1. πάω κάποιον γαμιώντας

Ταλαιπωρώ κάποιον, τον τρέχω, τον πάω πίπα-κώλο. Δέρνω κάποιον, τον ξυλοφορτώνω, ιδίως υπό τη μορφή απειλής: "θα σε πάω γαμιώντας".

Βλ. και με πάει γαμιώντας.

  1. Από εδώ:
    μου 'ρχεται ώρες ώρες να τους σπάσω το κεφάλι γιατί έχουν αποθρασυνθεί και αντιμιλούν τα τσόλια ( προς το παρόν πέραν αναφοράς τους περικόπτω και ημερομίσθιο όταν δεν προσέρχονται εγκαίρως 8) ρε θα τους πάω γαμιώντας ,δεν έχουν καταλάβει με ποιον τρελό έχουν μπλέξει) .

  2. Από εδώ (σ.σ. κάντε το σταυρό σας):
    Μην απειλείς ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ γιατί σε δύο ώρες που δίνεις διορία μαλάκα εγώ θα σε πάω γαμιόντας βόλτα όλο το Αιγαίο και θα το απολαύσεις με μπόλικη δόση αλμύρας...

2. πάω γαμιώντας (αμτβ.)

Πάω σφαίρα, τρέχω πολύ, οδηγώ πολύ γρήγορα. Λειτουργώ άψογα.

  1. Από εδώ:
    Επίσης υπάρχουν μόνο δύο επιλογές; Ή πάω σαν ΚΟΤΑ, ή πάω γαμιώντας;! 40 km/h σε αστικό δρόμο με όριο 50 km/h θεωρείται ΚΟΤΑ;! Με στεναχωρεί να διαβάζω τέτοιες απόψεις.

  2. Από εδώ:
    Pros gnosi sou exo kai ego ena passat '90 1800cc 112-115 hp! Exei poli plaka! Paei gamiontas kai stis strofes me fagomena lastixa paei me tis pantes!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρκάρω παράλληλα και κολλητά με ένα ήδη παρκαρισμένο αυτοκίνητο το οποίο, έτσι, δεν μπορεί να φύγει.

Λύση ανάγκης στις μεγάλες ελληνικές πόλεις αλλά και συχνά αποτέλεσμα κακής νοοτροπίας. Στη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον παλαιότερα, ήταν καθεστώς και υπήρχε και σαβουάρ βιβρ: Αφήνεις τον αριθμό του κινητού σου σε σημείο που φαίνεται απ' έξω, δεν απομακρύνεσαι πολύ και, αν είσαι πολύ σωστός, καταλαβαίνεις ότι ο εγκλωβισμένος θέλει να ξεπαρκάρει μόνο από μια αναπάντητη που θα σου κάνει, ώστε να μην χρεωθεί.

Η λέξη είναι κοινότατη, πολύ "καθαρή" και σχεδόν εντελώς αυτοεπεξηγούμενη, αλλά ίσως είναι καλό να υπάρχει εδώ.

  1. Από εδώ:
    Συγχαρητήρια παιδαρέλι που διπλοπάρκαρες το κολοχόντα σου (που το θεωρείς τζίπ) δίπλα απο το αυτοκινητό μου κι καθόμουνα κι έψαχνα σαν μαλάκας να σε βρώ κι εσύ στα @@ σου να δώσεις σημασία αν δεν τελείωνες την φραπεδιέρα σου κι το μπλα μπλα.

  2. Από εδώ:
    Ξαναπάς στο φούρνο. Πάλι τυροπιτούλα. Λες στο φούρναρη "τσάκωσε το ευρώπουλο και μην κόβεις απόδειξη γιατί διπλοπάρκαρα".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυμουλκούμενο (καρότσα) ειδικών-βαρέων μεταφορών με πολλούς άξονες, καθένας από τους οποίους μπορεί, ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους, να στρέφει τους τροχούς που έχει πάνω του. Έτσι όλη η καρότσα παίρνει ευκολότερα τις στροφές.

Έφερε στο μαγαζί το φορτηγό με κοτσαρισμένη την αράχνη για να την ξεμπλοκάρουμε γιατί είχε μπλοκάρει και δεν μπορούσε να τη βγάλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.

  1. Από εδώ:
    Πήγε να την Βιάσει και τον έκανε… ”ΑΧΡΗΣΤΟ στο ξύλο!

  2. Από εδώ:
    Ο Δαμιανάκης είναι ''θυρίο'' και έχει καθαρισει έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της Ελλάδος τους Μητρόγλου (που έκανε το 0-3 από κόντρα) και τον Μπέργκ που δεν φάνηκε χθες καθώς τον έκανε <Άχρηστο> ο Δαμιανάκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.

  1. Από εδώ:
    Βρε κορίτσια...εγω λουκουμιάζω αυτες τις μπότες.... ξέρω ξερω έγιναν της μόδας αλλα τώρα με το κρυο πολυ τις σκεφτόμουνα!

  2. Από εδώ:
    Πηγα σε ενα καταστημα Vodafone και ο πωλητης μου ειπε για μεσα Mαιου αρχες Ιουνιου! Βεβαια λουκουμιαζω και το Diamond1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop). Συνήθως διατηρεί παράλληλα και κλασσικό κατάστημα αλλά διείδε νέες ευκαιρίες στο ιντερνέι και άνοιξε και ηλεκτρονικό.

Μέχρι και ο κυρ-Μήτσος με τις παντόφλες την έχει δει σοπάς και μετέτρεψε το μαγαζί του σε αποθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος δεν λυγίζει τη μέση του και είναι ίσιος λες και έχει καταπιεί παλούκι, στειλιάρι.
Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για άγαλμα, ποδοσφαιριστή ή και άνθρωπο γενικά.

- Κοίτα τον στειλιάρι τον αμυντικό.

- Αυτός ο τύπος είναι λες και κατάπιε στειλιάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα της αρχαιοελληνικής γλώσσας, που ετυμολογκά σημαίνει "ο φέρον το πυρ", δηλαδή αυτός που κουβαλάει την φωτιά.

Ένα σατυρικό δράμα του Αισχύλου που δεν σώζεται στις μέρες μας είναι το "Προμηθεύς πυρφόρος"


Πυρφόρος λεγόταν ο ιερέας στον στρατό τών Λακεδαιμονίων ο οποίος είχε ως έργο του τη διατήρηση τής φωτιάς που προοριζόταν για θυσία, η οποία δεν έπρεπε να σβήσει ποτέ.

Στην νεοελληνική, το λήμμα μόνο ως βρισιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί αφού συνειρμικά μας οδηγεί στο μονοπατι

  • αυτός που φέρει το πύρ
  • αυτός που κουβαλάει το φως
  • αυτός που κρατάει το φανάρι
  • ο μαλάκας

Θέλετε να μάθετε ποιοί κατάστρεψαν την Ελλάδα; Οι πυρφόροι κατάστρεψαν την Ελλάδα.

Δημήτρης πορνομετανάστης (βλ. video κάτω)

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, η ηρωίνη στην αργκό.

- Παραμύθα υπάρχει ψηλέ;
- Ναι δικέ μου, 20 χιλιάρικα η γραμμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, η ηρωίνη στην αργκό.

Τράβα την αγγελόσκονή σου να 'ρθεις στα ίσια σου και έλα να κάνουμε θεϊκό έρωτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified