Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.
Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!
Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.
Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!
Got a better definition? Add it!
Σλανγκοπρεπέστερη εκδοχή του φρικιού με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-ίκουλας». Οι κυριότερες (και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες) φυλές του φρίκουλα περιλαμβάνουν:
1. Ρατσιστικά: ανθρώπες με ειδεχθή εμφάνιση.
Εδώ υποβόσκουν τέσσερις κατηγορίες:
Όσοι οικειοθελώς υιοθετούν το λουκ, υποβαλλόμενοι σε αντεργκράουντ πλαστικές επεμβάσεις, λιμάρισμα κυνοδόντων, εξτρήμ πήρσινγκ, στρέτσινγκ και τατουάζ, κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο industrial μουσικός Genesis P-Orridge που υπεβλήθη μαζί με την (μακαρίτισσα πλέον) σύζυγό του σε αλλεπάλληλες εγχειρήσεις προκειμένου να σμιλευτεί ένα νέο «πανδρόγυνο» είδος.
2. Ο γκίκουλας τση τεχνολογίας
Για παράδειγμα:
Ο χακεράς εταιρειών τηλεφωνίας. Πρόκειται για ελληνοποίηση του phreak (phone freak).
3. Άτομα που έχουν ψώρα / κόλλημα με κάτι.
Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα εξήνταζ για τους ψυχεδέλες (acid freak). Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Φρίκουλας με την οικολογία, κλπ.
Συνώνυμο: ναζί του/της... (όπως π.χ. ναζί της γραμματικής)
4. Ο λατέρνατιβ, το φρίκουλο.
Κι εδώ υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:
Σε πολιτικό επίπεδο (παραφράζοντας τον χαλικού) φρίκουλα αποκαλεί η ανάρχα το μπάχαλο, ο αριστεριτζής τον ανάρχα, ο σφυριζαίος τον αριστεριτζή, και όλους τους παραπάνω ο ο κνίτης και το χρυσαύγουλο.
Μπορεί οι φρίκουλες να κάνουν ορισμένους να φρίττουν, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι το λήμμαν δεν ετυμολογείται εκ της φρίκης αλλά εκ του αγγλικάνικου freak.
1η κατηγορία
- Φρίκη και αηδία μαζί-Ο φρίκουλας με τα μακρύτερα νύχια στο κόσμο
2η κατηγορία
- Που λέτε ο Τζομπς ήταν μεγάλο τυπάκι, φρίκουλας (το φρίκινγκ έχει να κάνει με τα τηλεφωνικά δίκτυα, ουσιαστικά βρίσκανε τρόπους για να πραγματοποιούν δωρεάν κλήσεις) κι έτσι
3η κατηγορία
- Όχι δεν έχω κανένα κόλλημα με τη Μητρόπολη και τα τσιμέντα. Ούτε είμαι όμως και κανάς φρίκουλας των ορεων και των δασών.
4η κατηγορία
- το 1977 στο Πανεπηστήμιο στην Αθήνα και συγκεκριμένα στη Χημική σχολή έκαναν κατάληψη κάτι φρίκουλες και ένα βράδυ μπήκαν μπουκάραν μέσα στο κτίριο ΚΝίτες φοιτητές και ΚουΚουΈδες εργάτες με κράνη και καδρόνια και σακατέψανε στο ξύλο τους φρίκουλες και έσπασαν την κατάληψη! Αν έγιναν έτσι τα πράγματα, τότε δεν βλέπω πουθενά το κακό. Ίσα-ίσα νιώθω περήφανος που τα συντρόφια μου τότε ξηγηθήκανε αλμυρό φιστίκι τους διασπαστές-προβοκάτορες-ασφαλίτες και ανυπομονώ πότε θα ξανακάνουμIε κάτι τέτοιο!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος δέχεται ιντερνετικά συσσωρευμένο μίσος, φθόνο και χλευασμό μεμονωμένα ή από οργανωμένες ορδές χέιτερζ (ο αντίποδας των γκρούπιζ). Πρόκειται για μορφή e-μπουλισμού.
Οιοσδήποτε μπορεί να φάει χέιτ, αλλά την μερίδα του λέοντος εισπράττουν:
Πέον να σημειωθεί ότι οι χέιτερζ διαφοροποιούνται από τα κοινά τρόλια στο μέτρο που είναι πιο κακεντρεχείς, πιο στοχευμένοι και λιγότερο ο,τινανιστές. Το σλόγκαν των σερβιρισθέντων χέιτ (πραγματικών και γουαναμπή) είναι χέιτερζ γκόνα χέιτ.
Η εν λόγω σλανγκιά εκφέρεται κυρίως από χιλιετηράκια (παιδιά γεννημένα μετά το 2000).
Ασίστ: Βράσταγκερλ.
1.
- τι κανεις;;;;
- τρώω χέιτ.
2. ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ! Καποιες ειστε Λαρρυ σιππερς οκ , δεκτο και το σεβομαι..αλλα η Ελ γιατι πρεπει να τρωει τοσο χεϊτ;
3. πραγματικα δεν μπορω να καταλαβω το χειτ που τρωει ο νικητας ειλικρινα εκφραζει την αποψη του με χαζο και καραγκιοζιστικο τροπο , συμφωνω αλλα απο κει και περα αλλο διαφωνω , αλλο κραζω
4. ολοι τρωνε χειτ καποια στιγμη αλλα μερικοι απλατο αγνοουν και φευγει αν ασχολεισαι τοσ θα τρως και μν τα ριχνεισ μενα απλα μολις κτλβεις οτι δν εχει νοημα ολο αυτο θα καταλαβεις και δν γελαω απλα δν κτλβαινω γτστεναχωριεσααι και μν πεις οτι δν το χω ζησει το χω περασει απλα το αγνοησα ΓΙΩΡΓΟΣ
Got a better definition? Add it!
Επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για το μουνί υψηλής τεχνολογίας. Γενικά, για γκόμενες πολύ αεράτες, ψηλές, εντυπωσιακές, μπαλκονάτες, γυναικάρες. Επίσης, για γυναίκες που η ομορφιά οφείλεται και στην τεχνολογία, (σιλικόνες κτλ). Η χρήση του επιθέτου γίνεται αναλογικά προς τα: «τριφασικό ρεύμα», «τριφασική γεννήτρια», «τριφασικός κινητήρας», «τριφασική συσκευή».
Επίσης, χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός στο «φάση». Λέμε «φάση τριφασική». Στην αρχή η χρήση αυτή ήταν κατ' αντιστοιχία προς το «τριφασικό μουνί». Αλλά μετά αυτονομήθηκε και οδήγησε σε μια παρετυμολογία κατά την οποία η «τριφασική φάση», ή απλά το «τριφασικό» σημαίνει το ερωτικό τρίο. Αν και πρόκειται για εμφανή παρετυμολογία, οφείλουμε να την καταγράψουμε, γιατί έχει περάσει στην ελληνική σλανγκ.
Μεγεθυντικό: Τριφασική μουνάρα, η
Τι τριφασική μουνάρα είναι αυτή η Veronica Zemanova! Άλλης τεχνολογίας μουνί!
(Παρετυμολογικά:)
-Είδες την ταινία του Γούντυ Άλλεν που τά 'χουν ο Μπαρδέμ, η Πενέλοπε Κρουζ κι η Σκάρλετ Γιόχανσον, όλοι μαζί; Φάση τριφασική, σου λέω!
Βλ. και σχετικά λήμματα θεόμουνο, το, Σίλικον Βάλεϋ, η, τριολέ και Λίλιαν, η/το
Got a better definition? Add it!
Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».
Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.
Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.
Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...
Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τα σκουπίδια, ξυσίματα ή πιξελιάσματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής εικόνας και ήχου, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε τα παλιά καλά χιόνια.
Εκ των τεχνολογία και τερατούργημα, καμία σχέση με το τεχνούργημα.
Ασίστ: patsulis.
- Τεχνουργήματα :p, ή απλούστερα, ψηφιακά σκουπίδια: τετραγωνάκια στην εικόνα, παγώματα στο video, κοψίματα στον ήχο κλπ.
(εδώ)
- Παιδιά τι μπορεί να είναι αυτά τα πλεγματοειδή τεχνουργήματα; Τα βλέπω εδώ και 2-3 μέρες, και στις πέντε TV του σπιτιού...
(επεί)
- το εν λογω player καθως επαιζε ενα δισκακι dvd αρχισε να κανει εντονα τεχνουργηματα στην εικονα,τα οποια εξελιχθηκαν σε κοκκινα χιονια τα οποια παρεμειναν και μετα την εξαγωγη του δισκου..Το εκλεισα,το ξανανοιξα ,και..παπαλα,εξοδος εικονας δεν.
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων έτσι ονομάζονται οι κορασίδες ενός ευαγούς ιδρύματος, που αποτελούν σωστό Σίλικον Βάλεϋ. Αλλά επειδή πρόκειται για την πλειοψηφία των κορασίδων, οι ονομασίες συνήθως αποδίδονται σε αυτές, που κάνει πιο πολύ μπαμ.
Υπάρχει η εξής διάκριση:
Η Σιλικονέλλα βγαίνει από ονόματα όπως Μπαρμπαρέλλα, Εμμανουέλλα κ.ο.κ. Δηλαδή πρόκειται για μια τριφασική μουνάρα με πολλά κυβικά, με μπαλκόνια κι εξώστες οικοδομηθέντες μεν αυθαιρέτως πλην συνάδοντες με την αγριάδα της νταρντάνας που πάντοτε ήταν. Με λίγα λόγια, η σιλικόνη και τα ξυλοπόδαρα είναι απλώς αυτό που έλειπε για να ολοκληρωθεί το εγγενές ύφος της. Είναι μια Αμαζόνα σαν την Ζίνα, (αν κι εδώ έχουμε σχήμα οξύμωρο, γιατί «μαζός» στα αρχαία σημαίνει στήθος κι οι Αμαζόνες ήταν αυτές που δεν είχαν στήθος, οι αβυζαλέες, γιατί το έκοβαν για να μπορούν να πολεμούν καλύτερα στην μάχη - αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια που μας την αποκρύβουν «Αμαζόνες» σαν την Ζίνα).
Αντιθέτως, η Σιλικονίτα (κατά το Λολίτα, Ανίτα, Αμίτα) είναι η μινιόν κορασίς, το γλυκότροπο χαριτωμένο κοντοπούτανο. Νάνος, αλλά με κάτι βυζιά νάαααα, αν μου επιτρέπεται σλανγκικώς η παράφραση. Που όσο μπόι της λείπει το πήρε στην περιφέρεια στήθους, έστω κι αν χρειάστηκε να βάλει κι ο Φουστάνος λίγο το χεράκι του. Πάντως, η σιλικονάτη παρέμβαση της ταιριάζει, γιατί αναπληρώνει ως προσόν το ανύπαρκτο ύψος (μαζί με τα ξυλοπόδαρα).
Οι δύο σιλικονούχες ανταποκρίνονται σε διαφορετικά γούστα ή απλώς διαφορετικές στιγμές. Η Σιλικονέλλα είναι γι' αυτούς που αντέχουν και μπορεί τα βυζοσκάμπιλά της να είναι ολέθρια. Η Σιλικονίτα είναι πιο λυγερή, και μπορεί να συνδυάσει αυτήν την ευκινησία με ένα πολύ καλό bouncing των νεόδμητων όπλων της. Ε, να μην το κουράζω άλλο, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε...
(Εννοείται ότι τα παραπάνω μπορούν να ισχύσουν και για χαρακτηρισμούς εκτός των ευαγών ιδρυμάτων).
- Ήταν χθες στο [...] club η Ιζαμπέλλα η Σιλικονέλλα;
- Όχι, αλλά ήταν η Ανίτα η Σιλικονίτα !
(διάλογος απ' το πάλαι ποτέ διαλάμψαν bourdela.com)
Got a better definition? Add it!
Το Παλαμήδι είναι φρούριο στο Ναύπλιο το οποίο κατασκευάστηκε το 1687 από τους Βένετους, ύστερα από την κατάληψη του λόφου (216 μ.) στον οποίο βρίσκεται, μετά από σφοδρή μάχη με τους Τούρκους κατά τον Βενετοτουρκικό Πόλεμο. Η ανάβαση στο Παλαμήδι γίνεται είτε μέσω αμαξιτής οδού είτε μέσω μιας σκάλας με 999 σκαλοπάτια.
Εδώ ως παλαμήδι, δεν αναφέρουμε το συγκεκριμένο κάστρο αλλά το παλαβό μήδι (με απαλοιφή του «βο» κατά τη συνένωση των λέξεων παλαβό και μήδι), το τρελό μήδι, το ιδιαιτέρας επιλογής μήδι που προσδιορίζει την έμπνευση του Αρχιμήδη που το επέλεξε και αντανακλά το χιούμορ του. Μπορεί να είναι φωτογραφία, ήχος, ή video.
Μπορεί ένα παλαμήδι να σχετίζεται:
1) άμεσα με την ονομασία του λήμματος αλλά να μην έχει καμιά σχέση με τη slang σημασία του λήμματος (βλ. παράδειγμα 1) 2) άμεσα με την ονομασία και τη σημασία του λήμματος, αλλά να είναι δοσμένο με υπερβολή ώστε να βγάζει γέλιο. (βλ.παράδειγμα 2), κλπ.
Το σίγουρο είναι πως ένα τέτοιο μήδι δεν περνά ποτέ απαρατήρητο. Πολλές φορές αποτελεί το βιάγκρα προβολής ενός λήμματος, αφού αποτελεί κίνητρο κατά την ανάγνωση ενός λήμματος. Συμβάλλει έτσι στον έξοχο τρόπο προβολής του λήματος.
Το μήδι αυτό δεν μπαγιατεύει ποτέ και διατηρεί μόνιμα τη φρεσκάδα του.
Το παλαβό μήδι συμβάλλει στην ανάδειξη στοιχείων της προσωπικότητας του Αρχιμήδη εμπνευστή του και έτσι βοηθά στην επαύξηση της επικοινωνίας του με τους άλλους χρήστες.
Το παλαβό μήδι προκαλεί την έκπληξη και την εντύπωση και πολύ συχνά τη λολ και την καραλόλ κατάσταση.
Όπως το κλασσικό Παλαμήδι έτσι και το slang, βρίσκονται σε περίοπτη θέση, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση των περαστικών.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.
-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!
Βλ. και αντάβαλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξελληνισμός του αμερικλάνικου nerd δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας: πρόκειται για χλωρίδα της συνομοταξίας phytus spasiclus, άκα γκίκουλας, φρίκουλας και φύτουκλας.
Ο νέρντουλας διαπρέπει ως επιστήμων κι ως μπλιμπλίκουλας αλλά in real life στερείται κάθε στοιχειώδες ψήγμα κοινωνικότητας, ειδικά προς μη νέρντουλες. Πρόκειται για κινησιολογικά άγαρμπο και γιομάτο καυλόσπυρα καψίδι που πωρώνεται νυχθημερόν με ιδεοψυχαναγκαστικές καμενιές (πιχί κρυπτοζωολογία, μάνγκα, σάει-φάει, κλπ).
Οι κουλές ενδυματολογικές επιλογές του νέρντουλα (à la Sheldon στο «Big Bang Theory») τον καθιστά αντιήρωα στα μάτια κάθε αενάως ψαχνόμενου ποζερά και γουαναμπή χιπστερικού, εξ ουστ και το nerd chic λουκ (βλ. αγόρια και κορίτσια).
Παραγγελιά από το δουπού: Χαν.
1.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη είσαι τόσο νέρντουλας που θα μιλάς Ντοθράκι
2.
νερντουλας; οχι....ιντελεκτουελ...εχει διαφορα....geeky ισως με μεγαλη φαντασια να τον ελεγες αλλα οχι νερντουλας...ωραιο τυπακι ειναι γενικα...
3.
Καλιφορνέζος «νέρντουλας» κατασκεύασε ρομποτικό ομοίωμα του Wall E
4.
Οχι γιαγιά δεν τα φτιάχνω με φοιτητή ιατρικής:
1) Πουλανε μουρη στις παρεες μεχρι να πεσουν σε συναδελφο τους. Μετα κανουν την παπια και γκρινιαζουν για την αναμονη στην ειδικοτητα.
[...]
9) Οταν χουφτωνουν ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑ, με τροπο ομως μην τους παρει χαμπαρι η γκομενα.
10) Ειναι νερντουλες, και οσοι δεν ειναι απλα δεν γινονται καλοι γαμπροι
Got a better definition? Add it!