Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.
Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.
Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο Αμπελακιώτης, ο κάτοικος του οικισμού Αμπελάκι, επειδή θεωρείται σκωπτικά ότι οι κάτοικοι του Αμπελακίου είναι απόγονοι των Περσών, οι οποίοι επέζησαν από την ναυμαχία του 480 π.Χ. και έμειναν στο νησί, για αυτό και έχουν υποτίθεται μη ελληνικό μεγάλο κεφάλι.
Παντρεύτηκε Πέρση κεφάλα.
Got a better definition? Add it!
Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.
Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.
Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.
Got a better definition? Add it!
Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).
**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)
Got a better definition? Add it!
Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).
Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.
Got a better definition? Add it!
Ληστοπειρατές στην ντοπιολαλιά της Κύθνου προπολεμικά. Τη λέξη την έχω ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο και από άλλους παλιούς θαλασσινούς. Είναι πιθανό να την χρησιμοποιούσαν και σ'άλλα νησιά.
Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, εξ αιτίας των συνεχών αλλαγών και ανακατατάξεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), στο χώρο Αιγαίου επικρατούσε καθεστώς "ανομίας". Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το λαθρεμπόριο ειδών που είχαν υψηλή φορολογία ή εισαγωγικούς δασμούς (προϊόντα καπνού, σπίρτα, οινοπνευματώδη, αλλά και απλά αγροτικά προϊόντα, όπου υπήρχε έλλειψη, όπως το αλεύρι στη Λήμνο κατά τη διάρκεια των συμμαχικών επιχειρήσεων στα Δαρδανέλια). Το λαθρεμπόριο αυτό το έκαναν οι περίφημοι κοντραμπατζήδες.
Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα άλλο είδος παράνομης συμπεριφοράς, πιο βίαιο και ληστρικό και δίχως "κώδικες τιμής": η ληστοπειρατεία. Οι ληστοπειρατές αυτοί (ληστοπεράτες κατά την ντοπιολαλιά) προέρχονταν από τα πιό φτωχά και εξαθλιωμένα στρώματα και των δυό πλευρών του Αιγαίου (χριστιανικά και μουσουλμανικά). Δεν δίσταζαν να σκοτώσουν, χωρίς να κάνουν διάκριση σε θρησκεία ή εθνικότητα, για ευτελή λεία πολλές φορές. Οι κοντραμπατζήδες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και συχνά συγκρούονταν μαζί τους.
Μακριά από δαύτους! Ολάκερο το σόι ληστοπεράτες. Έχουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά. Τζατζάδες!
Τζατζάδες: Ληστές. Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από το διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στην Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία. Η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στα απομονωμένα νησιά της άγονης γραμμής και τ' όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του "κακούργος".
Δεν πρέπει να συγχέεται με τους Γιαγάδες ή Γιαγάδες όπως έγιναν γνωστοί την ίδια εποχή περίπου.
" Πρωταγωνιστές στη σαμιακή επανάσταση του 1912 εναντίον των Τούρκων που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού και στην ένωσή του με την Ελλάδα, τ' αδέλφια Γιαγά από τον Μαραθόκαμπο ήρθαν αργότερα σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη και την τοπική διοίκηση, σύγκρουση που οδήγησε σε φυλακίσεις, εκτελέσεις συγγενών τους, ώς και αυτονομιστικά κινήματα!
Παρ' όλο που οι αδελφοί Γιαγά επικηρύχθηκαν και καταδιώχθηκαν ως ληστές, ούτε ληστείες διέπραξαν ούτε απαγωγές για λύτρα, όπως συνηθιζόταν από τον τότε ληστρικό κόσμο. Ενεργούσαν «ως ηγέτες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας», σημειώνει ο Ντίνος Κόγιας, έχοντας εξασφαλίσει «μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης». Η ένοπλη δράση τους, που συντάραξε τη Σάμο μεταξύ 1914 και 1927 απασχολώντας επανειλημμένα τις αρχές και τον τύπο, παρέπεμπε σε μια μορφή «παραδοσιακής ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση και τις παρεκτροπές της κεντρικής εξουσίας." Από εδώ.
Ο Κώστας Ρούκουνας (σαμιώτης γαρ) είχε γράψει τραγούδι και γι' αυτούς!
Αλλά όπως φαίνεται το κίνημα είχε απήχηση και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ακούμε ένα "κλέφτικο" από την Τασία Βέρρα, που περιγράφει το θάνατο ενός από τους Γιαγιάδες από προδοσία του κουμπάρου του. Κι αυτό το τραγούδι είναι του Κώστα Ρούκουνα (στίχοι και μουσική).
Got a better definition? Add it!
Άλλη μια "ποιητική" έκφραση από την Κύθνο, που σημαίνει δεν κάνω τίποτα, κωλοβαράω ή ασχολούμαι με κάτι, ανάξιο λόγου ή χωρίς αποτέλεσμα.
-Άστα μωρή Αννεζίνα, θα τα καθαρίσει η Μαρία!
-Ναι, αμή*! Θα κάμει τον άνεμο κουβάρι η ανεπρόκοπη!
*αμή: αμέ
-Είδα το Γιαννούλη στο χωράφι σας και πολεμούσε κατιτίς, μα δε κατάλαβα ηντά'κανε**.
Ήντα νά 'κανε ο άχρηστος! Τον άνεμο κουβάρι!
** ηντά'κανε: τι έκανε (η πλήρης έκφραση είναι "ήντα έκανε", αλλά με την έκθλιψη του τονιζόμενου "ε" ο τόνος του "η"κατεβαίνει στην επόμενη συλλαβή, όπως στο γνωστό Ναξιώτικο τραγούδι: "... ήντα σού'καμα κ' ηντά'χεις..." Ο ρυθμός στον καθημερινό λόγο, όπως αναφέρεται και στον πολύ ενδιαφέροντα διάλογο που ακολουθεί το λήμμα μανάβης.
Got a better definition? Add it!
σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος
Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.
Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.
Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.
-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!
*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).
Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.
(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.
Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.
Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:
-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!
*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)
Got a better definition? Add it!
Εκ του πολυτραγουδισμένου γαμοσλανγκοτέτοιου β' συστατικού -μούνα και του λαρδί, που σημαίνει «κομμάτι ζωικού λίπους, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό» (δες). Ετυμολογικώς το λαρδί αποτελεί αντιδάνειο: < μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) λάρδος < λατινική lardum (=αλατισμένο/ παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (=παχύς, λιπαρός).
Τη λέξη διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997) ως χρησιμοποιούμενη στην Άνδρο. Υποτίθεται ότι η ηρωίδα, η Μοσχούλα, ήταν σλανγκομούνα before it was cool και προσπαθούσε στα εφηβικά χρόνια της να κρυφακούει και να καταγράφει εν συνεχεία σλανγκιές, μεταξύ των οποίων και το λαρδομούνα.
Η σημασία της σλανγκιάς δεν μου είναι απολύτως σαφής. Αφενός φέρεται να σημαίνει μια γυναίκα που «έπιασε ξίγκι» στο μουνί της, λόγω πολυχρόνιας αγαμίας, -συνήθως επειδή ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε καιρό στα ξένα-, και που ωσεκτουτού είναι λιγωμένη για σεχ. Αφεδύο φαίνεται να συνδέεται γενικότερα με μια χοιρινή jouissance, να δηλώνει ζουμπουρλού με την καυλή έννοια ή λιπαρό και αφράτο μουνί. (Τα δύο βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται). Ως γαμησιάτικο μπινελίκι χρησιμοποιείται και στη μοναδική του εμφάνιση στον γούγλη.
Χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες (έκφραση που διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 101).
Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. (Ibid, σ. 24)
Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή περάσει προ πολλού το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. (Ibid, σ. 130)
4. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές επικίνδυνες ράτσες. Επιγραμματικά θα αναφερθώ:
- στον τραγικό φορτηγατζή, ο οποίος έχει περισσότερο το νου το στο φραπέ που ισορροπεί πάνω στο τιμόνι, ενώ εστιάζει στο δρόμο μόνο και μόνο για να σφυρίξει σε οποιαδήποτε γυναίκα δει, θεωρώντας ότι κάθε γυναίκα αισθάνεται κολακευμένη και σίγουρα θα ανοίξει τη πόδια της για να τη γαμήσει ένας άπλυτος τύπος που οδηγεί φορτηγό αν της φωνάξει «μανούλι μου», «να ήμουν κιλότα με γλώσσα», «τι βυζόθρες είναι αυτές μανάρα μου», «κούνα την κωλάθρα σου λαρδομούνα μου» και άλλα εξίσου τρυφερά.
Got a better definition? Add it!