Further tags

Εκτός από έκφραση καψιδισμού και καμενιάς (βλ. καΐλα, καΐλας) και κλαψομουνιάσματος (βλ. Βασιλάκης Καΐλας), η καρακλασική αυτή εις -ίλα σλανγκιά έχει και δύο ακόμα (εκ διαμέτρου αντίθετους) ορισμούς:

Ειρωνική έκφραση αδιαφορίας

Βλ. και σκορδοκαΐλα.

Έκφραση καύλας και τρελής επιθυμίας

- Μεγάλη καΐλα για την Γιουροβίζιον πρέπει να έχει ο Νίκος Καρβέλας, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έστειλε δυο τραγούδια (εδώ).

Ινσέψιο

Από το αδικοχαμένο δουπού: Χάνκων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος επινοημένης ανθρωπίλας που σλανγκική ἀδείᾳ προσάπτεται σε αθρώπες του τΣΥΡΙΖΑ, στα έργα τους και τις ημέρες τους. Πέον να σημειωθεί χάριν κορεκτίλας ότι η συριζίλα εκφέρεται τόσον από δεξιόστροφους σλάνγκους:

- Μυρίζεις συριζίλα από μίλια. Μόνο ένας συριζαίος θα δικαιολογούσε τους ισλαμοφασίστες.... (εδώ)

...όδο κι από αριστερόστροφους μη Συριζαίους σλάνγκους:

- Η παρατήρηση κάποιων ότι ζούμε περίεργες ώρες δηλαδή πρέπει να μας οδηγεί στα μηδενιστικά σου σχόλια για τους αναρχικούς και άρα στην αγγαλιά της μόνης ελπίδας μας του συστημικού σύριζα ? Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις θεωρώ ότι τα σχόλια βρομάνε κυβενητική συριζίλα αλλά ακόμη και αν είναι η ιδέα μου είναι σίγουρα προβοκατόρικα (εκεί)

Άλλοι πάλι το τερματίζουν:

- Χωμενίδης: Ο ΣΥΡΙΖΑ μου θυμίζει αξύριστες μασχάλες και μυρωδιά μπύρας (παραπέρα)

...προς εύλογη αγανάκτηση των φίλων του ΣφΥΡΙΖΑ:

- Πάντως από τη χρήση λέξεων τύπου συριζίλα και κομουνισταριό προτιμότερη η ξύλινη γλώσσα (παραδίπλα)

Βλ. επίσης άλλες πολιτικίλες: αριστερίλα, κομμουνίλα, πασοκίλα, κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γενική -ίλα που βγαίνει από το ανθρώπινο κορμί. Φανταζόμαστε είτε ότι είναι οι οσμές που κυριαρχούν πιο έντονα, όπως ο ιδρώτας, είτε σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο οι οσμές των υγρών που φανερώνουν περισσότερο την επισφάλεια και θνητότητα της ανθρώπινης συνθήκης, όπως το αίμα και το σπέρμα. Η ανθρωπίλα μπορεί να είναι γενική, όπως τα χνώτα ενός ανθρώπινου πλήθους. Μπορεί να είναι η μοναδική ανθρωπίλα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου όταν απογυμνωθεί από φτιασίδια και ψιμύθια και μείνει στη γύμνια της οσμής του. Μπορεί, με λίγη φαντασία, να είναι το πώς μας μυρίζουν τα άλλα ζώα. Μπορεί να είναι τελείως υπαρξιακά η απόλυτη έκθεση στην επισφάλεια μέσα από την οποία γεννιέται η πιο στέρεη αγάπη. Πρόκειται για μια λέξη αγαπημένη συγγραφέων της οσμής, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας, η οποία όμως παραμένει, νομίζω, αδόκιμη, παρόλο που έχει απασχολήσει αρκετούς συγγραφείς.

  1. Ήταν σκοτάδι πήχτρα και μια μπόχα λίμναζε μουχλιασμένης ανθρωπίλας και τσιγαρισμένου κρεμμυδιού. Αθέατο, κάπου γύρω μας, ένα ραδιόφωνο μετάδινε από το Κάιρο αράπικα ερωτικά τραγούδια, όλο στριγγλιά και λάγγεμα. Πίσω απ' τις σαρακοφαγωμένες πόρτες τους, τ' αχτάρικα βγάζαν ένα μπερδεμένο πυρό χνώτο από μπαχαρικά. Σκιές μας κόβαν ξαφνικά τον δρόμο και μας καλησπερίσαν στα αράπικα, φιλήσυχα ή λίγο ειρωνικά. Το ραδιόφωνο έσβησε απότομα. Συναγερμός. Πάνω από την Αίγυπτο πετούσαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά. (Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες Α΄, Η Λέσχη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1960, σ. 215).
  2. Η Ανθρωπίλα δεν είναι όμορφη, δεν είναι κομψή, δεν είναι λογοτεχνίζουσα λέξη. Μια λέξη που υιοθέτησα ...παίζοντας, κόντρα στην υποτιθέμενη ...συνώνυμη της, την ...ανθρωπιά. [...] Και μοιάζει θαρρείς η λέξη μου, να προβοκάρει , τα υψιπετή του Ουρανού. Αν μύρο αναβλύζει από τα υψιπετή της ...ανθρωπιάς, μυρωδιά εκκρίσεων, ιδρώτα, σπέρματος, αίματος λες και μυρίζει η ...ανθρωπίλα. Ένας Ουρανός...κόντρα σε μια Γη. [...] Και η Ανθρωπίλα είναι ο δικός μου, ο Γήινος ο Ουρανός. Είναι η μυρωδιά του φόβου του κάθε Χριστού που φωνάζει «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί», είναι ο πόνος της κάθε Παναγιάς που θρηνεί σπαραχτικά «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;», είναι οι Πέτροι που σκιάζονται και λιποτακτούν, είναι οι Ιούδες που προδίδουν, είναι οι Θωμάδες που ψάχνουν να ακουμπήσουν τον τύπο των ήλων, είναι οι Μαγδαληνές που ταπεινές ερωμένες, γονατίζουν. [...] Κι όσων οι φωνές απο το πληθος για Ιησού υψώνονται, είναι αυτοί που έχουν να κάνουν εικόνισμα, την ελπίδα της γήινης Ανάστασης, δοξάζοντας το πιο μεγάλο έργο τέχνης που πλάστηκε ποτέ. Τον κάθε Άνθρωπο. Δοξάζοντας το μόνο μεγαλείο του, όχι την τελειότητα, αλλά την απόλυτη ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ του, λουσμένη στις πολλές αδυναμίες του... Δοξάζοντας την μόνη σωτηρία του, τη θαλπωρή της ...Ανθρωπίλας που ανακουφίζει μοιραζόμενη το βάρος του Σταυρού. [...] Σε όποια Ανάσταση κι αν προσβλέπετε συχωριανοί μου, σας την εύχομαι. Απλά, όπως αρμόζει στις μέρες που διαβαίνουμε, σας εξομολογήθηκα και τη δική μου. Την Ανάσταση της ...Ανθρωπίλας. Με τον προσήκοντα σεβασμό...στη Γη. (Κατερίνα).
  3. Μύριζε ο αγέρας σαπημένα φρούτα, λιβάνι κι αποκρουστική βαριά ανθρωπίλα. (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο).
  4. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος βγάζει μια ξεχωριστή μυρωδιά. Δεν την καταλαβαίνουμε γιατί μπερδεύονται οι μυρωδιές, δεν ξέρουμε ποια 'ναι δική σου και ποια δική μου. Καταλαβαίνουμε μονάχα πως ο αγέρας βγάζει μια βρώμα και τήνε λέμε ανθρωπίλα. Άλλοι την ανασαίνουν σαν λεβάντα. Εμένα μού ΄ρχεται να κάνω εμετό. Ας είναι. Αυτό είναι άλλου παπά τροπάρι. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά).
  5. Η σέλφι του Τσίπρα στο Αργος (αγάπη ρε, και ανθρωπίλα!) (Νίκος Ξυδάκης στο Τουίτερ).
  6. -Μετά δε μυρίζει ο άλλος ανθρωπίλα, αλλά σαν απορρυπαντικό. Μπλιάχ! ...
    -Μπλιάχ! Και ποιος σου είπε ότι θέλει ολος ο κόσμος να μυρίζει την... ανθρωπίλα σου? (Εδώ).

"Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα, τη μουγκαμάρα σας και του μπλα μπλα την ξευτίλα" Σανταζίνια έφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη εκδοχή του άκυρος, σλανγκοκαγκουρεμένη δια της προσθήκης της γαμοσλανγκοκατάληξης -ίλα.

- Όλη η ακυρίλα μαζεμένη στα Ελληνικά σόσιαλ (εδώ)

- Ε ρε ακυρίλα. Οταν μας τα πριζουν με ενα τοσο ασημαντο γεγονός για ενα πλουσιοπαιδι που ειχε απλα την τυχη να γεννηθεί υπο κάποιες συνθηκες και δεν χαλανε τον κοσμο για τα αλλα παιδια που ζουν σε αθλιες συνθηκες οπως θα επρεπε, τοτε κυριος ........ακυριλα ειναι ο κοσμος που ζεις και σαπιλα μαζι (σχόλιο φορουμίτη στο νήμα "Στο νοσοκομείο εσπευσμένα ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος", εκεί)

- Άλλη μία κάργα ακυρίλα στο σάιτ, χάριν εριστικής πολιτικάντικης χαιρεκακίας του καφενείου. Έχει βουλιάξει το σάιτ τα τελευταία χρόνια απο δαύτα, νά 'ναι καλά ο Βράσταμαν/σφυρίζων (ρίψη άκυρου στο λήμμαν "σχήμα λόγου", παραπέρα)

Πάσα: vikar.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:

Swag Σημίτης

Ή αυτό:

Swag Λαφαζάνης

  1. Ο καιρός επιβάλλει καφέ,κότσο και σουαγκίλα! (Εδώ).
  2. Κατουραει σουαγκιλα ρε αυτο το παιδί (Εδώ).
  3. Διακρινω μια σουαγκιλα-κωλοποζεριά.. (Εδώ).

Σουαγκίλα η απλή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια βρωμερή -ίλα που μυρίζει κάπως όπως η βαρβατίλα, αλλά έχει κυρίως το χαρακτηριστικό ότι αυτός που την αποπνέει είναι κυρίως ετεροκανονιστικός/ σεξιστής/ μάτσο/ μπούλης/ νταής που μπουλίζει και τραμπουκίζει όσους δεν προσαρμόζονται στα ετεροκανονιστικά του πρότυπα για τη λεβεντιά.

  1. Ο βαγγέλης περιγράφεται ως γλυκό και ευαίσθητο παιδί. Ως παιδί που βασανίστηκε επειδή, κατά τα στοιχεία που διαρρέονται, απείχε από τα πρότυπα του λεβέντη άνδρα που είχαν κατά νου οι μικροί δήμιοί του. Αυτό το παιδί που ήταν τρυφερό, ευαίσθητο και φοβόταν μέχρι αυτοκτονίας -μάλλον- τους νταήδες, το έθαψαν χθες με μπαλωθιές. Βρήκαν ταιριαστό να του ταράξουν και τον θάνατο, όπως και τη ζωή, με αυτές τις εθιμοτυπικες ανδρικές λεβεντιές που βρωμάν «ετεροκανονικά κληρονομούμενη ματσίλα» (που λέει και ένας τοίχος στα νεάπολη). Στα πλάνα από την κηδεία του, την ώρα που ακούγονται οι πυροβολισμοί το συμπέρασμα είναι: τελικά τίποτα δεν κατάλαβε κανείς. (Από το Φέισμπουκ σχετικά με τον αδικοχαμένο Βαγγέλη Γιακουμάκη).

2. Ο Γιακουμάκης αυτοκτόνησε για να λυτρωθεί από την οπισθοδρομική ματσίλα της Κρήτης και τον αποχαιρετά το νησί με μαντινάδες και μπαλοθιές

3. Κράξε τη ματσίλα κι όχι τα τακούνια. Μια συζήτηση στο Περιστέρι για το σεξισμό και το χιπ χοπ. #Βράδυ Ιουλίου, σε μια ταράτσα στο Περιστέρι, με ένα κουτάκι μπύρας στο χέρι περιτριγυρισμένη από τα μέλη δύο αντίπαλων(;) κοινοτήτων (ΛΟΑΤ και χιπ χοπ). Άραγε αναμένεται σύρραξη; Πάνω από 100 άνθρωποι, mcs, ακροατές και ακροάτριες του χιπ χοπ, άτομα από την LGBTQ κοινότητα, αριστεροί και αριστερές, καθισμένοι σε σχηματισμό πετάλου ήρθαν για να συζητήσουν τα ανομολόγητα: στο στόχαστρο τα σεξιστικά …φάλτσα του χιπ χοπ.

4. Ο θύτης δρα μέσα σε ένα ολόκληρο κοινωνικό πλαίσιο που στηρίζει και αναπαράγει τα προνόμιά του. Η διάχυτη ματσίλα, τα στραβοκοιτάγματα όταν ένα ομόφυλο ζευγάρι φιλιέται δημόσια, τα σχολιάκια για το πώς επιλέγουμε να εκφραζόμαστε, να ντυνόμαστε, να μιλάμε και να κινούμαστε στο δημόσιο χώρο είναι μια πραγματικότητα που βρίθει από κανονιστικά πρότυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά: Η κακοσμία που βγάζει ο βοσκός από πρόβατα, γίδια, τράγους, αγελάδες, σκυλιά και λοιπά ζωάδια του.

  2. Μεταφορικά: Εκ του rap άσματος «Τραγίλα» του Constantine Cullen. Ότι εκπέμπει ο χωριάταρος που βγαίνει στις πλατείες και στον καφενέ με την μπιστόλα καταμεσής ζωσμένη ή το δίκαννο. Έχει τον τσιφτέ στο Χάιλουξ με τρακτέρ ζαντολάστιχο και κάγκελα οπίσω, σαρίκι στον «καρφίχτη» και γλάκα στις στράτες. Συνήθως τρομοκρατεί κι απειλεί όσους είναι από άλλα χωριά αλλά κυρίως τους ξένους.

  1. Ρε μπάρμπα, έναν καφέ ήρθαμε να πιούμε. Πρέπει να μυρίζουμε και την τραγίλα; Μια στροφή απ' το σπίτι για μπανάκι δεν έβλαψε.

  2. Βγαίνω απ΄το μητάτο με Αγιο-Κωσταντινάτο και τα ρούχα μου βρωμούνε τραγίλα οχου αναθεμάντο με έκαμε ανω κατω για πάρτυτζι εγίνικα σε ένα χωριό ξεφτίλα.

Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα, γαζώνω πινακίδες οξω από τον άγιο Συλλα
Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα το Chivas δεν με πιάνει πίνω κούπες με βενζίνα

Κείνη αρχικά μου λέγε μαγαπα μα δυο μήνες μετά μουβγάλε μαγλατά, δεν ήθελε ποτέτζι να τάχει με βοσκό που να λαλεί Τουοτα διπλοκαμπινο ΓΑΜΩΩ!!
Θαρρεί πως είναι Βιόλα την έχει δει μουνάρα δεν θέλει τα στιβάνια απ΄την Αγιά Βαρβάρα.
Θα πάω τσι παναγίας να κάμω αρτοπλασία στο καφενείο αμα με δει να δώσει σημασία.

Οοοοοοοοο οοοο αγαπημένη τω πολλώ
Οοοοοοοο οοοο αγαπημένη τω ψολώ

Βγαίνω απ΄το μητάτο με αγιοκωσταντινάτο και τα ρούχα μου βρωμούνε τραγίλα
οχου αναθεμαντο με έκαμε ανωκατω για πάρτυτζι εγίνικα σε ένα χωριό ξεφτίλα

Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα γαζώνω πινακίδες οξω από τον Άγιο Συλλα
Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα το Chivas δεν με πιάνει πίνω κούπες με βενζίνα

Ήμουνα μερακλής βοσκός και άντρας τσι παρέας κι είχα το καταψύκτητζι πάντα γεμάτο κρέας με είχε κάθε βράδυ μες τη δικήτζι αγκάλη και εδά μονάχος στο Υoutube την βγάνω με Κουναλη.
Αν κάτεχε ο Κύρης σου ότι η κόρη του γαμπρίζει θαναχε πέσει μπρούμυτα στο πάτωμα ναφρίζει.
Για δες πως με κατάντησες σαν το ερημοκλήσι που δεν εβρεθηκέ ποτέ παπάς να λειτουργήσει.

(από HardcoreGR, 20/08/14)(από HardcoreGR, 20/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση πείνας, ασιτίας. Λέγεται στην Πελοπόννησο.

Έχεις τίποτα για φαγητό; Κόλλησε το στομάχι μου από την αφαγανίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πλέον βρωμερή και δυσώδης μπόχα για πολλούς συμπολίτες μας, όπως αλτέρνια, ψαγμένους, λατέρνατιβ, indie, χιπστέρια, άτομα με υπερκουλτουρίαση, μεταλάδες, χιπ χοπάδες, ποικίλες εξωτικές φυλές και λοιπές εναλλακτικές δυνάμεις.

Πρόκειται για την αποφορά που προκαλεί ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα κυρίαρχο παράδειγμα, λόγο, συμπεριφορά κ.ά. Λ.χ. χολυγουντιάνικες αμερικλανιές στο σινεμά, απόψεις που εκπορεύονται από πρετεντέρηδες και άλλους τηλεντελάληδες του καθεστώτος, λαϊκοπόπ ακούσματα στη μουσική για όσους θεωρούν ότι το «ανήκομεν εις την Βίσσην» αποτελεί μουνόδρομο, εκτός κι αν ανήκει κανείς στην Βανδή, απόψεις που διατυπώνονται από δάπαρους με επίπεδο-ΔΑΠεδο, ναμαγαπάδικα εντεχνιάρηδων, το δίπολο Μύκονος- Αράχωβα, ατάκες ελληνικής μικροαστικής μιζέριας, κ.τ.ό., τέσπα ξέρουμε όλοι λίγο πολύ τι σημαίνει μέινστριμ.

1. Ολοι αμαρτωλοι ειμαστε, ολοι παμε στο τωρα καπα, στο καλυτερο μο, στη μπουζα βρε αδερφε. Ολοι εχουμε μια καποια σχεση με το σκειτ, ειτε αγαπη, ειτε μισους, ειτε αποστροφης.Παντως να το παιζεις αλτερνατιβ και να πηγαινεις κρυφα στο βιλα να λικνιζεις το κορμι σου σε μεινστριμιλα, δε σε τιμα.

2. Παρολ' αυτα μου κανει φοβερη νεκροφιλια να παραμενουμε (με βολικη εμμονη καμμια φορα) στα κατορθωματα των γενιων που εχουν σχεδον αποσυρθει. Νομιζω μαλιστα πως τη δεκαετια του 90 οι περισσοτεροι ξανα«διαβαστηκαν» απο κοινο και επαιοντες χωρις ταμπου, αγκυλωσεις και παρασιτα του χρονου που εδρασαν και λιγο ως πολυ εχουν παρει τη θεση που τους αξιζει.
Στα 00ς ειχαν αρχισει πια οι αναποφευκτες ζυμωσεις γινανε πραγματα, ξεπηδησαν ατομα και ομαδες, γλιτωσαμε εν πολλοις απο την ακαμπτη μεινστριμιλα και τις διαφορες σεβασμιες μανιες και εχουμε αρχισει να διαπραγματευομαστε καπως διαφορετικα τα τεχνοζητουμενα.

3. Δεν ξέρω πόσο μεϊνστριμίλα βρωμάω αλλά με τον Φασμπίντερ δεν έκανα παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified