίγηκε με το φρέντο του ή έφαγε κόλλημα και δεν ξέρει τι να πει, η συνέντευξη-κονσέρβα αποδείχθηκε κακογραμμένη, το τραγούδι κόπηκε μόνο του χωρίς κανένα προφανή λόγο, έπεσε η ζωντανή σύνδεση με το ματς Πέρα Παναγιάς - Δώθε Παναγιάς, στο στούντιο πέφτουνε σοβάδες, γίνεται Δευτέρα Παρουσία και τα λοιπά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η γέφυρα είναι η καβάντζα του ηχολήπτη.
  1. Εκφωνητής: Στέλιο, μόλις διαβάσω το κείμενο περί μνημονίου, βάλε να παίζει το «Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα, κλαίει κλαίει κι η Παναγιά». Μα πού τα βρίσκω ο πούστης!
    Ηχολήπτης (ανοίγει μικρόφωνο): Έγινεεε.
    Ηχολήπτης (κλείνει μικρόφωνο): Ρε παπάρα ποιητή Φανφάρα, εσένα τα κείμενά σου έχουν τον ατελείωτο. Κάθε μα ΚΑΘΕ φορά, μέχρι να τα πεις πάει ακριβώς και κόβουμε για δελτίο. Σιγά μη μας μείνει χρόνος για τραγούδι σήμερα! Γέφυρα και πολύ σού είναι.

  2. - Τι έγινε εδώ; ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΔΩ; Γιατί δεν εκπέμπουμε; ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΣΗΜΑ;
    - Ό... ό... όχι, κυρία Σοφία, απλά, να, το σιντί είναι χαλασμένο και ακουγόταν χάλια, οπότε το σταμάτησα, και...
    - Και τι περιμένεις, ζώον; ΡΙΞΕ ΓΕΦΥΡΑ! ΤΩΡΑ!

Clubbed to Death - κάνει για γέφυρα, ειδικά απ\' το 0:25 και μετά (από Pirate Jenny, 26/05/11)ΔΕΝ κάνει για γέφυρα... (από Pirate Jenny, 26/05/11)Πίσω απ\' το τζάμι, προς ηχολήπτη: "βάλε γέφυρα" (από Pirate Jenny, 26/05/11)Πίσω απ\' το τζάμι, προς ηχολήπτη: "βάλε τραγούδι" (από Pirate Jenny, 26/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκεράπια λέγονται οι καρέκλες τ. Τζέμης Μπράουν στη γλώσσα των μουσικών και των ντιτζέηδων.

- Μάγκες; πάμε τίποτα γκεράπια να ξεφλοκάρουμε; γιατί τις βαρέθηκα τις κλαψομουνιές!

Βλ. και: γκιράπα, γκιράπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω κιθάρα, μπουζούκι ή κατεπέκταση έγχορδο. Συνήθως με μειωτική σημασία: (α) παίζω μεν, αλλά δεν είμαι και κάνας δεξιοτέχνης, (β) δεν παίζω στα σοβαρά τη δεδομένη στιγμή, παίζω βαριεστημένα, (γ) παίζω ενοχλώντας τους γύρω μου –όπου παίζει διπλό παιχνίδι με τη φράση γρατζουνάω τα αφτιά κάποιου, «ενοχλώ, πρήζω κάποιον με τα λεγόμενά μου, ή επειδή κάνω φασαρία» (σε αντιδιαστολή με τη φράση χαϊδεύω τ' αφτιά κάποιου).

Το γρατζουνάω βγαίνει από τον ήχο γρατς-γρατς, όπως συμφωνούν Τριαντάφυλλος και Μπάμπης. Ας σημειωθεί πως ο τελευταίος, βήτα έκδοση, καταγράφει μόνο τον τύπο γρατζουνίζω (και τον τσαγκρουνίζω) και έτσι του ξεφεύγει και η παρούσα σημασία· ενδεικτικά, με σημερινό γκουγκλάρισμα οι φράσεις γρατζουνάω/γρατσουνάω την κιθάρα χτυπάν 377 και 8 φορές αντίστοιχα, ενώ οι γρατζουνίζω/γρατσουνίζω την κιθάρα, 3 και 0 φορές αντίστοιχα (το οποίο προσωπικά δεν έχω ακούσει ποτέ να λέγεται).

  1. Εφόσον γρατζουνάς και συ από οσο είδα στο προφίλ σου φέρε και το οργανάκι σου μαζί να κεφάρεις μαζί μας. (από το φόρουμ του ρεμπέτικο τζι αρ)

  2. Θα σε συμβούλευα να ξανασκεφτείς το θέμα του ωδείου ή κάποιου δασκάλου διοτι είναι σίγουρο ότι μετά απο μερικά χρόνια εφόσον έχεις μάθει κάποια βασικά πράγματα και έχεις καταφέρεις να την γρατζουνάς και να λές και κάνα τραγουδάκι θα κτυπάς το κεφάλι σου που όταν έπρεπε δεν έκανες μερικά μαθηματάκια για να φύγεις από το γρατζούνισμα και να άνεβεις ένα στάδιο παραπάνω... (από φόρουμ)

  3. Έπρεπε να ήσουν εδώ στις γιορτές, αγόρασε ο θείος μου κιθάρα και τη γρατζουνούσε, ενώ παράλληλα γρατζουνούσε και η μικρή το βιολί - εκεί να δεις γέλιο :p (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Την προηγούμενη φορά που είχα δει τους “Anathema” στο “fuzz club” στην Αθήνα ήταν υπέροχοι. Αυτή τη φορά μπορεί να ήταν μόνος του ο κιθαρίστας τους, αλλά σε έκανε τρεις το βράδυ να ευχαριστείς τη μάνα σου που πήρε την κιθάρα (της) στην Κέρκυρα και δεν μπήκες στον πειρασμό να ξεσηκώσεις τη γειτονιά (με τα φάλτσα μου καθώς μόνο να γρατσουνάω λίγο ξέρω)! (από ιστολόι)

«Ο γλάρος» απο Λοκομόντο, τελευταίοι στίχοι. (από vikar, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυσική βραχνάδα στη φωνή. Αποτελεί προτέρημα σε πολλά είδη μουσικής καθώς προσθέτει βάρος και συναίσθημα στην ερμηνεία. Προέρχεται εκ του ιταλικού greggio (γκρέτζο) που σημαίνει ωμό, ακατέργαστο και συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικώς με το πετρέλαιο και δηλώνει, εννοώντας αυτό που λέμε στα ελληνικά αργό.

Η λέξη όμως έχει ακολουθήσει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική σλανγκ μέχρι την προαναφερθείσα σημασία. Τα γρέζια στην μαστοριλίστικη αργκό είναι το παχύρρευστο μείγμα ορυκτελαίου και μικρορινισμάτων μετάλλων που έχουν αποπλυθεί από την κυκλοφορία του ελαίου κατά την διάρκεια μιας μηχανουργικής διεργασίας ή ρονταρίσματος κάποιας μηχανής.

Εμφανώς, κάποιος εύστοχα συνέδεσε το παχύρρευστο και ακατέργαστο των ελαιωδών αυτών διαλυμάτων με την φλεγματώδεις εκκρίσεις της λαρυγγοφαρυγγικής κοιλότητας, που προκαλούν και την εν λόγω βραχνάδα.

Υπάρχουν βέβαια και φέηκ γρέζια στα οποία ουκ ολίγοι νεομέταλ φρόντμεν προσπαθούν να επιδοθούν, χρησιμοποιώντας σάλιο επιγλωττίδα και ότι άλλο μπορεί να βάλει κάνεις με το νου του.

Καταχρηστικά το γρέζι, κυρίως ως ανεπιθύμητο background noise, χρησιμοποιείται σε κάθε είδους συσκευή ήχου (ενίοτε και εικόνας)

  1. Φιλε Χαρη το εχω το προγραμμα!Ειναι κορυφαιο για τζαμπα!Αν και δεν αναγνωριζει την εντολη G83 που ειναι για peck drilling(τρυποκαρυδος).Αυτη η εντολη κανει τρυπα 1mm παραδειγμα,βγαζει το κοπτικο εξω να καθαρισει απο το γρεζι,ξανακοβει αλλο ενα μεχρι να φτασει το επιθυμητο βαθος.Αυτη η εντολη ειναι σαφως καλυτερη απο την G81 που το παει μια και εξω και οταν τρυπας αλουμινιο ή το τρυπανι εχει κοντα λουκια το υλικο που κοβεται δεν προλαβαινει να βγει εξω απο την τρυπα με αποτελεσμα να φρακαρει η τρυπα με γρεζι. (από εδώ)

  2. Το ασφαλέστερο,το πιο εντυπωσιακό και το πιο ωραίο μέταλ γρέζι(δεν μιλώ για thrash και death φωνές) γίνεται με την επιγλωττίδα και την ταυτόχρονη χρήση του twang που λέει η voice . Το να το μάθει όμως κάποιος μόνος να το κάνει του είναι σχεδόν απίθανο. Πρέπει κάποιος να του το δείξει... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified