Όταν πολλές γκόμενες κάνουν μπάνιο όλες μαζί σε πισίνα, σε τζακούζι ή σε κάποιο σημείο της θάλασσας.

Θα βουτήξω στη μουνόσουπα

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαμερπής, ο γλείφτης, αυτός που υπηρετεί πιστά κάποιον άλλο για να ανέβει με τη σειρά του σε αξιώματα.

Ο όρος, παρότι ακούγεται βυζαντινοπρεπής, είναι σύγχρονος. Δεν απαντάται σε κανένα βυζαντινό ιστορικό κείμενο ή κατάλογο αξιωματούχων, ούτε, όπως αναφέρεται συχνά, ήταν ο τίτλος του αυλικού που καθήκον είχε να καθαρίζει τα αυτοκρατορικά οπίσθια. Πρόκειται απλώς για χιουμοριστική αναστροφή του "κωλοσφουγγάριος", εκ του νεοελληνικού "κωλοσφούγγι".

Ήρθε ο νέος γενικός γραμματέας στο υπουργείο και μαζί του κουβάλησε τους σφουγγοκωλάριούς του.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικά το φθηνότερο μουσικό κατάστημα της Ευρώπης, το Thomann.de. Όλοι από'κει αγοράζουν.

-Θέλω να παραγγείλω μια stratocaster κινεζίλα και μια βάση για τα drums του κολλητού.

-Ρε Νώντα θα πας κέντρο να τσεκάρεις ή θα μπεις Θωμά;

-Θωμά, ρε Στέργιο να περάσουμε ωραία με τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η οργή, τα νεύρα, ο θυμός. Η έκφραση μεταφέρθηκε από τη γαλλική γλώσσα και συγκεκριμένα από το διάσημο τραγούδι της ράπερ Keny Arkana "La Rage", που πραγματεύεται το θυμό της άγριας νεολαίας. Χρησιμοποιείται μόνο του, εν είδει επιφωνήματος. Μπορεί να εντοπίζει οργή που εμφανίζεται σε άλλον από τον ομιλούντα, όπως παρακάτω:

1) Καλά, η Αφροξυλάνθη μου έχει κάνει πέντε κλήσεις στο σκάιπ και δεν της έχω απαντήσει ακόμα. Σίγουρα λα ραζ!
2) Πήγα σπίτι αργά και η μάνα μου με περίμενε ξύπνια στον καναπέ. Άσε δεν σου λέω τίποτα, λα ραζ!

Ή μπορεί να δηλώνει οργή του ίδιου του ομιλούντα:

3) Και πάω, που λες, να βγω απ' το τραίνο και πέφτει πάνω μου μια γριά που έμπαινε. Λα ραζ!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός μιας κατάστασης έκρυθμης, η μάχης, η καυγά, αλλιώς η αναταραχή, η αναμπουμπούλα, ο πανικός, η σύγχυση, η φασαρία με φωνές, ποδοβολητά, κραυγές, οιμωγές.

Μέσ στον πανικό και την αντάρα δεν πήρα χαμπάρι για πότε μου ξάφρισε κάποιος το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η "Κυρά" εδώ είναι η ερωμένη, βλ. "στον Περαία έχω σπίτι (οικογένεια) και στο Πέραμα Κυρά (γκόμενα)". Σημαίνει ότι έχοντας την οικονομική δύναμη μπορείς να κάνεις ο,τι θέλεις ακόμα και αυτό αν είναι μεμπτό.

-Φτάνει πια με τα τσιγαρα/ποτα/γκομενες/ποκεμον, παιδί μου... -Συγγνώμη ρε πατέρα σου ζήτησα δανεικά; Δουλεύω, και με τα λεφτά μου γαμώ και την Κυρά μου

Got a better definition? Add it!

Published

Αποτελεί έργο όχι σημαντικό και πιθανώς γίνεται – ολοκληρώνεται καταναγκαστικά, χωρίς δηλαδή να το θέλει ο κύριος του έργου ή ακόμα και αυτός που το υλοποιεί. Παλαιότερα τα πάρεργα δινόντουσαν για υλοποίηση σε υπαλλήλους/εργαζόμενους χαμηλότερης διοικητικά-μορφωτικά, κατάστασης αφού εξ’ ορισμού αποτελούσαν «αναγκαστικές αγγαρείες».

Δεν με νοιάζει τι κάνει ο τάδε προϊστάμενος, αυτό που κάνει αποτελεί πάρεργο για την εταιρεία.

Δεν μπορεί να καταλάβει ότι ασχολείται με πάρεργο, τόσο βλάκας είναι.

Του έλεγα ότι κάνει πάρεργο αλλά αυτός το είχε πάρει πολύ θερμά. Δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι οι ΔΧ είναι πάρεργο του Κ/λογίου.

Got a better definition? Add it!

Published

συριζόπανο είναι ο κύριος μην δίνετε σημασία

σύνθετος όρος που καθιερώθηκε από το φοβερό και τρομερό Νίκου Ρούσση στην επική του μάχη με τα συριζοτρόλ που του επιτέθηκαν όταν υπερασπίστηκε την τιμή και την υπόληψη της αριστεράς, αρνούμενος να συγκαλύψει την υπόθεση με το καρότο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αδόκιμες χρήσεις της λέξεως για:

α. για το διαζευκτικόν.

Τί θα πάρετε για πρωϊνό; Καφέ για γάλα;

β. για το προτρεπτικόν:

Για περάστε!

Ενίοτε χρησιμοποιείται και μόνο του, συνήθως από παιδιά μικρής ηλικίας.

Ένας μαθητής δείχνει κάτι σ' έναν άλλον. Ένας τρίτος, θέλοντας κι αυτός να δει, παρεισφρύει λέγοντας: -Για!

γ. για το αιτιολογικόν. Συντάσσεται με μέλλοντα.

-Γιατί φόρεσες το παλτό σου;
-Για θα φύγω.

δ. για το ερωτηματικόν. Συντάσσεται με άρνηση.

-Ρε παιδιά, πείνασα!
-Για δεν το λες τόσην ώρα;

ε. για το απειλητικόν. Συντάσσεται με την υποτακτική του ρήματος "κάνω" + την λέξη "πως".

Για να κάνει πως περνάει από δω και θα του δείξω εγώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κάνω κάλτσα = βάζω χρήματα στην άκρα, αποταμιεύω, κάνω καβάτζα.

Πολύπειρος νυχτόβιος ταρίφας εξιστορεί σε ανυποψίαστους πελάτες:
-Έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά και μόλις έκανε κάλτσα, δεν ξαναπάτησε στο πατρικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published