Further tags

Έχουμε φτιάξει το τρίφυλλο...ναι; Έχουμε μαζί μας και πρέζα. Σαλιώνουμε λοιπόν το τσιγάρο και του ρίχνουμε πάνω πρέζα! Η πρέζα κολλάει. Και το κανονικό χαρτάκι Rizla που έχουμε χρησιμοποιήσει, έχει γίνει πλέον πρεζόχαρτο!

Βλέπεις ένα μπάφο με άσπρη σκονίτσα κολλημένη πάνω του; Μπάφος με πρεζόχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικά, οι κρατήσεις και εισφορές που επιβαρύνουν τον εργοδότη: φόρος μισθωτών υπηρεσιών, ασφαλιστικά ταμεία, κ.ταλ. Εκτός εάν απασχολεί κόσμο με μπλοκάκι ή μαύρα.

Πάσα: Χότζουλας, εδώ.

- ΙΚΑ, μίκα, σύκα, ΤΕΒΕ, σε ταράζουνε στο κλέβε.
(άγνωστος αστιάτωρ, εδώ)

- Τυπική σε όλες τις υποχρεώσεις μου, εφορίες, ΙΚΑ μίκα, σίκα, έκτακτες σφαλιάρες (προφανώς για εξοικείωση) και ότι άλλο σκαρφίζονταν τυχοδιώκτες, απολύτως άχρηστοι πολιτικοί.
(αγκανακτισμένη πωλήτρια, εκεί)

- οι Ελληνες πληρωνουν φορους,εκαναν αντισταση-πολυτεχνεια,εξοριες,­αλβανικο επος,θυσιες αιμα αγωνες κλπ.Σε καμια περιπτωση οι αλλοδαποι και οι γυφτοι δεν εχουν τα ιδια δικαιωματα (ακομα και στην παρανομια) με εμενα που ο πατερας μου πληρωνε ικα μικα συκα χρονια,ο παππους μου θυσιαστικε σε στρατοπεδο συγκεντρωσης και τα ξαδερφια μου εκαναν πολυτεχνεια
(δίπους συνομοταξίας homo horribilis, παπαραπέρα)

(από Vrastaman, 23/09/12)(από Vrastaman, 23/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα σκουπίδια, ξυσίματα ή πιξελιάσματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής εικόνας και ήχου, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε τα παλιά καλά χιόνια.

Εκ των τεχνολογία και τερατούργημα, καμία σχέση με το τεχνούργημα.

Ασίστ: patsulis.

- Τεχνουργήματα :p, ή απλούστερα, ψηφιακά σκουπίδια: τετραγωνάκια στην εικόνα, παγώματα στο video, κοψίματα στον ήχο κλπ.
(εδώ)

- Παιδιά τι μπορεί να είναι αυτά τα πλεγματοειδή τεχνουργήματα; Τα βλέπω εδώ και 2-3 μέρες, και στις πέντε TV του σπιτιού...
(επεί)

- το εν λογω player καθως επαιζε ενα δισκακι dvd αρχισε να κανει εντονα τεχνουργηματα στην εικονα,τα οποια εξελιχθηκαν σε κοκκινα χιονια τα οποια παρεμειναν και μετα την εξαγωγη του δισκου..Το εκλεισα,το ξανανοιξα ,και..παπαλα,εξοδος εικονας δεν.
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 28/09/12)(από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται ειδική συσκευή ή επιλεγόμενη θέση στα περισσότερα πολύμετρα, η οποία, μετά από απλό χειρισμό, μας καταδεικνύει με ένα χαρακτηριστικό ήχο αν είναι κλειστό ένα ηλεκτρολογικό κύκλωμα. Ο έλεγχος γίνεται πάντα εκτός τάσης (χωρίς να έχουμε ρεύμα στο προς έλεγχο κύκλωμα, δηλαδή).

Να ένα παράδειγμα:

Έχεις ένα μάτσο από μπλεγμένα καλώδια και θες να βρεις ένα μονοκόμματο. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να βρεις όλες τις άκρες των καλωδίων, να τις καθαρίσεις από τη μόνωση ώστε να φανεί το εσωτερικό του, να κρατήσεις ενωμένο το ένα άκρο του τζιτζικιού με ένα τυχαίο άκρο από το μάτσο και, με το άλλο άκρο του τζιτζικιού, να αρχίσεις να ακουμπάς τις υπόλοιπες άκρες των καλωδίων. Όπου ακούσεις χαρακτηριστικό μπιπ, σταματάς. Τα κατάφερες! Οι δύο άκρες που έχεις στα χέρια σου τώρα, αντιστοιχούν σε ένα μονοκόμματο καλώδιο.

Άλλο παράδειγμα, πιο κοινό. Έχεις μια λάμπα πυρακτώσεως λευκή και δεν ανάβει, παρόλο που έχεις ρεύμα παντού και όλες οι ασφάλειες στον πίνακα είναι ανοιγμένες (σε θέση on) ενώ δεν έχεις πουθενά άλλη λάμπα να την αλλάξεις και να την δοκιμάσεις. Παίρνεις λοιπόν το τζιτζίκι σου (που πιθανόν να βρίσκεται στο κάτω συρτάρι της κουζίνας), ξεβιδώνεις τη λάμπα και ακουμπάς το ένα άκρο του τζιτζικιού στο κάτω μέρος της λάμπας και το άλλο άκρο στο σπείρωμά της. Αν ακούσεις χαρακτηριστικό μπιπ, πα να πει ότι υπάρχει συνέχεια στο κύκλωμα και η λάμπα είναι Ok, οπότε θες ντουί ή διακόπτη ή δεν ξέρω και 'γω τι. Αν δεν ακούσεις τίποτα, απλά άλλαξε λάμπα.

Με την ίδια διαδικασία μπορούν να ανιχνευτούν ελαττωματικά καλώδια, λάθη επαφής, βραχυκυκλώματα, λάθη συνδεσμολογίας και μερικά άλλα παρόμοια.

Η ονομασία έχει κατοχυρωθεί λόγω τις σχετικής ομοιότητας με τον ήχο γνωστού καλοκαιρινού εντόμου, αλλά κυρίως γιατί έχει προτιμηθεί από την κανονική ονομασία του που είναι «ελεγκτής συνέχειας».

Επίσης έχει κατοχυρωθεί και το παράγωγο ρήμα «τζιτζικάω», δηλ. ελέγχω ένα ηλεκτρολογικό κύκλωμα με το τζιτζίκι και διαπιστώνω ότι δεν είναι πουθενά κομμένο.

  1. - Όλα Ok;
    - Τσου,
    - Τι τσου; Το τσέκαρες με το τζιτζίκι;
    - Το τζιτζικάω και δε τζιτζικάει.

  2. Στην παλιά μου δουλειά δοκιμάζαμε καλώδια και κονέκτορες πριν την τοποθέτηση και βρίσκαμε αμέσως κομμένες ή βραχυκυκλωμένες επαφές με το βομβητή που κάποιοι συνάδελφοι αποκαλούσαν και «τζιτζίκι». Ένας παλιός συνάδελφος μου είχε πει: Τα καλώδια πριν τα συνδέσουμε, τα «τζιτζικάμε»!
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τραχειοτομημένοι, διασωληνωμένοι και ενίοτε χωρίς εγκεφαλική λειτουργία ασθενείς που δέχονται περίθαλψη μέχρις εσχάτων σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.

Μακάβρια ιατρική αργκό.

- Πως πάει η δουλεία;
- Κλασικά στον ΕΚΑΒ... όλη μέρα παραλαμβάνω πτώματα με εξιτήριο από ιδιωτικές κλινικές και τα περιφέρω από νοσοκομείο σε νοσοκομείο του Ε.Σ.Υ. μπας και βρεθεί κρεβάτι σε Μ.Ε.Θ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα τουτούνι βγάζει μούτρα σε περίπτωση υποστροφής: οι μπροστινοί τροχοί γλιστρούν και το όχημα θα κινηθεί με την μούρη προς το εξωτερικό μέρος της στροφής. Ο σωστός οδηγός θα τραβήξει το πόδι από το γκάζι ή, στα δύσκολα, θα τραβήξει χειρόφρενο. Συνήθως προκαλείται λόγω κακού στησίματος του εφτακινήτου, φθαρμένων ελαστικών, υπερβολικής φόρτωσης, ασχετοσύνης, ή απλά φορ τεχ λουλζ.

Σ.ς.: στην αντίθετη περίπτωση υπερστροφής το αμάξι θα πετάξει κώλο πράγμα που αντιμετωπίζεται με ανάποδο τιμόνι και κατάλληλα γκαζώματα.

- Τα πισωκίνητα τα προτιμούν καλοί οδηγοί (οι περισσότεροι παλιάς σχολής) που θέλουν να έχουν τον έλεγχο αν τυχόν μπούνε σε στροφή με περισσότερα χιλιόμετρα απ' όσο πρέπει (αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά αμάξια στημένα για λίγη υποστροφή). - Ετσι ακριβως ειναι συμπεριφορα του si μου. Βγαζει λιιιιγα μουτρα στην εισοδο αλλα με το που δωσεις γκαζι διορθωνει και απλα στριβει
(βρουμ)

- στο δρομο...δηλαδη πολυ κατω απο τα ορια του το αμαξι ειναι αρκετα ουδετερο-ελαφρα υποστροφικο..ακομα ομως και στο οριο του δυσκολα βγαζει μουτρα..πολυ δυσκολα..μηπως κατι παιζει με την ευθυγραμμιση σου....την εχεις τσεκαρει;;
(βρουμ βρουμ)

Υποστροφή (από Vrastaman, 18/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ... χαϊδευτικά το ηλικιωμένο και ταλαιπωρημένο, επαγγελματικό συνήθως, αλλά και Ι.Χ. αυτοκίνητο που όμως, παρά τα χρονάκια του, τις βλάβες του και τις ελλείψεις του, λειτουργεί κανονικά, αρνούμενο να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Συχνά λειτουργεί και πιο αξιόπιστα από καινούργια μοντέλα τελευταίας τεχνολογίας.

Ο μάστορας στον βοηθό.
- Άντε ρε Γιώργο πάρε τη «Μαρμάρω» και τράβα να πετάξεις εκείνα τα παλιοκιβώτια.

Μαρμαρω (από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις προάλλες που λέτε είχα πάει Σ/Μ (όχι αυτό ρε, το άλλο, που πουλάει τυριά και κωλόχαρτα και μπυρόνια), όπου πληροφορήθηκα αιφνιδίως ότι βολίδα είναι εκείνος ο διαφανής πλαστικός κύλινδρος μήκους περίπου 20 εκ. και διαμέτρου περίπου 10, ο οποίος ξεβιδώνει στη μέση και χωρίζεται στα δύο, και μέσα στον οποίο τοποθετούνται τα χαρτονομίσματα όταν παραχοντρύνει το ταμείο του πολυκαταστήματος. Στη συνέχεια, η βολίδα εισάγεται στην ειδική υποδοχή που υπάρχει δίπλα στο ταμείο και σβιιιννν αποστέλλεται μέσω ενός δικτύου διαφανών σωληνώσεων στην κοιλιά του θηρίου για τα περαιτέρω (θα το έχετε δει πιστεύω).

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ούτε με ατμό, ούτε με πυρηνική ενέργεια.

Αν κάποιος ξέρει περισσότερες λεπτομέρειες ας τις καταθέσει στα σχόλια ή ας ανεβάσει συμπληρωματικό ορισμό, Δημοκρατία έχουμε.

ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

Οικογενειάρχης Κουβαλητής Λημματογράφος περιμένει στην ουρά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Όταν έρχεται η σειρά του, η Ταμίας, η οποία εκείνη την ώρα σκαλίζει (όχι τη μύτη της αλλά) το συρτάρι με το μπαγιόκο, αφού κόβει πρώτα τη μάπα του η οποία προφανέστατα δεν της εμπνέει την παραμικρή εμπιστοσύνη, στρέφεται σε διερχόμενη συνάδελφό της:

T. : - Εύη, φέρε μου μία βολίδα.
Ο.Κ.Λ. : - Τι είναι η βολίδα; (Ωπα!!!;;;)
Τ. : - Τίποτα, κάτι δικά μας λέμε... (δεν πάμε καλάααα...)
Ο.Κ.Λ. : - Επαγγελματικό είναι ; (λέγε μωρή!)
Τ. : - Ναι (τι 'ναι τούτος ρε ;)
Ο.Κ.Λ. : - Το κατάλαβα, γι αυτό ρωτάω (πού να σού εξηγώ τώρα βρε κοπελιά...)

(Η παρτίδα σώζεται από την Εύη που καταφτάνει με το λημματογραφούμενο μαραφέτι ανά χείρας)

Ο.Κ.Λ. : - Α, αυτό είναι που... (κοίτα ρε πούστη μου τι μαθαίνει κανείς...)
Τ. : - Ναι, αυτό είναι που παίρνει τα λεφτά και τα στέλνει...εεε...στον ουρανό. Τα βρήκατε όλα με τις αγορές σας; Εικοσιέξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτά... Ευχαριστούμε πολύ...Καλό βράδυ να 'χετε... (Ιησούς Χριστός νικά...άντε να σε διαβάσει ο παπα-Τρύφωνας άθρωπέ μου...την όρεξή σου έχω βραδιάτικα...)

Ο.Κ.Λ. αποχωρεί δίκην βολίδας επειδή κατουργιέται κι επειδή τον περιμένουνε στο σπίτι με την παντόφλα στο χέρι.

ΑΥΛΑΙΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified