Further tags

Σπαρίλα, κατάσταση κηδεία, κατάσταση αδράνειας και αφόρητης βαρεμάρας, στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος ή μια παρέα, καθώς και μια υπηρεσία, μια γενικότερη φάση, κλπ. Είναι υπερθετικός του μουργέλα, είναι πιο κοντά προς το σαπίλα, καθότι η κατάσταση αυτή έχει ψοφήσει εδώ και καιρό και βρωμάει. Το «σαπίλα» όμως διαφέρει γιατί έχει κάποιο ίχνος κοινωνικής κριτικής μέσα, κάποια ένταση δηλαδή στο βάθος, ενώ το «ψοφιμίλα» είναι εντελώς τελείως ουδέτερο. Βαριέται κι αυτός που το λέει, δεν υπάρχει πάθος πουθενά.

  1. - Καιρό έχω να σε ρωτήσω, πώς πάει το τμήμα σου;
    - Τίποτα, ψοφιμίλα. Δεν κουνιέται πούστης, σου λέω.

  2. - Περάσατε καλά χθες;
    - Μπα, ψοφιμίλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της μπόχας που αποκτούν τα ρούχα ενός φαντάρου που κάνουν λάντζα σε μέρες που έχει ψάρι για φαγητό, είναι και μια πολύ ευχάριστη οσμή που επικρατεί στον αέρα ενός στρατοπέδου όταν έρχονται ψάρια, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνον από τους παρευρισκομένους, φαντάρους, καραβανάδες και αξιωματικούς.

- Ρε σειρά, δε σου μυρίζει... Ψαρίλα;
- Ναι ρε! Επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν πεινά κι έτσι αργεί να τελειώσει το φαγητό του.

- Κοίτα τον πόση ώρα ανακατεύει τα ρεβύθια...
- Ναι, ναι χορτασίλα του μυρίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.

  1. Έλα μωρή χαρκορίλα...

  2. Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και φάδερ οφ, χρησιμοποιούταν στο Γαλάτσι πιο πολύ, και σημαίνει ο ξενέρωτος, ο βλάκας, ο χάλιας σε ντύσιμο, ή καθυστερημένος κλπ!!

Τι φοράει ο φαδερίλας ρε;; Πώπω κοίτα φάτσα ο φάδερ οφ να πούμε! Βλακέντιος τελείως!

Δες και μαδερίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.

Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η ανατριχίλα που σου έρχεται με το που μυρίσεις μέσα στο τρένο Πακιστανό/Κούρδο/Μουσουλμάνο γενικά που πλύθηκε τελευταία φορά στο περσινό ραμαζάνι, πότη που τα τσούζει από το πρωί ή κυριούλη/κυριούλα που έχει τσακωθεί με το σαπούνι ή πιστεύει ότι σαπούνι είναι περιοχή στην Αφρική. Η τρενιχίλα είναι πολύ έντονη τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού... Υπομονή θα κατέβετε.

- Μπήκα που λές στη Βικτώρια και μου ήρθε μια τρενιχίλα άνευ προηγουμένου. Ήταν μέσα 2 διμοιρίες Κούρδοι εργάτες και ένας μπεκρούλιακας. Έφριξα μέχρι να κατέβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά: Η κακοσμία που βγάζει ο βοσκός από πρόβατα, γίδια, τράγους, αγελάδες, σκυλιά και λοιπά ζωάδια του.

  2. Μεταφορικά: Εκ του rap άσματος «Τραγίλα» του Constantine Cullen. Ότι εκπέμπει ο χωριάταρος που βγαίνει στις πλατείες και στον καφενέ με την μπιστόλα καταμεσής ζωσμένη ή το δίκαννο. Έχει τον τσιφτέ στο Χάιλουξ με τρακτέρ ζαντολάστιχο και κάγκελα οπίσω, σαρίκι στον «καρφίχτη» και γλάκα στις στράτες. Συνήθως τρομοκρατεί κι απειλεί όσους είναι από άλλα χωριά αλλά κυρίως τους ξένους.

  1. Ρε μπάρμπα, έναν καφέ ήρθαμε να πιούμε. Πρέπει να μυρίζουμε και την τραγίλα; Μια στροφή απ' το σπίτι για μπανάκι δεν έβλαψε.

  2. Βγαίνω απ΄το μητάτο με Αγιο-Κωσταντινάτο και τα ρούχα μου βρωμούνε τραγίλα οχου αναθεμάντο με έκαμε ανω κατω για πάρτυτζι εγίνικα σε ένα χωριό ξεφτίλα.

Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα, γαζώνω πινακίδες οξω από τον άγιο Συλλα
Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα το Chivas δεν με πιάνει πίνω κούπες με βενζίνα

Κείνη αρχικά μου λέγε μαγαπα μα δυο μήνες μετά μουβγάλε μαγλατά, δεν ήθελε ποτέτζι να τάχει με βοσκό που να λαλεί Τουοτα διπλοκαμπινο ΓΑΜΩΩ!!
Θαρρεί πως είναι Βιόλα την έχει δει μουνάρα δεν θέλει τα στιβάνια απ΄την Αγιά Βαρβάρα.
Θα πάω τσι παναγίας να κάμω αρτοπλασία στο καφενείο αμα με δει να δώσει σημασία.

Οοοοοοοοο οοοο αγαπημένη τω πολλώ
Οοοοοοοο οοοο αγαπημένη τω ψολώ

Βγαίνω απ΄το μητάτο με αγιοκωσταντινάτο και τα ρούχα μου βρωμούνε τραγίλα
οχου αναθεμαντο με έκαμε ανωκατω για πάρτυτζι εγίνικα σε ένα χωριό ξεφτίλα

Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα γαζώνω πινακίδες οξω από τον Άγιο Συλλα
Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα το Chivas δεν με πιάνει πίνω κούπες με βενζίνα

Ήμουνα μερακλής βοσκός και άντρας τσι παρέας κι είχα το καταψύκτητζι πάντα γεμάτο κρέας με είχε κάθε βράδυ μες τη δικήτζι αγκάλη και εδά μονάχος στο Υoutube την βγάνω με Κουναλη.
Αν κάτεχε ο Κύρης σου ότι η κόρη του γαμπρίζει θαναχε πέσει μπρούμυτα στο πάτωμα ναφρίζει.
Για δες πως με κατάντησες σαν το ερημοκλήσι που δεν εβρεθηκέ ποτέ παπάς να λειτουργήσει.

(από HardcoreGR, 20/08/14)(από HardcoreGR, 20/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εκ του αγγλικού too much.

- Έρχεται εξεταστική...
- Ωχ, τουματσίλα διάβασμα προβλέπεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified