Further tags

Το πέος (σε ορισμένα μέρη της Εύβοιας).

Δήλωση 1: - Ο Μήτσος έχει μια κουκούνα σα γαριδάκι!!

Δήλωση 2: - Θα σου ρίξω μια κουκούνα! (θα σε γαμήσω!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αδερφούλης, ειδικά χρησιμοποιείται στην περιοχή του Αγρινίου, κατά το κολλητός, αδέρφι, bro.

Πού εισαι φουλη μ'; Τι φτια'ν'ς;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.

Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.

  1. Ρε φίλε,σου λέω 2 κουβέντες και συ δε νογάς!

  2. - Έλα μαν, παίχτηκε σκηνικό με Σίσσυ τελικά; - Είναι κολλημένη ρε, δε νογάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Βόρεια Ελλάδα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Αθηναίοι λένε καλαμάκι.

Στην Αθήνα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Βορειοελλαδίτες λένε σάντουιτς.

Ήρθε προχτές ένας Αθηναίος στο μαγαζί και μου ζήτησε ένα καλαμάκι κι εγώ του έδωσα ένα καλαμάκι που πίνουμε. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ (και μετά γελάει ο μαλάκας με τη βλακεία που πέταξε, πότε επιτέλους θα σταματήσει αυτο το προπολεμικό αστείο).

βάλε και κανέλα... (από MXΣ, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην περιοχή της Άμφισσας Φωκίδος, η κουτή:
κουτή -> κουτάσω -> κ'τάσω.

Η λέξη χρησιμοποιείται και πέριξ της Αμφίσσης και πιθανώς να είναι γνωστή (όμοια ή με παραλλαγές) στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης.

- Η Γεωργία μου είπε ότι την Ανάσταση έπιασε ένα δυναμιτάκι που βρήκε κάτω και έσκασε στα χέρια της...
- Αυτή η κοπέλα είναι ντιπ κ'τάσω... (ντιπ: εντελώς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί του «παρακαλώ» στη Λευκάδα. Μάλλον ως συντόμευση μεγαλύτερης φράσης που θα λέει «κι εγώ στον γάμο σου θα κάνω το τάδε», αλλά πού να τόνε λες τον σιδηρόδρομο μωρ' τώρα μωρέ...

- Θα σου γαμήσω το μουνί που σε τίναζε!!!!
- Ευχαριστώ.
- Στο γάμο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διάρροια, η ευκοίλια, σε ορισμένα χωριά της Φθιώτιδας (περιοχή Ραχών).

Κάτι με πείραξε από αυτά που έφαγα. Έκανα ένα σουλγκάνι, άλλο πράγμα. Ακόμη πονάει ο κώλος μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική λέξη από χωριό της Αρκαδίας. Χρησιμοποιείται για αυτούς που ξυπνούν αργά και πάνε στη δουλειά τους όποτε τους καβλώνει, κατά το μεσημεράκι δηλαδή.

- Τι ώρα πήγε ρε;
- 12.30.
- Ο μαλάκας ο Γιώργος πού είναι;
- Έλα μωρέ αφού τον ξέρεις... Καβλομεσημέρης είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός ελασσονίτικης προελεύσεως, τριγενής (μακαμπώνης, μακαμπώνω, μακαμπώνικο) που μεταφράζεται ως πονηρός ή υποχθόνιος. Συνήθως γίνεται σύντμηση (ο μακαμπών'ς, το μακαμπών'κο). Η ετυμολογία του όρου μού είναι άγνωστη, προτάσεις καλοδεχούμενες.

- Αυτό είν' το πιδί τ' Γιάνν'.
- Καλό είναι αυτό; Ο μπαμπάς τ' είναι μεγάλος μακαμπών'ς, είχε επεχείρηση με τ' Νικ' τν αδερφό και τον έφαγε τα λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified