Further tags

Συμπληρωματικά με τον άλλον ορισμό και ειδικά στην έκφραση έχω πρόσωπο, σημαίνει την φερεγγυότητα κάποιου. Είναι υποπερίπτωση της γενικότερης σημασίας της υπολήψεως και της εκτίμησης - γι' αυτές λέγεται και το κούτελο.

Η ενδιαφέρουσα ιδιομορφία του προσώπου είναι η μετρησιμότητα της φερεγγυότητας στην οποία αντιστοιχεί. Κάποιος δηλαδή μπορεί να έχει πρόσωπο για ένα ποσό αλλά να μην έχει για άλλο, μεγαλύτερο. Αντιδιαστέλλεται δηλαδή με την ηθική αξιολόγηση, την οποία συνήθως είτε την αναγνωρίζεις σε κάποιον είτε όχι, πάντως δεν μπορείς να της βάλεις μια τιμή.

  1. - Γεια χαρά συνάδελφε, μια πληροφορία για έναν πελάτη σας θα ήθελα.
    - Όνομα;
    - Φραγκάτος Α.Ε.
    - Καλός. Τι ποσό;
    - Πενήντα χιλιάρικα.
    - Νταξ, έχει πρόσωπο και για παραπάνω.

  2. - Ποιος πλήρωσε τους καφέδες;
    - Κανείς, γιατί;
    - Πότε θα τον πληρώσω τώρα τον κυρ Μπάμπη, αφού φεύγω με άδεια!
    - Αμάν ρε φίλε, δεν έχεις πρόσωπο για δέκα ευρώ στον καφετζή; Σιγά μην του κόψεις και επιταγή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραπεζική αργκό, εκ του γαλλικού position που σημαίνει θέση. Ο γαλλικός όρος έχει αρχίσει να υποχωρεί υπέρ του ελληνικού (και καλά κάνει) αλλά λέγεται ακόμα από αρκετούς παλιούς τραπεζικούς.

Ποζισιόν είναι η ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των λογαριασμών ενός πελάτη στην τράπεζα. Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται περισσότερο: είναι η συνοπτική αποτύπωση αυτής της κατάστασης των λογαριασμών σε μια εύληπτη παρουσίαση, ιδανικά σε ένα φύλλο χαρτί. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αλλά με τον αριθμό, το είδος και το υπόλοιπο των λογαριασμών μόνο, την ημερομηνία αναφοράς, άντε και βασικά στοιχεία για τα τυχόν καλύμματα (προσημειώσεις, υπέγγυες επιταγές κλπ). Κλασικό απαιτούμενο για κάθε χορηγητική (δανειακή) απόφαση της τράπεζας.

Ο ελληνικός όρος θέση είναι ευρύτερος και συμπεριλαμβάνει διάφορα χρηματοπιστωτικά και χρηματιστηριακά φαινόμενα που, και να τα ήξερα, νομίζω πως είναι ακόμα λιγότερο καταχωρήσιμα.

  1. Ορολογία στο μπαλέτο. Η συγκεκριμένη θέση του σώματος του χορευτή όταν ξεκινά ή ολοκληρώνει μια κίνηση. Στο κλασσικό μπαλέτο υπάρχουν πέντε βασικές ποζισιόν. Βλ. εδώ.

  2. Στην «πολ ποζισιόν» (pole position), την πρώτη θέση εκκίνησης δηλαδή στην φόρμουλα. Πολύ συχνότερα, βέβαια, λέγεται με την αγγλική προφορά (πολ ποζίσιον).

  3. Στην «ποζισιόν ντιφισίλ» (position difficile), γαλλοπρεπής τρόπος να πεις δύσκολη θέση.

  1. - (Ε ρε γκαύλες ο δικός σου να έρθει πρωινιάτικα στην τράπεζα) καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
    - Είστε ο διευθυντής;
    - Ναι, παρακαλώ.
    - Επιθεώρηση. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο για καταμέτρηση, βγάλε καταστάσεις συμφωνίας ταμείου και πες στις χορηγήσεις να ετοιμάζουν φακέλους.
    - (Και το είδα το όνειρο) Όριο ελέγχου κύριε επιθεωρητά;
    - Όλους, αλλά γι’ αυτήν τη βδομάδα τους πελάτες από ένα εκατομμύριο και πάνω. Κάθε χορήγηση με την ποζισιόν της από πίσω και τα παραστατικά, μην ψάχνω σε χαρτιά και χαρτάκια.
    - Μάιστα (πάνε τα επόμενα διακόσια σαββατοκύριακα...)

2α. Από εδώ:

Ο αλαλάζων ήταν ένας νέος που θα μπορούσε να είναι ο πρόεδρος της Ένωσης Σπασικλακίων Ελλάδος, με γυαλιά που είχαν να καθαριστούν από τις προηγούμενες εκλογές, παντελόνι πάνω από τον αφαλό, μπλούζα επιμελώς βαλμένη μέσα από το παντελόνι και πέλματα σε γωνία 180 μοιρών με τις φτέρνες ενωμένες (πρώτη ποζισιόν για όσους ξέρουν από μπαλέτο).

2β. Από εδώ:

Καλά, εσύ αν έχεις μπιροκοιλιές και σώμα σαν το μεγάλο ρεμάλι και μπορείς να εκτελέσεις μία σωστή ποζισιόν στο μπαλέτο εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις.

  1. Από εδώ:

Ο μεγάλος άτυχος του πρώτου αγώνα ήταν ο Δανός Κάσπερ Άντερσεν με την ομάδα της Μίντζλαντ, ο οποίος ενώ είχε ξεκινήσει από την πολ ποζισιόν, έχασε την πρώτη θέση όταν η ομάδα του καθυστέρησε στον ανεφοδιασμό καυσίμων κατά τη διάρκεια του pit stop.

  1. Από εδώ:

Λέω ό, τι αισθάνομαι, σε σημείο που μπορεί να φέρει καποιους σε ποζισιόν ντιφισίλ. LOL!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάντα στο τρίτο πρόσωπο: καθαρίζει

Μαμίσια κυριολεκτικά κουβέντα που αναφέρεται στο μικρό παιδί και την λένε πολύ και οι νηπιαγωγοί.

Καθαρίζει ένα νήπιο που μαθαίνει να πηγαίνει όταν πρέπει στην τουαλέτα και να μην τα κάνει πάνω του, απαλλάσσοντας συνεπώς, το μεν ίδιο από τις πάνες, τους δε ανθρώπους που το φροντίζουν από την ανάγκη να το αλλάζουν.

Αποτελεί προϋπόθεση για να δεχτούν το παιδί σε παιδικό σταθμό, τουλάχιστον σε κάποιους που έχω ιδία άποψη.

  1. Από εδώ:

Έχω την πίεση με τον Δημοτικό Παιδικό Σταθμό (όπου απαιτούν να έχει καθαρίσει το παιδί) αλλά προτιμώ να μάθει στην ώρα της κι ας μην πάει παιδικό παρά να την υποχρεώνω με το ζόρι, άλλωστε αγύριστο κεφαλάκι είναι ούτως ή άλλως, ζωή νάχει η ζουζούνα μου!

  1. Από εδώ:

Θα ηθελα λοιπον να με βοηθησετε με τις γνωσεις σας.Η κορη μου ειναι 31 μηνων και ακομη δεν εβγαλε τις πανες.Το καλοκαιρι που ηταν 2 προσπαθησαμε με τη μαμα μου που την κραταει οταν δουλευω,αλλα το μωρο εκτος απο 5-6 φορες που εκανε στο γιογιο δεν εδειξε να ειναι ετοιμη.Ετσι κι εγω επειδη θα ερχοταν και το 2ο μωρο τον Φεβρουαριο, το αφησα για φετος το καλοκαιρι επειδη εχω διαβασει οτι ο ερχομος ενος νεου μελους δεν ειναι καλη περιοδος για να «καθαρισει» το παιδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φάκα (η): ουσιαστικό. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την παγίδευση ζώων. Πιο συχνά συναντάται στο κυνήγι ποντικών (βλ. παράδειγμα 0). Ενίοτε και στο κυνήγι μαγισσών (βλ. παρακάτω).

Μεταφορικά α: (τα βάζω εγώ -δεν πάμε μακριά έτσι κι αλλιώς)

Χρησιμοποιείται σωρηδόν σε αστυνομικά ρεπορτάζ (βλ. Σόμπολο και λοιπούς ρουφ) για να υποδηλώσει τη σύλληψη του «κακού» απ' τους «καλούς». Η σύλληψη συνήθως γίνεται κατά λάθος ή σκηνοθετείται για τα μάτια του κόσμου, αλλά η λέξη «φάκα» (καταλυτικός ο ρόλος της στο ρεπορτάζ -συνήθως δεύτερη λέξη τίτλου) υπεισέρχεται για να εδραιώσει το κύρος της ελληνικής αστυνομίας, προσδίδοντας τη χάρη μιας καλοστημένης ενέδρας, με έρευνα, σχέδιο δράσης και εμφανή αποτελέσματα, διαποτισμένη ταυτόχρονα από τις αρετές της σοφίας και της εγκαρτέρησης. Η συγκεκριμένη φάκα δεν είναι συνήθως μεγάλη, με αποτέλεσμα να πιάνονται κυρίως χαμστεράκια και να διαφεύγουν οι αρουραίοι (βλ. παραδείγματα 1, 2 και 3).

Μεταφορικά β: (βάλτε ένα χεράκι κι εσείς)

Αόρατος μηχανισμός που χρησιμοποιείται από ένα σύστημα (επίσης αόρατο) για να εγκλωβίσει / παγιδεύσει ένα άτομο το οποίο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ανένταχτο στο σύστημα αυτό (βλ. παράδειγμα 4). Το αποτέλεσμα, παρά το αόρατο τόσο του μηχανισμού όσο και του συστήματος, είναι καθ' όλα ορατό.

Μεταφορικά γ: (του συ(νει)ρμού)

Το τελευταίο γεύμα. Συνοδεύεται απαραίτητα με κασέρι.


Περαιτέρω χρήσεις της λέξης:

α. για τον ηχητικό προσδιορισμό του γράμματος «φι»: «βήτα, φι... όπως φάκα, φυσαλίδα...» (ρήση γνωστού φ-φαρσέρ)

β. για την περιγραφή μιας μορφής του οιδιπόδειου συμπλέγματος (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως): με πρώτο συνθετικό τη λέξη «μητέρα» αγγλιστί (μάδα), υποδηλώνει τον μηχανισμό που δημιουργούν οι μητέρες ώστε να δυσκολέψουν την απαγκίστρωση των τέκνων τους από τους κόλπους (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως) της οικογένειας (παραδείγματα μαδαφάκας είναι οι φράσεις: «θα με πεθάνεις μ' αυτά που κάνεις!», «δε σκέφτεσαι καθόλου την έρμη τη μανούλα σου», «εμείς για σένα τα κάνουμε όλα», κλπ)

και τέλος, γ. εννοείται, η χρυσή φάκα: φάκα d' oro, στο μηχανισμό της οποίας πέφτουν συχνά θηλυκά που γυαλίζει το μάτι τους όταν τη βλέπουν σε βιτρίνες, και αρσενικά όταν βλέπουν τα θηλυκά να γυαλίζει το μάτι τους.


φακός (ο): ουσιαστικό, ομόρριζο -και το αντίστοιχο αρσενικό- της προαναφερθείσας «φάκας». Πρόκειται για το εργαλείο που μοιάζει με φωτόσπαθο, κι όχι το άλλο που είναι ομόρριζο (ίδιο δέντρο, άλλος πατέρας) με τις φακές. Χρησιμοποιείται και αυτό για την παγίδευση ζώων. Συναντάται κυρίως στο κυνήγι του λαγού (βλ. παράδειγμα 5).

  1. ποντίκι vs φάκα

  2. «Στη φάκα αστυνομικός για ναρκωτικά»

  3. «Στη φάκα διεφθαρμένος αδιάφθορος»

  4. «Στη φάκα της αστυνομίας κακοποιός»

  5. «...τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα / τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα» (Κ. Τριπολίτης, Δ. Μούτσης, Σ. Μπέλλου, «νταλίκα»)

  6. ...το γνωστό και κατακριτέο λαθραίο και απαγορευμένο κυνήγι του λαγού με τα φανάρια και φακούς! λινκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογράφος, στην ιατρική σλανγκ (περασμένων δεκαετιών), αποκαλείται ο ακτινολόγος.

Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η δουλειά του ακτινολόγου, ήταν να τοποθετεί τις πλάκες στο μηχάνημα και να προσέχει να μην κουνηθεί ο ασθενής. Μετά, εμφάνιζε τις πλάκες, πληρωνόταν και τις έδινε στον πελάτη. Δλδ. έκανε ό,τι και ένας φωτογράφος του '60.

Με την πάροδο του χρόνου και την τεράστια εξέλιξη της ακτινολογίας (εδώ και πολλά χρόνια μιλάμε και για παρεμβατική / θεραπευτική ακτινολογία), ο όρος έχει εκλείψει. Αλλά ακόμα και τώρα, μπορεί από κάποιον συνταξιούχο γιατρό, να ακούσετε την εξής φράση «φωτογραφία έβγαλες;», ή τον χαρακτηρισμό «φωτογράφος» για συνάδελφο ακτινολόγο.

- Ρε Παναγιώτη, τι να γίνεται εκείνος ο συμφοιτητής σου ο φωτογράφος...
- Σπουδαίος και τρανός. Καθηγητής πανεπιστημίου έχει φτάσει. - Κανονικός φωτογράφος ήταν. Δεν θυμάμαι να είχε κάνει ποτέ διάγνωση!
- Ναι, αλλά έκανε καλό γάμο. Με την κόρη του πρύτανη. Από κει και πέρα, βάζει τους φοιτητές και τους βοηθούς να βγάζουν το φίδι από την τρύπα...

(από electron, 16/10/10)Ακτινογράφε τράβα μια ακτινογραφία (από GATZMAN, 17/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται στο ποδόσφαιρο το σύστημα 4-3-2-1, επειδή πάνω στο σχεδιάγραμμα του γηπέδου οι σημαδούρες-παίχτες δίνουν την εικόνα χριστουγεννιάτικου δένδρου.

Πρόκειται για διεθνή ιδιωματισμό: Christmas tree formation

- Πω πω, πάλι με χριστουγεννιάτικο δέντρο θα παίξουμε. Νύχτα το πήρε το δίπλωμα ο κόουτς;

(από allivegp, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από την υδατοσφαίριση. Όταν κάποιος αμυντικός κάνει κάποιο αντικανονικό ή σκληρό φάουλ, μία από τις πιθανές ποινές είναι και η αποβολή του από το γήπεδο για συγκεκριμένο χρόνο. Ο χρόνος αυτός ορίζεται όσο η διάρκεια μιας επίθεσης για την αντίπαλη ομάδα. Η επιτιθέμενη ομάδα παίζει με έναν παίκτη παραπάνω μέχρι να εξαντληθεί ο χρόνος επίθεσης (ο οποίος μηδενίζεται με την αποβολή). Με το πέρας της επίθεσης (αλλαγή στην κατοχή μπάλας, γκολ, άουτ), ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος, ο τιμωρημένος παίκτης επανέρχεται στον αγωνιστικό χώρο.

Η πιο πάνω κατάσταση αναφέρεται σαν επίθεση με παίχτη παραπάνω. Ακόμα και στα στατιστικά, αναφέρεται π.χ. «στον παίχτη παραπάνω» είχαμε τραγικό ποσοστό, εννοώντας ότι στις επιθέσεις με αριθμητικό πλεονέκτημα δεν καταφέραμε να έχουμε καλό ποσοστό επίτευξης γκολ.

Αυτή είναι η ορολογία (λίγο βαρετή). Ο όρος σλανγκίζεται όμως και πέραν της κάπως «στραβής» χρήσης, όπως η πιο πάνω (εμφανές στα παραδείγματα), και στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) «(παίχτης) παραπάνω» αποκαλείται και ο παίκτης ο οποίος μένει χωρίς αντίπαλο. Ο οποίος δεν είναι ο ίδιος πάντα. Αν ακριβολογούσαμε, θα έπρεπε να αναφερόμασταν στον «ελεύθερο» παίκτη, όπως γίνεται και στα άλλα ομαδικά αθλήματα. Αλλά στην υδατοσφαίριση, ο ελεύθερος λέγεται και «ο παραπάνω».

β) σε όλες τις περιπτώσεις που το ουσιαστικό απαλείφεται ή, ως ευκόλως εννοούμενο, παραλείπεται. Δλδ. σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείται η έκφραση «παίχτης παραπάνω», αλλά μόνο το «παραπάνω», κλινόμενο σαν το ουσιαστικό που παραλείφθηκε.

  1. ... και τα 6 γκολ επιτεύχθησαν στον παίχτη παραπάνω με ένα πολύ καλό ποσοστό 6/7 ...

  2. Trikala Gate 7 .:: ΠΟΛΟ - Ολυμπιακός - Πανιώνιος 7-6
    Ο Δημήτρης Μάζης ισοφάρισε για τον Πανιώνιο στον παίκτη παραπάνω, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νταλίκες είναι μεγάλα και μακριά τροχοφόρα οχήματα που, κατά τις νυκτερινές ώρες σε εθνικές και επαρχιακές οδούς, χωρίς οδικό φωτισμό, και ειδικά στις διασταυρώσεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνουν ορατές και άρα αντιληπτές σε όλο τους το μήκος και πλάτος. Ιδιαίτερα δε, εάν σύρουν και ρυμουλκούμενο όχημα.

Με σκοπό λοιπόν την αποφυγή των τροχαίων δυστυχημάτων, ο ιδιοκτήτης προβαίνει σε κάλυψη ολοκλήρου του οχήματος και του ρυμουλκούμενου με πλήθος εγχρώμων μικρών φωτεινών λαμπτήρων, προκειμένου το όχημά του να γίνεται έγκαιρα και από μακρινή απόσταση αντιληπτό από τους διερχόμενους και διασταυρούμενους οδηγούς των υπολοίπων Ι.Χ. η Δ.Χ. οχημάτων καθώς και από τους πεζούς.

Ο τρόπος αυτός της καθολικής φωτεινής επισήμανσης-κάλυψης του οχήματος, ονομάζεται “χριστουγεννιάτικο δέντρο”.

Το 'κανα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τώρα ξεκινάω για Γερμανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κτηνοτροφία στην ελληνική ύπαιθρο είναι παμπάλαια δραστηριότητα. Η αγελάδα είναι ένα βοοειδές χρησιμότατο που παράγει γάλα που, πέρα από την αυτούσια κατανάλωσή του, αποτελεί και θεμελιώδη πρώτη ύλη για αμέτρητες γαστριμαργικές δημιουργίες. Η αγελάδα συγχρόνως παράγει και απογόνους προς κατανάλωση βοείου κρέατος, παραγωγή δέρματος, κλπ αλλά και για την αναπαραγωγή του είδους. Τα παραπάνω προσπορίζουν ένα σημαντικό εισόδημα στον ιδιοκτήτη της.

Η εγγενής αδυναμία παραγωγής γάλακτος από τον άρρενα εκπρόσωπο του είδους (ταύρος, δαμάλι κλπ), καθώς και η γενικότερη απροθυμία του για συμμετοχή σε άλλες υποδεέστερες παραγωγικές ασχολίες, καθιστά την επί μακρόν εκτροφή και διατήρησή του, οικονομικά ασύμφορη στον ιδιοκτήτη του. Πλην όμως είναι απαραίτητος για την διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή, με την παροχή του ως δότη αναπαραγωγικών κυττάρων μέσω του ζευγαρώματος με το θηλυκό.

Η συμμετοχή, χρονικά, του επιβήτορα στη διαδικασία της αναπαραγωγής είναι σχετικά βραχεία, ενώ η επαναληπτική ικανότητα και συχνότητα του είναι σχετικά μεγάλη. Ένεκα τούτου δεν απαιτείται μεγάλος αριθμός επιβητόρων για την εν λόγω πασίγνωστη δραστηριότητα, καθ' όσον ελάχιστα διαφέρει και από την ανθρώπινη τοιαύτη.

Έτσι λοιπόν, κάποιος από τους εκτροφείς αναλαμβάνει να εκτρέφει και να διατηρεί εν ζωή ένα δυνατό, υγιές και “βαρβάτο” αρσενικό, με αποκλειστικό σκοπό τον προαναφερθέντα. Πλην όμως, η αναπαραγωγική του δραστηριότητα και ενασχόληση του εν λόγω “ζωντανού” αποζημιώνεται έναντι ευλόγου χρηματικού ή άλλου συμπεφωνηθέντος τιμήματος, το οποίο και καταβάλλεται εξ ολοκλήρου στον ιδιοκτήτη του μετά την επιτυχή περαίωση του “έργου”, από τον ιδιοκτήτη της αγελάδας, ο οποίος και δικαιούται να παρευρίσκεται στο τόπο της συνεύρεσης, και που είναι κατά κανόνα ο τόπος του άρρενος (προς αποφυγή περιττών μετακινήσεων και διατήρηση ακέραιας της δύναμης του προς τον σκοπό της αναπαραγωγής).

Δεν αναφέρονται ιστορικά δεδομένα για παρακρατήσεις, εισφορές, επιβαρύνσεις, παράβολα, τέλη, δασμούς, χαρτοσημάνσεις κλπ της παραπάνω συναλλαγής.

Το αρσενικό αυτό τετράποδο λοιπόν, είναι ευρύτερα γνωστό στην ελληνική ύπαιθρο με το συμπαθέστατο όνομα-υποκοριστικό “μπίκας”.

Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για χαρακτηρίσει έναν άνδρα υπερδραστήριο σεξουαλικά, με πολλούς απογόνους από διαφορετικές γυναίκες, ερωτύλο, γυναικά κλπ.

  1. - Πού την πας ρε Μήτσο;
    - Στον μπίκα!

  2. - Τον είδες τον Γιώργο; Πριν μια ώρα κυκλοφορούσε με άλλη.
    - Είναι μεγάλος μπίκας.

(από iwn, 21/10/10)(από iwn, 21/10/10)Ὁ διοικητὴς τῆς ΕΥΠ κ. Κ. Μπίκας, «γερμανικής παιδείας και αμερικανικής πρακτικής» (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκος, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοαρχαία σλανγκ λέξη συνώνυμη με τη φυλάκα, τη στενή, την ψειρού ντε!

Συγγενεύει με την λέξη μπουζουριάζω. Καμία σχέση με τα μπουζούκια βεβαίως-βεβαίως.

Θυμάσαι κάτι τσαντάκηδες που είχανε ρημάξει την Καλλιθέα; Ε, τους πιάσανε και τώρα είναι στη μπουζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified