Σπρώχνω κάτι αρχικά ώστε να συρθεί από μόνο του.
Λέξη που μου 'πε Αρτινός και δεν βρίσκω πουθενά αλλού, ούτε και σε εύλογες παραλλαγές τύπου φουρτζουλάω / σβουρτσουλάω και λοιπά.
Ντάλα μεσημέρι, μπαίνει ο Λούκι Λούκ σ' ένα μπάρ, στάχυ στο χείλι, πάει κάθεται στον πάγκο άκρη. «Πέντε μπίρες» λέει στον μπάρμαν. «Περιμένεις παρέα;» «Όχι». Δέ λεει τίποτα, βάζει τις μπίρες, του τις σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη· πίνει τρείς ο Λούκι κι' ο ίσκιος του δύο.
Την άλλη μέρα τα ίδια. Την παράλλη, ξανά μανά. Την άλλη, πάει ο τύπος και τον ρωτάει. «Ρε σύ» λέει ο Λούκι, «απο τότε που κρέμασα τα πιστόλια μου, μ' έπιασε κάτιτίς ξερωγώ... δέ ξέρω... είπα να πίνω κι' απο μία για τους Ντάλτον τελοσπάντων». «Παραδέχομαι» λέει ο άλλος, πάει γεμίζει πέντε ποτήρια και του τα σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη, γεμίζει ο πάγκος αφρό.
Τραβάει το πράμα μήνες. Μια μέρα σκάει ο Λούκι στο μαγαζί, στο χείλι τσιγάρο, ζητάει όχι πέντε, μία. Παγώνει ο μπάρμαν, ζεματίζονται κι' οι θαμώνες, πετάει δυο πράσινες και το μηχανικό το πιάνο πριν πάψει εντελώς. «Τί θα γίνει, θα μου τη σφουρτζουλήσεις ή να πάω απέναντι;» «Ρε συ Λούκι, ρ' αδερφέ, τί έγινε; Γιατί μία;» «Έμαθα κρέμασαν χθές τους Ντάλτον, γι' αυτό», και γελάει κακαριστά, το τσιγάρο κολλημένο στο κατώχειλο. Ξαναρχίζει το πιάνο απο μόνο του, μηχανικά, οι θαμώνες ξεφυσάνε, βάζει κι' ο μπάρμαν τα γέλια, βάζει και τη μπίρα, και τη σφουρτζουλάει στην άλλη άκρη.
(Απ' τ' «Ανέκδοτα που γελάν οι χαρακτήρες».)