Selected tags

Η ετικέτα θα αντικατασταθεί από ετικέτες όπως ίντερνετ, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τεχνολογία, μηχανές, κλπ.

Further tags

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο forum του hiphop.gr, «χλατσώνω» (ουσ.: χλάτσωμα) σημαίνει κάνω ban ή exterminate σε κάποιον χρήστη [ενν. κάποιος moderator κάνει].

- Τον χλάτσωσε ο Τραινατζής.
- Γιατί;
- Έβαζε τσόντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελληνική απόδοση του phishing, της ηλεκτρονικής απάτης που προσπαθεί να παρασύρει τα θύματα της στο να αποκαλύπτουν προσωπικά τους στοιχεία (π.χ. όνομα, διεύθυνση, αριθμό τραπεζικού λογαριασμού ή πιστωτικής κάρτας, ΡΙΝ και δεν συμμαζεύεται).

Ο πσαράδες χρησιμοποιούν μπαμπέσικες τακτικές όπως την αποστολή πλαστών εμαιλ δήθεν από γνωστή τράπεζα, εταιρεία, δημόσιο οργανισμό, ή γνωστή ιστιοσελίδα ηλεκτρονικού εμπορίου.

Σε άλλες περιπτώσεις, αποστέλλονται πιμί από λιμπιντιάρικα γυναικεία νικ που υπόσχονται να στείλουν φωτογραφία εάν τους στείλεις την ηλεκτρονική τους διεύθυνση. Όσοι κυβερνοπέφτουλες ανταποκριθούν μοιραίως θα βρεθούν προ εκπλήξεων.

- Ρε φίλε καλημέρα. Κάποιο άτομο, μάλλον γυναίκα πρέπει να ναι, χρήστρια του slang, cindyforallλέγεται, μου έστειλε μήνυμα λέγοντας πως της άρεσε το προφίλ μου (μια φωτογραφία από Καστελόριζο υπάρχει εκεί) και ζητάει mail, και θέλει λεει να μάθει κάποια στοιχεία για μένα. Λεει πως αν τα στείλω, τότε θα μου στείλει φωτογραφία. Έχει κάνει κάτι αντίστοιχο και σε σένα; Κάτι μου λεει πως το χει στείλει σε πολλούς. Εγώ πάντως δεν νομίζω πως θα στείλω τίποτα. Κάτι δε μου αρέσει.

- Και σε μένα και σε άλλους. Μάλλον κάνει πσάρεμα για πιστωτικές κάρτες και έτσι. Μακριά φίλε μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενος όρος για διαδικτυακό φαινόμενο.

Κατ' αρχήν, σπρετσατούρα είναι η επιτηδευμένη ατημέλεια, «το να κάνεις τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα, ένα είδος αυτο-ειρωνείας στο εμφανισιακό σου στυλ».

Ως «κυβερνοσπρετσατούρα» εννοώ το να επιλέγεις να μην χρησιμοποιείς κώδικες του Διαδικτύου, όπως λ.χ. τα lol, λολ, Μ.Α.Ο., LMFAO κ.λπ., *X/Μ, rofl κ.τ.λ. Αλλά προτάσσοντας μια οικολογική ανησυχία του στυλ χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση, να επιμένεις να προσομοιώνεις και στον γραπτό διαδικτυακό λόγο (έστω ατελώς) ηχοχρώματα του φυσικού προφορικού λόγου ή άλλους φυσικούς ήχους.

Αυτό που διακρίνει την κυβερνοσπρετσατούρα από αυθόρμητους και τυχαίους σχηματισμούς, όπως λ.χ. τον Μέσειο γέλωτα «αχαχαχαχαχαχαχ ΤΜ» είναι ότι η πρώτη γίνεται με επίτηδευση για να πούμε ότι και καλούα είμαστε φυσικοί, αυθόρμητοι κτλ.

Στυλίστ κυβερνοσπρετσατούρας:

  1. Έστω το φημολογούμενο ως καμπανιστό γάργαρο γελάκι της περιωνύμου αρχοντολεβεντοσλανγκομούνας. Το μεταφέρουμε στον γραπτό διαδικτυακό λόγο ως:

χαχαχαχαχαχαχαχα

Επειδή η εν λόγω χρήστρια κατά δήλωσή της: «έτσι γελάω κι όλας ξεκινάω με ένα ααααααα και μετά ξεσπάω χαχαχαχα», βλ. *X/ΜΟΥ, φροντίζουμε να προηγείται το άλφα του χι στην αρχή:

αχαχαχαχαχαχαχαχα.

Για μεγαλύτερη αίσθηση κυβερνοσπρετσατούρας διαπλέκουμε ατάκτως τα χι και τα αλφα και τελειώνουμε κατά προτίμηση με χι:

αχαχαχχααχχαχαχαχχαχχχααχαχαχ.

  1. Το θαυμαστικό «!» που μετατρέπεται σε «1» στο chat, όταν βαριέσαι πλέον να πατάς ταυτόχρονα το shift και το 1:

Λ.χ. !!!!!!!!!!!!!!!!!111111.

  1. Χρησιμοποιείς προφορικά επιφωνήματα, όπως ετς και για να ειρωνευτείς τους ντοτάδες τα αποδίδεις με ντοταδίστικη μορφή αγγλικού αλφαβήτου χωρίς να χάνουν τον χαρακτήρα τους ως απόδοση ακούσματος, δηλαδή ως: etc.

  2. Όροι της «νηπιακής ιδιολέκτου» (Χαλικούτης), όπως καραγκαγκάν προσδίδουν έναν γουτσισμό με την καλή έννοια στην κυβερνοσπρετσατούρα. Γενικώς, κάθε ηχομιμητική λέξη είναι ευπρόσδεκτη, λ.χ. φιρουλί φιρουλό.

  3. Ιδίως όροι από κόμιξ, όπως σλουρπ!, λυγμ, κλαψ κ.ο.κ.

Έτσι η κυβερνοσπρετσατούρα γίνεται μια αυτοφυής σλανγκική αντίσταση στην επέλαση της αμερικλανιάς, χωρίς να μεταπέσουμε σε e-λληναρισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ίντερνετ χρησιμοποιείται όταν ο λογαριασμός κάποιου σε κάποια διαδικτυακή κοινότητα (π.χ. site ή forum) ή σε πρόγραμμα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Myspace) απενεργοποιείται (για κάποιο διάστημα ή μόνιμα) από τον υπεύθυνο administrator.

Ενεργητικός τύπος: ρίχνω/ κάνω ban
Παθητικός τύπος: τρώω ban

To ban γίνεται συνήθως για τρεις λόγους: για spamming, για trolling ή για stalking. Δηλαδή το ban το τρώει κάποιος που ποστάρει διαφημίσεις, γαμάει την συζήτηση ή ασκεί ψηφιακή τρομοκρατία ή σεξουαλική παρενόχληση σε άλλους χρήστες.

Αν και το ban είναι ανακούφιση για τους υπόλοιπους χρήστες όταν ρίχνεται σωστά, είναι μέγιστη πίκρα για κάποιον όταν το τρώει κατά λάθος ή από παρεξήγηση.

Στην πραγματική ζωή η έκφραση τρώω/ρίχνω ban μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάλογες περιστάσεις (βλ. παράδειγμα 5).

  1. (από εδώ)

«για να μην κουράζω και να μην κολάνε από τα μέλια και τις ρομαντζάδες οι χρήστες του φόρουμ αυτού...

κάνω ban τον εαυτό μου και δεν πρόκειτε να ξαναμιλήσω στο φόρουμ αυτό.
γιατί ρε μοντς κάνετε μπαν τους χρήστες που δεν πρέπει ;»

  1. (από εδώ)
    «ο καθενας λεει τον πονο του...ποιος αλλος θα μας καταλαβει;θα πας στην γκομενα κ θα πεις εφαγα μπαν κ επαθα το ενα κ το αλλο;θα σε κοιταει σαν να της λες οτι ηρθαν εξωγηινοι...»

  2. (από εδώ)

«Αν θα κάνω λίγα Σπαμ
λες να φάω κανά ΜΠΑΝ;

Κανέναν δε θέλω να κοντράρω
παρά μόνο να σπαμάρω

Κάνω όλα τα τόπικ χάλια
άλλα οι συντονιστές τσακάλια»

  1. (η συνέχεια του προηγούμενου, πάλι από εδώ)

«αυτοκράτωρ με φωνάζουν
μπαν τους ρίχνω και τρομάζουν

όλοι να σπαμάρουν θέλουν
και τα τόπικ καταστρέφουν

μεσ τα τοπικ τριγυρνώ
με τα μπαν καραδωκώ

τσικ..τσικ..τσιιιιιιιιιιικ..........ΜΠΑΝ»

  1. Τι έγινε ρε με τη γκομενίτσα που έψηνες; Βγήκατε;
    - Άσε ρε φίλε, μου έδωσε το τηλέφωνό της αλλά από τότε που της είπα να βγούμε έφαγα μπαν!
    - Δηλαδή;;
    - Σταμάτησε να απαντάει στα μηνύματα και δεν σηκώνει το κινητό...

Είναι προσωπικό το δράμα που ξεδιπλώνω μπροστά σας... (από Cunning Linguist, 20/04/09)

Σχετικά: μπανάνα, μπανάκι, μπανιστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μόντ, ιδίως αν είναι όμορφη.

- Μπα, νέο μοντέλο στο slang.edu;

Και κυρίως, τα μοντέλα μεταξύ τους, αγαπιούνται με έναν αγνό και βαθύ αίσθημα χωρίς ιδιοτέλεια :-P (από Galadriel, 09/04/09)

Σχετικά: mod diplomatique, μόδιστρος, ο, Μ.Ο.Δ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο James Bond, όπως πρωτοακούστηκε σε ευτελές ελληνικό τραγούδι των 60's (περιλαμβάνεται στη συλλογή «Φόλα Παρτίδα»)

  2. Αυτός που είναι εξοπλισμένος με τα ακριβότερα και πιο εξελιγμένα γκάτζετ και τα επιδεικνύει πουλώντας μούρη.

  3. Ο ριψοκίνδυνος, αυτός που αντέχει και επιβιώνει και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όλως παραδόξως χωρίς καν γρατζουνιά, συχνά συνώνυμο του Ράμπο, ή κομμάντο.

  1. ...Τζέμης Μποντ θα γίνω, για να σε αποκτήσω...
    ...θα γίνω, θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ

  2. (σε καφενείο χωριού):
    - Κρύψε ρε Σάκη το άη φον και μας κοιτάει όλο το χωριό!
    - Κάτσε ρε Μπάμπη, εσεμές στέλνω!
    - Στείλε από το δικό μου ρε μαλάκα, θα σε περάσουν για τον Τζέμη Μποντ! Μου έχεις κοτσάρει και το bluetooth στο αυτί, φιρί φιρί το πας να μας την πέσουν!

  3. - Τα έμαθες για τον Τάσο ρε ψηλέ;
    - Όχι, τι έκανε πάλι το θηρίο;
    - Ανέβηκε προχτές στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία...
    - Και τον χτύπησε το ρεύμα;
    - Όχι, χειρότερα! Έπεσε στο κενό!
    - Τι λε ρε φίλε; Αυτός μένει και σε 5όροφη! Πού νοσηλεύεται να πάω να τον δω; Ή μήπως ήρθαν τα χειρότερα;
    - Εδώ είναι το αστείο! Ούτε γρατζουνιά! Έπεσε πανω σε καρότσα με σεντόνια, είχε λαϊκή από κάτω!
    - Τι λες τώρα ρε φίλε, Τζέμης Μποντ ο δικός σου...
    - Αλλά ο γύφτος τον κατσάδιασε γιατί του γκρέμισε την καρότσα...
    - Πω, απίστευτο, κάτσε λίγο να συνέλθω...

Χρήστος Κορωπιώτης «Τζέμης Μποντ» (από vikar, 12/08/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, ώστε να διακρίνεται το αρχικό φωνήεν e- (= electronic), αντί του Ε- της γνωστής λέξης Ελληνάρας.

Πρόκειται για τον εθνικά υπερήφανο Έλληνα χρήστη του ίντερνετ που ξημεροβραδιάζεται λογομαχώντας/βρίζοντας ηλεκτρονικούς «πατριώτες» άλλων εθνικοτήτων, επιχειρηματολογώντας με αδιάσειστα παραϊστορικά στοιχεία σχετικά με την ανδροπρέπεια του Λεωνίδα, το βάρος του μορίου των ηρωικών τσολιάδων, το παχύ μουστάκι του Γρίβα Διγενή, τον μελωδικό βόμβο «τεριρέμ» που βγάζουνε τα Χαννεμπού του Λιακόπουλου κτλ...

(Από το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας)
Πριν από τις ιντερνετομαχίες για το «Μακεδονικό» , είχαμε εκείνες με τους Τούρκους. Τα δελτία φρικιούσαν. «Οι Τούρκοι λένε ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν gay!» και κάποιοι e-λληναράδες απαντούσαν: «Γιατί; Ο Κεμάλ δεν ήταν;»

Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC 2: Best seller του Λιακόπουλου, η χαρά του Ελληνάρα και e-λληναρά! (από Cunning Linguist, 17/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πηγαίνεις κάπου και δεν το ξέρει κανείς, (αφού κανείς δεν ασχολείται μαζί σου), φροντίζεις να το μάθουν όλοι (μήπως και ασχοληθεί κάποιος).

Στον κόσμο των εξυπνόφωνων τα check-ins έγιναν καθημερινή συνήθεια. Ανακοινώνουμε στον ψηφιακό μας περίγυρο πού πάμε για καφέ, πού τρώμε, πού πίνουμε, πού χορεύουμε, πού διασκεδάζουμε, πού κοιμόμαστε.

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και εμείς τεμπέλικα όντα, θελήσαμε να γίνονται όλα αυτόματα. Και φτάσαμε να μη μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να διαλαλήσουμε την παρουσία μας σε ένα δημόσιο (ή μη) μέρος, με αποτέλεσμα πολλές... παρεξηγήσεις και άβολες καταστάσεις. Γιατί ποιος δεν έχει πέσει ποτέ θύμα ενός check-in;

Είναι αλήθεια, σχεδόν κανείς δεν έχει γλιτώσει. Και αν είστε από τους τυχερούς, δεν αργεί η στιγμή που θα την πατήσετε, χωρίς να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα. Κάποιο check-in θα σας βρει στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και κάποιο συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια που δε θέλετε να το δει, θα το δει. Και τότε θα είναι αργά. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι καταλάβατε πως η τεχνολογία μπορεί να μας «κάψει» σε τέτοιες περιπτώσεις.

1. «Ας κάνουμε ένα ομαδικό τσεκιν οτι βλέπουμε Παπαφλέσσα. Παλιοακατέδεκτοι» (τουίτ για την Πρώτη φορά Αριστερή παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015)

2.
- Έλα ρε που είσαι - Για ποτακι - Γιαυτό σε πήρα μια χάρη φιλαράκι θα με κάνεις ένα τσεκιν να μη βγαίνω βραδιατικα;

  1. Σημερα στο φμπ εχει περισσότερα «καλημέρα και καλή βδομαδαααα» κ απο τσεκιν στο Βέρτη τη κυριακη

  2. Ελεος ρε μαλακα η αλλη εκανε τσεκιν στο νεκροταφειο!!ψόφος κωλοζωα

  3. Πήγαμε για καφέ με την @milediiiiiii σε μια εκπληκτική καφετέρια ξεχάσαμε να κάνουμε τσεκίν και τώρα ντύνομαι πάω να την πάρω να ξαναπάμε

  4. Βλεπω τσεκιν σας με φωτο στο φβ και σκεφτομαι κι' εγώ ετσι για τον πουτσο φαίνομαι οταν κανω τα ίδια;

  5. Η αλλη και σε βόθρο να κανει τσεκιν ο πρωην μου λαικ θα της κανει

8.
ό λ α
ε ί ν α ι
δ ρ ό μ ο ς
αλλά κυρίως τσεκίν

(από Khan, 26/03/15)Το "τσεκίν σε νεκροταφείο" που λέει κι η Σούλτω... (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified