Further tags

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνομοταξία των λέξεων με τις οποίες δηλώνεται ο συρφετός άχρηστων μικροπραγμάτων έχει και Κρητικό μέλος: είναι η λέξη κούρκουτα.

Από τις άλλες σχετικές λέξεις που έχουν λημματογραφηθεί αναφαίνονται δυο κατηγορίες, σχηματικά, α) αυτά που έχουν να κάνουν με αποσκευές και φορητή οικοσκευή: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, ζυμπράγκαλα, τσουμπλέκι(α), τσαμπασίρια β) τα ακίνητα, αυτά που έχουν συσσωρευθεί σε ένα τόπο: καλαμπαλίκια, τσάντζαλα μάντζαλα.

Επίσης, είτε ως περιληπτικά ουσιαστικά, είτε ως δηλωτικά ενός μεμονωμένου μικροπράγματος, υπάρχουν και τα μπούμπιστρο, καλαμπαλίκι, καβλιτζέκι.

Η κατηγοριοποίηση είναι σχηματική και εκτενής ανάλυση υπάρχει στα περισσότερα λήμματα. Είναι, άλλωστε, δύσκολο να οριστούν οι όροι που ακριβώς υπάρχουν για να μας διευκολύνουν όταν δε θέλουμε να ορίσουμε κάτι.

Σε κάθε περίπτωση ο όρος κούρκουτα είναι εξαιρετικά εύχρηστος στην Κρήτη. Τα κούρκουτα ανήκουν μάλλον στη δεύτερη από τις πιο πάνω κατηγορίες, είναι για τον Κρητικό τα πράγματα που συσσωρεύονται σε ένα τόπο και εμποδίζουν. Πολύ συχνά είναι τα πράγματα που μαζεύουν είτε τα παιδιά είτε οι γέροι: κουτιά και παρακουτάκια, ντενεκεδάκια, σπασμένα μικροέπιπλα, μπιμπελό τις κακιάς ώρας κλπ...

Τα κούρκουτα παραπέμπουν και στον ήχο που κάνουν, τη φασαρία που προκαλείται κατά το συμμάζεμά τους ή όταν κάποιος σκοντάφτει πάνω τους. Γι' αυτό και θεωρώ ότι είναι ηχοποιήτη λέξη. Στο γλωσσάρι του ο Ξανθινάκης θεωρεί τη λέξη συγγενική με το κουλουβάχατα και το κουλουκούτερα (=χωρίς τάξη, ανακατωμένα).

Απαντά με την ίδια έννοια και η λέξη κουρκουταρία.

Απαντά επίσης το ρήμα κουρκουθιαίνω (κουρκουτιαίνω) = μπουνταλιάζω, γίνομαι χαζός, γίνομαι κουφιοκέφαλος, κούφιος όπως τα άδεια συνήθως κούρκουτα.

1....Ίντα μωρέ μου τ' αναμάζωξες έτανά τα κούρκουτα, γαμώ τον αντίθεό σου...

  1. - (Στα Αγγλικά των παιδικών μας χρόνων)
    - Τι κουρκουταρία ρε μαλάκα έχεις στην κασετίνα σου....Μπράβο...
    - (με υπερηφάνεια) Φίλε, δεν έχω πετάξει ούτε ένα κουτί μυτών μηχανικού μολυβιού από την πρώτη μικρή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα τι ογκώδες και ενοχλητικόν. Λέξις μάλλον ηχοποίητος.

Ιδέ και μπούμπιστρο και μαρκούτσι.

  1. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  2. - Να βάλεις κράνος, παιδάκι μου.
    - Σιγά μη βάλω τον γκαρίτσαφλο ρε μάνα, παπί έχω, όχι χιλιάρα μηχανή και θάνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κ.τ.λ., και τα λοιπά. Προφέρεται κουτουλού για τους ίδιους ακριβώς λόγους που λέμε και δουσού, πσκ, πουσουκού, σουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ (όπως λέει και η Ιronick).

- ...κι άρχισε να μου λέει ότι την κλείνω μέσα, ότι εγώ βγαίνω με τα ρεμάλια, δεν της λέω γλυκόλογα, κουλουπού κουλουπού, καταλαβαίνεις τώρα, σωστή γιαλόμα και βάλε,
δεν την παλεύω κάστανο φίλε.

ΚΟΥΤΟΥΛΟΥ-Ν (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Βάνα Μπάρμπα, σημαίνει τα πάντα. Κάθεται σε οποιαδήποτε πρόταση θες να πεις κάτι και δεν ξέρεις να το περιγράψεις.

- Πώς θα είναι η φετινή σεζόν;
- Όχι γεμάτη όπως τις άλλες χρονιές, άλλωστε όταν πλησιάζεις τα 40 (!!!) πρέπει να κάνεις και λίγη κράτει. Φέτος θα αφιερώσω τον χρόνο μου σε μένα και στην κόρη μου. Θα πάω ταξίδια, θα γράψω στο slang.gr ότι μου έρθει στην καούκα, θα κάνω πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό και όχι απαραίτητα άχρηστο κούρκουτο, το κρητικό ξαδερφάκι του μπούμπιστρου. Μπιρμπιτσόλι είναι το μικροαντικείμενο και κυρίως το μικροεξάρτημα που δεν ξέρουμε ή βαριόμαστε να το κατονομάσουμε. Παραφράζοντας τον Τζίζα στο μπούμπιστρο:

Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του εκνευρισμού που προκαλεί το φαινομενικά ασήμαντο ή δυσδιάκριτης χρησιμότητας μπιρμπιτσόλι, επειδή δεν ξέρεις αν είναι απαραίτητο για κάτι και αναγκάζεσαι να το κρατάς, εκνευρισμός ο οποίος εντείνεται από το ότι δεν ξέρεις πώς λέγεται.

Συνώνυμα ή κοντινά σε σημασία από άλλες περιοχές τα τζιβιτζιλίκι, καυλιτσέκι, καβλιτσέκι, γκαβλιτσέκι, τζιβιτζιλίκι κ.α.

Σπάνια χρησιμοποιείται για το γαριδάκι.

Αγνώστου ετύμου κατά βάση.

  1. Μαλάκα αυτά τα μπιρμπιτσόλια μην τα χάσεις, γιατί ξεχωριστά δεν τα ξαναβρίσκεις...

  2. - Μα τι σκατά είναι όλα τούτα τα μπιρμπιτσόλια; Άμε να τα πετάξεις...
    - Μηηηηη, τα θέλω...

  3. - Βάλανε το σκατοβαφτιστίρι μου 3 χρονών να μου ζητήσει αυθόρμητα παπούτσια... Τι τις ήθελε τις συντεκνιές ο μαλάκας ο πατέρας μου....
    - Πάρ' του ένα πλεϋμομπίλ με λαχταριστά μπιρπιτσόλια υψηλού κινδύνου κατάποσης....

  4. - Ιντά 'ναι το μπιρμπιτσόλι σου και ήθελες και γυμνισμό...

βλ. και ψιψιψόνια, σκατολοΐδια, γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα το πέρναγα βρέξει χιονίσει αλλά το έχωσε και η μαριαηομορφη στο πρόχειρο.

Προέρχεται από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας και το λέει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τελευταίες μέρες.

Ο τύπος που το λέει στη διαφήμιση είναι φλωράς και βλακόμετρο αλλά στη σλανγκ το λέμε ειρωνικά όταν είμαστε σίγουροι για ένα συμπέρασμα που βγάλαμε και ειρωνευόμαστε το συνομιλητή μας που μας αμφισβητεί.

Ρε συ σου λέω αφού το ξέρω σίγουρα, η Μαρία δεν έχει γκόμενο.
— Λες μαλακίες, έχει και παραέχει. Χτες βράδυ την πήραμε τόσα τηλ. και δεν απάνταγε. Τυχαίο; δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω download, βλ. και κατεβαστήρι. Αντίθετο: ανεβάζω.
    Από τις λίγες μεταφράσεις ξένων όρων της τεχνολογίας, οι οποίες έγιναν αβίαστα και προτιμήθηκαν από τις ξένες ή τεσπα χρησιμοποιούνται εξίσου.

  2. πίνω / τρώω τον άμπακο, χλαπακιάζω.

  3. χώνω μπουνιά: κατεβάζω / μου κατεβάζουν ένα μπουκέτο

  4. ρήμα πασπαρτού ως πρώτο συνθετικό εκφράσεων: κατεβάζω μούτρα, κατεβάζω ασφάλειες, γατοκέφαλα, καντήλια, παροχή, ρολά, τη μάπα κάποιου, τον γενικό.

  1. Τι θα γίνει ρε Στέλιο, κόφ' το να κατεβάζεις, σέρνεται το γαμίδι, δε μπορώ να κάνω τη δουλειά μου.

  2. - Τόφαλος έγινε πάλι ο Νώντας.
    - Εμ δεν είδε χθες τι κατέβασε το άτομο; Αν τρώει κάθε μέρα έτσι...

  3. Μουνάς, γελάκι; Θα σου κατεβάσω καμία και θα δούμε αν θα γελάς μετά.

(από Khan, 14/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «ιδού», στα γαλλικά (Voilà!).

Πρόκειται για γαλλική έκφραση που έχει ξαναγίνει της μοδός, πάντα για πλάκα όμως, όταν το παίζουμε αγιστοκγάτες.

(ο ένας υπάλληλος στον άλλον, με θέμα ένα πρότζεκτ)
- Βουαλά. Πάρ' το και κάνε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Ντίνου Ηλιόπουλου από την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Ο Ατσίδας (1962).

Προφανώς πρόκειται για ευφημισμό. Περιγράφει καταστάσεις όπου υποφώσκει μίσος και βαθιές αντιθέσεις, οι οποίες μόλις καλύπτονται από την θέληση ενός ομιλητή να διασκεδάσει το άσχημο σκηνικό με τον προσχηματικό ευφημισμό. Επίσης, υπάρχει πολλή αμηχανία να μην κάνει κάποιος την αρχή και αποκαλυφθούν στην ολοκληρία τους όλα όσα χωρίζουν τους συμμετέχοντες. Εξ ου και η επανάληψη «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε», σημάδι μεγάλης αμηχανίας, την οποία άφησα στον τίτλο γιατί πολλές φορές η έκφραση λέγεται έτσι για να φανεί και το γελοίο της αμηχανίας αυτής. Αγγλικό συνώνυμο σε παρόμοιες καταστάσεις: Love is in the air.

O γούγλης δίνει κάμποσα χτυπήματα, απ' τα οποία τα περισσότερα αφορούν σε πολιτικές συνόδους κυρίως κομμάτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε παρουσιαστές-τριες εκπομπών, που θέλουν πολύ λίγο για να αρχίσουν γενικευμένο ξεκατινάζ. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά και στο σάη μας, μην τα θυμόμαστε τώρα...

Στο Δ.Π. υπό Jonas.

  1. Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά στην ΕΕ είμαστε μια ωραία …ατμόσφαιρα! Από κάτω βράζει το καζάνι, αλλά στις Συνόδους Κορυφής βασιλεύει η παραπολιτική και κυριαρχεί η υποκρισία. Για όλα αυτά είναι υπεύθυνο το κεντρικό ιδεολόγημα της ΕΕ, η περίφημη «conditionality». (Εδώ).

  2. Είμαστε μία ωραία ατμόσφαιρα! Κάτι οι… «προικισμένοι πιανίστες», κάτι τα νεύρα της «Μπουμπούκας», κάτι οι καυγάδες της με τον Ηλία Ψινάκη, φαίνεται ότι ιντριγκάρουν το τηλεοπτικό κοινό που και αυτήν την Παρασκευή προτίμησε να δει το «Ελλάδα έχεις ταλέντο»! (Εδώ).

  3. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα. Σε αρνητικό κλίμα διεξάγεται και σήμερα η συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου καθώς το επενδυτικό κοινό, στην πλειοψηφία προχωρεί σε πωλήσεις μετοχών. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified