Further tags

Υπάρχουν πάμπολλες θεωρίες για την προέλευση της χαρακτηριστικής κοιλότητας που έχουν ορισμένες φιάλες κρασιού στο πάτο:

Αυτά βέβαια ισχυρίζονται κουτόφραγκοι οινολόγοι του κώλου που όταν εμείς κάναμε βακχικά αζμπέτε εκείνοι επιδίδονταν στην αυτοκοπροφαγία.

Μόνο το Ελληνικό σλανγκικό δαιμόνιο αφουγκράστηκε το raison d'être του περί ου ο λόγος βαθουλώματος και το εσλάνγκιξε «κλέφτη». Και για όποιον δεν κατάλαβε, πρόκειται για αποτέλεσμα λαμογιάς του κάθε καργιόλη εμφιαλωτή που θέλει να μας πουλήσει λιγότερο κρασί!

- Το «βαθούλωμα» στο οποίο αναφέρεστε - και το οποίο πολλοί ονομάζουν και «κλέφτη» - έχει πολλαπλούς ρόλους, διαφορετικής όμως σημασίας μεταξύ τους.
(εδώ)

- Μπουκάλι κρασιού 750ml. Διαφανές ή πράσινο. Με «κλέφτη» ή χωρίς. Συσκευασία: Κιβώτιο 12 τεμάχια. Τιμή: €7,68 (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καυσόξυλο χαρακτηρίζεται ένα μουσικό όργανο, στις περισσότερες περιπτώσεις έγχορδο (όπως κιθάρα, βιολί κλπ.), που συνδυάζει κακή ποιότητα κατασκευής με κακής ποιότητας υλικά, παράγοντες που επηρεάζουν εξίσου τον παραγόμενο ήχο, την άνεση στο παίξιμο, αλλά και τη μακροζωία του οργάνου.

Οι επενδύσεις σε καυσόξυλα, κατεξοχήν πιο φθηνά σε κόστος, ασχέτως χώρας προέλευσης ή κατασκευής, πραγματοποιούνται τόσο από αρχάριους παίκτες, όσο και από πιο έμπειρους ή προχωρημένους, οι μεν επειδή δεν επιθυμούν να τα σκάσουν χοντρά όντας αρχάριοι, οι δε επιλέγουν να επενδύσουν στο φτηνό όργανο με την προοπτική της αναβάθμισής του από άποψη επιμέρους εξαρτημάτων (π.χ. αλλαγή ηλεκτρικών και μαγνητών στα ηλεκτρικά όργανα), που εν τέλει κοστίζει πιο φθηνά από την αγορά ενός κομπλέ οργάνου, συν τ' ότι επιτρέπει στον εκτελεστή να πουλήσει άποψη.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως ο ευθύς εξαρχής χαρακτηρισμός ως καυσόξυλο ενδέχεται να είναι εξαιρετικά υποτιμητικός για ένα όργανο, που μπορεί μετά από χρόνια παιξίματος να αναδείξει έναν τελείως διαφορετικό ηχητικό χαρακτήρα, καθώς τα όργανα παρουσιάζουν πολύ συχνά ιδιότητες αντίστοιχες με αυτές των παλιών κρασιών: όσο πιο παλιά, τόσο πιο καλά (χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κανόνα).

  1. Απλώς απ' οτι έχω καταλάβει για έναν αρχάριο ΒΙΟΛΙΟΥ που να μην θέλει καυσόξυλα πρέπει να δώσει1000-1500 ευρώ(για καινούργιο όργανο-μεταχειρισμένα λιγότερο). (Εδώ)

  2. Ζούμε στον αστερισμό της Τσέχας φίλτατε. Τσέκαρε εδώ, θα βρείς κάτι αρκετά καλύτερο σ'αυτά τα λεφτά (ίσως λίγο παραπάνω αλλά πιστεύω αξίζει). Η κιθάρα του Alex pak είναι καυσόξυλο στην καλύτερη, οπότε αν θες ν'ασχοληθείς καλύτερα πάρε κάτι που θα κρατήσει παραπάνω και θα παίζει αξιοπρεπώς. (Εκεί)

  3. Να ξαναθυμίσω εδώ οτι αναζητείται μπουζουξής. Αν θέλετε λαϊκά, καλό θα είναι να φέρετε και κάποιον φίλο σας με το μπουζούκι του (εγώ έχω ένα αλλά είναι καυσόξυλο). (Παραπέρα)

!!!! (από Mr. Cadmus, 27/08/10)(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προικιά όπως μάλλον θα γνωρίζετε, είναι (ήταν αν προτιμάτε) το σύνολο των εσωρούχων, ρούχων, σεντονιών, υφασμάτων, πλεκτών, πετσετών, τραπεζομάντηλων και λοιπών αντικειμένων, που η νύφη έπαιρνε από τη μάνα της με το που αποχωριζόταν το πατρικό σπίτι.

Στην καγκουροσλάνγκ τώρα «προικιά» αποκαλούνται τα μαμίσια ανταλλακτικά, που έχουν αντικατασταθεί με aftermarket.

Για να το κάνω λιανά, στους μη κάγκουρες δίνω παράδειγμα. Είμαστε στο 2002, όπου φραγκάτος σαραντάρης κάγκουρας αγοράζει το θηρίο που λέγεται hayabusa. Σε μία εβδομάδα βγάζει τις μαμίσιες εξατμίσεις (τα δύο τελικά), και βάζει yoshimura (λιανική τιμή 2.000 ευρώ) μονό τελικό που δίνει 1457 ντεσιμπέλ παραπάνω, και slim look. Μετά, επειδή δεν του κάθεται το πίσω φτερό οπότε το αφαιρεί και βάζει ένα πιο μικρό aftermarket. Οι μαμίσιες εξατμίσεις, όπως και το μαμίσιο φτερό (αχρησιμοποίητα σχεδόν), αν δεν πουληθούν, κρύβονται στην αποθήκη. Μετά από διετία, ο κάγκουρας βαρέθηκε το hayabusa, και γουστάρει το δεκατεσσάρι της kawasaki. Οπότε πουλάει το θηρίο, όπως είναι (με τις αλλαγές), και με, ή χωρίς τα προικιά της (αν είναι με, συμβαίνει όπως ακριβώς με τις νύφες).

Συνήθως τα προικιά εμφανίζονται στη μεταπώληση, και κάποιες φορές ο όρος αναφέρεται και στο σύνολο των αξεσουάρ (μαμίσια αλλά και aftermarket), που δεν φοράει την συγκεκριμένη στιγμή η μηχανή (για παράδειγμα ένα σετ μπαγκαζιέρες, μία μεγάλη ζελατίνα -παρμπριζ για ταξίδια ή μια κουκούλα προστασίας από την βροχή).

-Πόσο πάει το πριόνι;
-8.000. -Πολλά... Βρίσκω με 7 χιλιάρικα το ίδιο...
-Όχι και το ίδιο. Έχε υπόψη σου, είναι καθαρό, κι έχει πάνω του της παναγιάς τα μάτια. Acrapovic, φίλτρο ελευθέρας, σωληνάκια υψηλής, καρίνα και σίδερα. -Ναι, αλλά τα extra, δεν τα πληρώνεσαι στη μεταπώληση.
-Δεν τα πληρώνεσαι καινούρια, αλλά για να τα βάλεις καινούρια πάει πάνω από δύο χιλιάρικα, και όπως βλέπεις, η παραπάνω αξία είναι ένα χιλιάρικο από την τιμή της αγοράς. -Ναι ρε φίλε, γιατί να δώσω τα παραπάνω, ενώ εγώ δεν γουστάρω τον πολύ θόρυβο;
-Η τιμή είναι με όλα τα προικιά της. Σου λέω είναι ευκαιρία. Άμα γουστάρεις βάζεις τα μαμίσια. Πάρτο, δεν θα χάσεις.
-Έτσι λέει ρε φίλο!!!! Μάλλον θα το κλείσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το ψάρι που τρέφεται και ζει στον πάτο (πυθμένα) της θάλασσας (πάτος + ψάρι --> πατόψαρο), σε αντίθεση με το αφρόψαρο που ζει κοντά στην επιφάνεια (αφρό) της θάλασσας (βλ. παράδειγμα 1).

Ακολουθώντας κατά γράμμα την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, τα πατόψαρα σταδιακά ανέβηκαν από τον βυθό και μάλιστα, περπατώντας στη στεριά, ευδοκίμησαν στα κλειστά οικοσυστήματα των στρατοπέδων. Σε ακόμα χειρότερη μοίρα από τους κοινούς ψάρακες, αφού η φυσική θέση των πατόψαρων είναι να σέρνονται στον πάτο, συναντώνται σε χρώμα χακί ή παραλλαγής (patopsarus piximus), λευκό (patopsarus vysmaticus) ή μπλε (patopsarus modistrus).

Διακρίνονται από τον λίγο καιρό που έχουν στον στρατό, από την πλήρη άγνοιά τους για το πώς λειτουργούν τα πράγματα εκεί (ή αν λειτουργούν εν γένει), από τις συχνές ερωτήσεις στους παλιούς και την ευπιστία στις απαντήσεις των τελευταίων, από το συχνό τους ψάρωμα, από την προθυμία/ευσυνειδησία τους (που στον στρατό δεν βγαίνει σε καλό) και από την ελλιπή ανάπτυξη των τομέων του εγκεφάλου που αφορούν στη λούφα και τη σπαρίλα.

Είδος κοινότατο, είναι γνωστό στην Ελλάδα και ως ψάρι, ψαρούκλα, ψάρακας, ψαράς, κωλόψαρο, ποντίκι, ποντικαράς, αρούρι, στραβάδι, γκαβάδι/γκάβακας, γιόκας, νέος, νέοπας, νιάτο, πουστόνεο, γκάου-μπίου.

  1. (από εδώ)
    «Ως τώρα, όπως λένε και οι ίδιοι οι ψαράδες, συναντούσαν νεκρά αφρόψαρα. Όμως τώρα μιλάμε πια για “πατόψαρα”. Ψάρια που τρέφονται και ζουν στον πυθμένα, τσιπούρες, λυθρίνια, λαυράκια κλπ. Άρα σημαίνει ότι η αιτία βρίσκεται στο βυθό και στον πυθμένα. Επισημαίνουμε για μια ακόμα φορά την μόνιμη απειλή του Μαλιακού[...].»

  2. (από εδώ. Όλο το κείμενο τα σπάει!)
    «Με την άφιξη στη μονάδα του Β. Έβρου αρχίζει ουσιαστικά η στρατιωτική θητεία, γιατί μέχρι τώρα ήσουν σε υβριδική μορφή: ψάρι με ουρά ποντικού ή ποντικός με λέπια, είναι θέμα γούστου. Το τελευταίο το συνειδητοποιείς τις πρώτες μέρες στο λόχο με την ευγενική αρωγή των παλιών (θα πήξεις πατόψαρο!). Πως είναι η ζωή στη μονάδα; Εγερτήριο στις 6, με τις φωνές του οργάνου, του θαλαμοφύλακα και ενίοτε και του (ταχυδρόμου) ΑΥΔΜ: «Έλα η φρουρά!», «Σε 3 λεπτά η φρουρά φεύγει!», «Έλα για καθαριότητες!», «Όποιος δε σηκωθεί είναι αναφερόμενος. Όχι τώρα, ΤΩΡΑ!» και άλλα συναφή.»

  3. (από εδώ)
    «[...]Επίσης προσπάθησε να αποφύγεις όσο μπορείς τη φρασεολογία των φαντάρων. Δεν την παλεύω, πουστόνεο, πατόψαρο, βεντούζα, ρούφα το τρομπόνι και ό,τι με τόση χαρά επικαλούνται ο LLNEO και ο KeyserSoze κάθε τρεις και λίγο. Απλώς διαιωνίζουν την μαλακία του στρατού και σε κουράζουν-τραυματίζουν ψυχολογικά.»

  4. (από εδώ)
    «Α και φρικ, μην είσαι ψαράς όπως κάτι πατόψαρα 301 που πέτυχα στο ΚΤΕΛ που πήγαιναν για ΣΕΤΤΗΛ μετά το ΠΣΚ. Που λέγαν για στρατονομίες, στολές εξόδου στις μεταθέσεις κι έτσι. Σαν άνθρωπος να πας όταν έρθει η ώρα και αν ξέρεις πως είναι προβλεπέ ο δίκας, φόρα την στολή λίγο πριν μπεις στο στρατόπεδο.»

Να μερικές τσιπούρες στο στάδιο της μετάλλαξης για πατόψαρα στρατού ξηράς, όπως φαίνεται από το πράσινο χρώμα που παίρνουν. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του γαλλικού façon που σημαίνει τρόπος. Χρήσιμος ο σχετικός ορισμός του Τριανταφυλλίδη, τον οποίο θα επιχειρήσω να συμπληρώσω.

Είναι η δουλειά που γίνεται με τυποποιημένο τρόπο, βασισμένη σε υποδείγματα, χωρίς να χρειάζεται πρωτότυπη σκέψη για τον φασονατζή ή την φασονατζού. Επίσης, η δουλειά που γίνεται από κάποιον για λογαριασμό τρίτου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτού. Δευτερευόντως, το αποτέλεσμα άκρατου μιμητισμού σε θεσμούς, δομές και νοοτροπίες.

Αφορά κυρίως εργασία με την στενή έννοια (αμειβόμενη), αλλά και οποιοδήποτε άλλο έργο. Πρβλ. εργολαβία αλλά και σουπερμαρκετίσιος.

Η έκφραση είναι «δουλεύω φασόν».


Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις φασόν που, από γλωσσικής άποψης, έχουν τυποποιηθεί. Σε κάποιες η κυρίαρχη έννοια είναι η «χαζή» δουλειά, ενώ σε άλλες η χρησιμοποίηση πόρων τρίτου:

1. Στην ραπτική. Φασόν και πατρόν πάνε μαζί. Πατρόν σημαίνει τα masters, οι οδηγοί που βάζει στο τραπέζι της η φασονατζού και, «πατώντας» σε αυτά, κόβει το ύφασμα δημιουργώντας τα κομμάτια με τα οποία θα συναρμολογηθεί το ρούχο. Φασόν λέγεται αυτή ακριβώς η διαδικασία, όταν γίνεται από τρίτα εργαστήρια για λογαριασμό κάποιου εμπόρου που θα τα διαθέσει με το λογότυπό του στην αγορά. Πρόκειται για OEM σε μικρότερη κλίμακα. Με την στενή έννοια φασόν είναι μόνο η κοπή των υφασμάτων, με την ευρεία έννοια είναι η παραγωγή του ρούχου μέχρι τέλους (έτοιμο προϊόν). Από εδώ μάλλον προέκυψαν όλες οι άλλες σημασίες της λέξης.

2. Στην βιομηχανία. Φασόν δουλεύει ο επιχειρηματίας που ενοικιάζει τις μηχανές ενός εργοστασίου για παραγωγή δικού του προϊόντος με δικούς του εργάτες, προμηθευτές και πελάτες (εκτός από τους εξειδικευμένους χειριστές - θα χρησιμοποιήσει αναγκαστικά τους υπάρχοντες του εργοστασίου). Συμβαίνει όταν ο εργοστασιάρχης δεν απασχολεί τις μηχανές του, είτε λόγω προγραμματισμού είτε λόγω τυχαίων περιστατικών και τον συμφέρει να μειώσει την ζημιά από την απραξία στην παραγωγή. Ο ενοικιαστής, φυσικά, επωφελείται νοικιάζοντας πανάκριβο εξοπλισμό που δεν μπορεί να αποκτήσει.

3. Στην δικηγορία. Είναι οι απλές δικηγορικές εργασίες που γίνονται με το κομμάτι σε μεγάλες ποσότητες. Ιδίως οι διαταγές πληρωμής, οι έλεγχοι στο υποθηκοφυλακείο αλλά και άλλες (επικυρώσεις εγγράφων και μεταφράσεων παλαιότερα, δηλώσεις στο κτηματολόγιο πιο πρόσφατα). Κατά βάση υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ιδίως αν τον χρησιμοποιεί κάποιος που έχει μεγάλη ιδέα για την δικηγορία. Βλ. και εδώ.

4. Στα εργαστήρια. Στάνταρ μικροβιολογικά αλλά και πάσης φύσεως εργαστήρια με πελάτες όχι το κοινό, αλλά παρόμοια εργαστήρια που δεν προλαβαίνουν ή δεν τους συμφέρει να κάνουν όλες τις εξετάσεις με ίδιους πόρους (outsourcing - ιδιότυπη υπεργολαβία).

5. Στα φάρμακα. Τα αντίγραφα φάρμακα, αυτά που είναι όμοια με τα πρωτότυπα αλλά παράγονται από διαφορετική φαρμακοβιομηχανία η οποία εκμεταλλεύεται την παρέλευση του χρόνου προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Όχι τα απλώς υποκατάστατα, αλλά αυτά που έχουν την ίδια δραστική ουσία. Αντιπρβλ. σπασμένος.

1α. Από εδώ:
Όλα αυτά τα χρόνια, δούλεψα αμειβόμενη με «μαύρα» τηρώντας σιωπή για τους εργοδότες! Έγραψα πτυχιακές φοιτητών, μέχρι και διδακτορικά. Καθάρισα σπίτια, χωρίς να το γνωρίζει το παιδί μου, δούλεψα υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, φύλαξα παιδιά, έκανα ιδιαίτερα, έραψα και μεταποίησα ρούχα ως βοηθός μοδίστρας. Εργάστηκα σε φασόν. Τελευταία έκανα αίτηση για να εργαστώ σε τηλεφωνική εταιρεία και εισέπραξα την απάντηση ότι :δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε διότι είσθε μεγάλη.

1β. Από εδώ:

Εγώ πολύ παλιά [...] έκανα φασόν ετοίμων ενδυμάτων μαζί με την μάνα μου στο σπίτι. [...] Όταν αποφασίσαμε να ξανοιχτούμε, εκεί τα παίξαμε! Οι μεγαλύτερες βιοτεχνίες απαιτούσαν παραγωγή ημέρας: 100 πουκάμισα (για παράδειγμα) ή 100 φούστες. Σαν αριθμός φαίνεται μικρός, όμως κοίτα τι δουλειά έχει το πουκάμισό σου για να καταλάβεις. Κανονικό συναρμολόγημα και να μην φύγει κι ο κοπτοράπτης και πάρει ύφασμα γιατί θα ξεφύγει το μέγεθος. Τα πατρόν είναι στάνταρ και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Το δε κέρδος; Μηδαμινό!

  1. - Αυτός ο Σκορδομπούτσογλου τι επιχείρηση έχει;
    - Α, σ’ αυτόν είχα δουλέψει για δυο βδομάδες μετά το σχολείο! Φασόν δουλεύει στο κονσερβάδικο του Παπαδόπουλου, φασολάκι κατεψυγμένο σε δωδεκάκιλα.
    - Πολύ γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee τον κόβω...
    - Ε ναι, κάθε καλοκαίρι την βλέπει εργοστασιάρχης αλλά μετά του περνάει.

  2. Από εδώ:
    Εγώ ακούω ότι έχουμε περισσότερους δικηγόρους στο μπουρδέλο μας από οποιαδήποτε άλλη χώρα και ότι οι περισσότεροι, στην Αθήνα, απασχολούνται σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία με 700 ευρώ το μήνα ή δουλεύουν φασόν υποθέσεις για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες με ξεφτιλισμένες αμοιβές. Τι απελευθέρωση και κουραφέξαλα.

  3. Από εδώ:
    [...] όχι, τα εργαστήρια αυτά δέχονται κατά κανόνα δείγματα από τα γνωστά «Μικροβιολογικά» (Βιοπαθολογικά) εργαστήρια στα οποία και αποστέλλουν τις απαντήσεις τους. Πρόκειται για εργαστήρια δηλαδή «παροχής υπηρεσιών προς τρίτους» η όπως –κακώς- συνηθίζεται να λέγονται «Εργαστήρια Φασόν».

  4. Από εδώ:

Σε λίγες μέρες ξεκινάω αγροτικό (ήμουν από τους τυχερούς που έπιασα με 3 μόρια!!!) και δεν ξέρω μια βασική λεπτομέρεια. Τα φασόν φάρμακα πως δρουν ακριβώς; είναι εξίσου δραστικά με τα κανονικά; Π.χ το Ladinin με το ciproxin είναι το ίδιο καλά; Πότε δίνουμε φασόν και είναι λογικό να τα δίνουμε; Και πως θα τα ξεχωρίζω;;

  1. Από εδώ:

Η «αφεντικίνα» μπορεί να το κάνει για τα λεφτά, αλλά δεν θέλει πίεση. Κι όταν κάποιος είναι ιδιόρρυθμος, είναι ταυτόχρονα και μερακλής στη δουλειά του. Δεν δουλεύει φασόν γαμήσι, «βάλε μια 69 με cim» και «πιάσε και μια doggie με anal», ό,τι γίνεται, αποφασίζεται επί τόπου…

  1. Από εδώ (τα links δικά μου):

Ποιος φταίει για το παγκόσμιο χάλι; Η μαϊμουδοδημοκρατία-φασόν με την οποία έχουν γεμίσει τον πλανήτη οι τοκογλύφοι απόγονοι του πορνοβοσκού για να κάνουν ανεμπόδιστα τις δουλειές τους; Ή μήπως η θρησκεία-φασόν με τους ψεύτικους παράδεισους και τους αληθινούς τραπεζικούς λογαριασμούς; Ή μήπως η τηλεοπτική παπάτζα-φασόν που κάνει τον μέσο φτωχομπινέ να πιστέψει ότι μπορεί να συμμετάσχει στο καταναλωτικό όνειρο;

Άσχετο: Ο Βέγγος και τα κροκί (=χάρτινα πατρόν). (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που επαγγελματικά ειδικεύεται στο μανικιούρ-πεντικιούρ, δηλαδή γενικώς στην περιποίηση των νυχιών (νύχια => η νυχού, οι νυχούδες).

Το επάγγελμα αυτό παρουσιάζει μεγάλη άνθιση στις μέρες μας με όλα αυτά τα περίεργα που διαβάζουν οι γυναίκες στα περιοδικά τουαλέτας και θέλουν να τα κάνουν στα νύχια τους και αποδεικνύεται χρυσωρυχείο για την νυχού, η οποία με κανένα σεμινάριο δίμηνο το πολύ και μερικές γνωριμίες μπορεί σύντομα χεστεί στο τάλιρο (ευρώ) και μάλιστα να είναι και κατάμαυρο.

  1. (Προσοχή από τις νυχούδες - η καταγγελία!)
    «Κινητές επιχειρήσεις έχουν καταντήσει πολλές γυναίκες με επιχειρηματικό μυαλό, καθώς χωρίς ιδιαίτερα προσόντα τις περισσότερες φορές και μόνο με την παρακολούθηση σεμιναρίων, κάνουν χρυσές δουλειές εκμεταλευόμενες την ανάγκη της σύγχρονης γυναίκας να έχει όμορφα νύχια. Το φαινόμενο συναντάται παντού. Όλοι θα έχουμε ακούσει μια φίλη ή μια γνωστή μας ή ακόμη τη γειτόνισσά μας να ασχολείται με το νέο επάγγελμα της «νυχούς». Μάλιστα, όπως καταγγέλουν στη «Σημερινή» παθούσες, πολλές επαγγελματίες του είδους προβαίνουν σε κατ’ οίκον φροντίδα, έτσι ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από πιθανούς ανταγωνιστές του είδους. »

  2. (Η υπεράσπιση...)
    «Ζωή μου ήμουν στο Τεβε και έκοβα αποδείξεις τίς οποίες τους τις έδινα με το ζόρι γιατί δεν τις έπαιρναν!!!Επειδή όμως ήμουν σε σχολείο μπήκα στο ικα και τώρα περιμένω να δω τί θα κάνω από δουλειά και από σεπτέμβρη να αποφασίσω να αλλάξω και πάλι ταμείο!!Μακάρι να σωζόμασταν από τις κομμώτριες, τις νυχούδες και τις καθηγήτριες που γυρνάνε από πόρτα σε πόρτα να κάνουν τη δουλειά τους με χίλιες δυο ακυρώσεις και 15 ευρω αμοιβή τότε θαταν καλά!!Αλλά υπάρχουν και οι γιατροί με τα 85 ευρώ χωρίς απόδειξη και άλλοι πολλοί.........»

  3. (Εδώ ο κόσμος χάνεται... Η γνώμη του πελάτη)
    «Κορίτσια, μήπως ξέρετε πώς βγαίνει (καλά) το ακρυλικό τζελ απ΄τα νύχια; δεν μπορώ κάθε τρεις και λίγο δίνω λεφτά στις νυχούδες. Αλλά και αυτές σε τουμπάρουν τόσο εύκολα! Ουφ, βαρέθηκα. Θα κάτσω να κάνω ένα τσιγάρο και μετά θα αρχίσω σιγά σιγά το συμμάζεμα- καθάρισμα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης (υπό ένταξη ακόμα στα διεθνή συστήματα MKS και CGS, λόγω γραφειοκρατίας του κράτους των Βρυξελλών) της σεξουαλικής δραστηριότητας του υπό εξέταση υποκειμένου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η μαθηματική του περιγραφή είναι ΠΧΛΜ.

Υπολογίζεται βάσει του μαθηματικού τύπου (μπ * f) / 100.000, όπου:

μπ είναι το μέγεθος πέους (κατ' άλλους προκύπτει από το «μπούτσος»), εκπεφρασμένο σε εκατοστά, δυνάμενο να πάρει τιμές από 1 εκ. έως 50 εκ., (1 ≤ μπ ≤ 50) για να μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας...

f η συχνότητα των σεξουαλικών συνευρέσεων σε απόλυτα νούμερα, δυνάμενη να πάρει τιμές από 0 έως το άπειρο, (0 ≤ f < ∞).

Απαραίτητες διευκρινίσεις: (α) η μαλακία ΔΕΝ μετράει, παρά τις επίμονες προσπάθειες και έντονο lobbying των απανταχού της υψηλίου παιχτών, (β) όπως και με τα καλοκαιρινά μπάνια, ΝΑΙ, μετράνε και τα απογευματινά ως ξεχωριστά, δηλαδή όσες φορές τη μέρα πέσει ο πήδος, γράφει το κοντέρ και (γ) δεν χρειάζεται μεν να υπάρξει απτό προϊόν της πράξης, αλλά πρέπει αυτή να διαρκέσει τουλάχιστον 5 λεπτα ώστε να καταγραφεί ως κανονική και όχι απλά ως προσπάθεια χακεύματος του συστήματος.

Βλέπε και πεοχιλιόμετρα για μία περιφραστική περιγραφή του όρου.

  1. (απλό)
    Έστω πέος εν στύσει μεγέθους 22 εκατοστών, το οποίο έχει συνευρεθεί σεξουαλικώς το 2009 265 φορές. Να υπολογισθεί ο δείκτης των πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Αν μπ=22 και f=265, τότε ΠΧΛΜ = (22 * 265) / 100.000 = 0.0583, ήτοι 58,3 πουτσόμετρα.

  1. (σύνθετο)
    Έστω πέος του οποίου το μέγεθος εν στύσει έχει πάρει τιμές από 18 εκατοστά έως 23 εκατοστά κατά τη διάρκεια της σεξουαλικά ενεργής ζωής (ΣΕΖ) του κατόχου του, η οποία για τις ανάγκες της παρούσας άσκησης υπολογίζεται σε 52 έτη. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ΣΕΖ, ο κάτοχος του πέους συνευρέθη σεξουαλικώς άπαξ όλες τις εργάσιμες ημέρες (πλην ΣΚ). Να υπολογισθεί προσεγγιστικά ο δείκτης πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Με την παραδοχή ότι η διαφορά Δ του μεγέθους του πέους προέκυψε γραμμικά κατά τη διάρκεια της ΣΕΖ, υπολογίζουμε τον μέσο όρο του μεγέθους χωρίς στάθμιση για τα έτη. Έτσι το μέσο μέγεθος μπ διαμορφώνεται σε 20,50 εκατοστά. Σ' ότι αφορά το f, υπολογίζεται ότι το υποκείμενο ήταν σεξουαλικά ανενεργό για 104 ημέρες κατ' έτος (52 εβδομάδες * 2 ημέρες του ΣΚ), άρα ήταν σεξουαλικά ενεργό για 261 ημέρες, χωρίς να υπολογίζονται τα δίσεκτα έτη, δεδομένης της εκφώνησης για προσεγγιστική λύση. Συνεπάγεται ότι το f διαμορφώνεται σε 13.572 (52 έτη * 261 ημέρες).
Έτσι, ο δείκτης ΠΧΛΜ ισούται με (20,50 * 13.572) / 100.000, δηλαδή με 2,7823 πουτσοχιλιόμετρα.

Μεχρι το απειρο κι ακομα παραπεραααααα (από Vrastaman, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις χαμηλών επιδόσεων, αποδόσεων, πεσμένου ήθους, ψυχολογικής κόπωσης και δυσπραγίας. Αφορά σε μεγάλο ποσοστό σύγχρονων ανθρώπων που η απόδοσή τους στην καθημερινή εργασία, αλλά και στις υπόλοιπες καθημερινές ασχολίες είναι αρμονική συνάρτηση του χρόνου, με τοπικό ελάχιστο στο μέσο του χρονικού διαστήματος (δηλ. Τετάρτη μεσημέρι) και αυξάνει με την χρονική απόσταση από το σουκού. Στο δε σουκού ακολουθεί διαφορετική συνάρτηση, ανάλογα με το αν, πότε και πόσο καλά πηδήξαμε.

Γενικά κολλάει όπου τα προϊόντα δεν είναι τα επιθυμητά, λόγω χαμηλής απόδοσης.

  1. Πήγαμε στο La Mounien για φαγητό και παρήγγειλα τη σπεσιαλιτέ με τις πιπεριές, αλλά οι πιπεριές ήσαν σαν την πούτσα μου Τετάρτη μεσημέρι και το φαγητό γενικά ανάλατο. Μετά ρώτησα κι έμαθα ότι ο Μποτρέφσκι έκανε μείωση στον σεφ.

  2. Τι γίνεται, δεσποινίς Μάρα; Έχετε ένα ύφος σαν την πούτσα μου Τετάρτη μεσημέρι! Σε μία ώρα πρέπει να έχετε τελειώσει το ραπόρτο! Αλλιώς, καήκατε κι απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καμπαρετζού ή, επί το ορθότερο, κονσοματρίς. Ο όρος προέρχεται από το τσάι και οφείλεται στο γεγονός ότι οι κονσοματρίς έπιναν ως επί το πλείστον τσάι, το οποίο και έχει χρώμα παρόμοιο με το ουίσκι και άρα μπορούσε να καλυφθεί η απάτη. Επειδή βέβαια μερικές φορές ο πελάτης (κονσομίστας) δεν ήταν πάντα βλίτο, στα καλά μαγαζιά υπήρχε και μια υποψία ουίσκι στο τσάι. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η αντικατάσταση του ουίσκι από τσάι δεν γινόταν μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους. Πολλές φορές ήταν αδύνατο για τις καμπαρετζούδες να καταναλώνουν μπουκάλια ουίσκι κάθε βράδυ γιατί δεν άντεχαν, οπότε και εφευρέθη το τσάι!

Ο όρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, διότι σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα. Έχει τις ρίζες του στα καμπαρέ της Τρούμπας τα οποία και εφάρμοσαν πρώτα την πατέντα τσάι-ουίσκι. Είμαι αυτήκοος μάρτυρας του όρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80, αλλά έχω όντως χρόνια να τον ακούσω.

Ο όρος απαντά και στον πληθυντικό αριθμό ως «τσαγούδες».

Μία ενδιαφέρουσα χρήση του όρου έχει να κάνει με την αναφορά του ως «παρατσούκλι» που συνοδεύει κύριο γυναικείο όνομα (Λίτσα ή τσαγού). Σε πολλές περιπτώσεις οι καμπαρετζούδες ήταν κορίτσια από χωριά ή μικρές συνοικίες πόλεων, οι οποίες δούλευαν την νύχτα κρυφά. Είχαν εφεύρει μια ιστορία ότι δουλεύουν πάντα νυχτερινή βάρδια σε βιοτεχνία για να δικαιολογήσουν τις ώρες εργασίας, αλλά «το χωρίο» υποτίθεται δεν ήξερε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως κάποιος θα μάθαινε κάτι οπότε η κοπέλα αποκτούσε το παρατσούκλι «τσαγού».

Εκτός από προσωνυμία της καμπαρετζούς, ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά σε κλειστές κοινωνίες και για να χαρακτηρίσει γυναίκες οι οποίες δεν ήταν κατ' επάγγελμα ούτε καμπαρετζούδες ούτε πόρνες. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από άλλες γυναίκες, αναφερόμενες υποτιμητικά σε (συνήθως αρκετά όμορφες) γυναίκες, οι οποίες είχαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και χαρακτηρίζονταν επίσης από υψηλό δείκτη στροφοκεφαλής στο αντρικό κοινό και ως εκ τούτου τις ζήλευαν οι άλλες.

  1. Πάλι στις τσαγούδες τα έφαγες τα λεφτά ρε φίλε!

  2. - Τι τρέχει ρε φιλενάδα με τη Μαρία και όλο νυχτερινή βάρδια δουλεύει;
    - Ποια Μαρία;
    - Η Μαρία του κυρ Βαγγέλη καλέ.
    - Αααααα, την Μαρία την τσαγού λες...

  3. - Αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, έχει έναν αέρα, ένα τουπέ, μια ομορφιά. Όλοι οι άντρες αυτή κοιτάνε μόλις θα σκάσει μύτη.
    - Α ρε την τσαγού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified