Στα καλιαρντά είναι ο αυνανισμός, η μαλακία, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.
Got a better definition? Add it!
Ο φοιτητής πανεπιστημίου που ανήκει σε μεγάλο έτος αλλά έχει περάσει συνολικά κάτω από δέκα μαθήματα. Χαρακτηρίζει εμβληματικά περίφημους σταρχιδιστές που απέχουν από τη σχολή όλο το εξάμηνο και όταν έρθει η ώρα της εξεταστικής την καίνε χωρίς ενδοιασμό, όμως αργότερα πνίγονται στις τύψεις. Ο μονοψήφιος είναι από τη φύση του αντικοινωνικός και δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της αστικής κοινωνίας του 21ου αιώνα. Κάνει όνειρα και υποσχέσεις για το πως θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του (και κατά συνέπεια κάποια στιγμή και πτυχίο) και ότι από φέτος δε θα χάσει παρακολούθηση και ότι το Γενάρη θα κάνει το μεγάλο comeback, αλλά στο τέλος υποκύπτει σε υπαρξιακές κρίσεις, μασκαρεύοντας έτσι όλα τα προβλήματα του, αποποιείται ευθύνες και κλαίει όλη νύχτα στο πισι.
Αυτός είναι ο πιο μονοψήφιος που ξέρω, εχει περάσει λιγότερα μαθήματα απ ότι έχει σπουδάσει χρόνια.
Τι δουλειά έχετε εδώ ρε μονοψήφιοι; Αυξάνετε το μέσο όρο της σχολής κατά πέντε χρόνια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα καλιαρντά είναι το νεαρό τεκνό, ο νεαρός κίναιδος, καθώς μοντερνίζω σημαίνει είμαι γκέι. Η λογική είναι ότι οι εξελιγμένοι μοδέρνοι άνθρωποι, που την έχουν περάσει τη νεωτερικότητα, είναι και καλούα γκέι γιατί αυτό είναι ας πούμε πιο προχώ από το να είσαι ετεροφυλόφιλος, ή, έστω έχουν κάνει άουτινγκ και δεν είναι ντουλαπάτοι, όπως σε παραδοσιακές κενωνίες. Εφόσον έχει χαθεί αυτή η σημασία που δίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), τότε μπορεί και να σημαίνει ένα νεαρό τεκνό που νεωτερίζει (το τίγκαρα στους πλεονασμούς), που ακολουθεί τις τελευταίες επιταγές της μοδός, που έχει το βλέμμα στραμμένο στην Εσπερία για να αφουγκράζεται τις τελευταίες τάσεις και προχωρημενιές κ.ο.κ.
Είπα να μην πιάσω το μοντερνότεκνο και να το σφαλιαρώσω κατά τα προσήκοντα. (Από το Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Τα εισαγωγικά. Ιδίως τα εισαγωγικά που έχουν "αυτή" την μορφή, με λίγη φαντασία περιβάλλουν τη λέξη όπως τα αυτιά ένα κεφάλι. Λέμε τότε ότι βάζω μια λέξη σε αυτάκια. Έχει και όλες τις συνδηλώσεις του κουότ, δηλαδή ας πούμε μεταξύ άλλων ότι δεν εννοώ κάτι, αλλά το λέω χάριν ευγένειας, ή ξύλινης γλώσσας, ή ειρωνεύομαι ή αν το πάμε σε ένα πιο μεταμοντερνιάρικο επίπεδο ότι όλες οι κυριολεξίες είναι απολιθωμένες μεταφορές, άρα κάθε λέξη δέον να τίθεται σε αυτάκια γιατί δεν κυριολεκτεί. Ως γνωστόν είναι αμερικλάνικη μεταμοντερνιάρικη συνήθεια να βάζουμε κάθε τόσο λέξεις σε αυτάκια και στον γραπτό λόγο και στον προφορικό για να δείξουμε ότι κάτι το λέμε συμβατικά, ενώ οι πιο ψαγμένοι από εμάς καταλαβαίνουμε ότι δεν κυριολεκτούμε και τα ρέστα πακοτίνια.
Got a better definition? Add it!
Το σουμπλιμέ εκ του γαλλικού sublimé (μτχ. του ρήματος sublimer =εξατμίζω εκ του λατινικού sublimo =σηκώνω, αίρω, μετεωρίζω, αιθεροποιώ) είναι στη χημεία "ο διχλωριούχος υδράργυρος που παρασκευάζεται με κατεργασία του οξίδιου του υδράργυρου με υδροχλωρικό οξύ. Είναι πολύ δηλητηριώδης λευκή ουσία και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό" (δες).
Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! (Έλλη Αλεξίου, "Κενές Ώρες", στου κυρ-Σαράντ)
Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιέχει στα Καλιαρντά (1971) με την παρατήρηση ότι χρησιμοποιείτο επί τρεις αιώνες και ως τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντισυφιλιδικό. Δίνει όμως και ως μια γενική μεταφορική σημασία αυτή της σούπας. Φαίνεται ότι στα καλιαρντά χρησιμοποιείται για να σημάνει διάφορα υγρά και φαρμάκια. Βρίσκω μια χαρακτηριστική καλιαρντοχρήση στο Μπου, όπου αναφέρεται σε αυτοχαρακτηριζόμενο ως φαρμακοψώλη.
Εσείς να δείτε πως θα σας αρέσει, όταν θα σας βουέλω ντουπ την φακιροπίπιζά μου στην πούλη και θα σας σουμπλιμεδάρω με μπουλκουμέ την μόστρα. (Καλιαρντοαπειλές στο Μπου).
Βλ. και το λήμμα κατουράω υδράργυρο.
Got a better definition? Add it!
χεσοβλεψίας < χέζω + -βλεψίας (< βλέπω)
Πρόσωπο που αρέσκεται να βλέπει άλλους ανθρώπους να χέζουν, είτε με τη συγκατάθεσή τους είτε όχι.
-Πάω να χέσω.
-Να έρθω;
-Έλα μιας και είσαι χεσοβλεψίας.
Got a better definition? Add it!
Φράση ανθρωπομορφική, που δε μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την χειρονομία-πόζα που τη συνοδεύει, και η οποία είναι το να σκύβεις και καλά παραινετικά - συγκαταβατικά προς τα ίδια τ' αρχίδια σου (δύσκολο αν είσαι πολύ χοντρός ή γυναίκα ή αν τα έχεις κόψει), συμβουλεύοντάς τα, με κούνημα του δείκτη "σα καλά παιδάκια", να ακούσουν προσεκτικά τα λόγια του συνομιλητή σου. Παλιομοδίτικος και καλαμπουρτζίδικος τρόπος να πεις αδιαφορώ, λες μαλακίες, σε γράφω στ' αρχίδια μου, σε συνδέω με Κάιρο. Ιδιαίτερα αστείο όταν ο άλλος έχει μόλις ξεφουρνίσει ολόκληρη παρόλα, έχοντας ακριβώς αυτήν την απαίτηση, να δώσουμε βάση στα λεγόμενά του. Ακόμα πιο σουρεάλ, εκνευριστικό και πυκνό το νόημα όταν απευθύνεσαι στ' αρχίδια σου λέγοντας τους, καθησυχαστικά - προστατευτικά αυτήν την φορά, το αντίθετο: μην τον ακούτε!.
- Ε, καλά, εγώ σου λέω τι σημαίνει να κυβερνάς μια χώρα κι εσύ μου λες ότι χρειάζεται όραμα και σχέδιο και τέτοια, κι εγώ σου λέω, από μέσα τώρα,
τώρα, ότι το ζήτημα είναι πως μπορείς κάθε μέρα να διαχειρίζεσαι μια
εικόνα, να μην κλαψουρίζει η κυρία στην κάμερα στο ATM, να μην βγαίνει
ο κάθε παπάρας να λέει κάτι διχαστικό και να κλαψομουνιάζει, και τα υπόλοιπα τα βρίσκεις
στην πορεία, εμάς αυτό μας απασχολεί, και να σου πω και κάτι,
καθόλου εύκολο δεν είναι κι εκεί κρίνεσαι, δε λέω καλώς ή κακώς, σου
λέω ότι έτσι είναι και να το κάνεις αυτό και το κάνεις καλά τα άλλα θα
τα κάνεις έτσι ή αλλιώς όσο σε παίρνει κι όσο είσαι εκεί να το
κάνεις......
- Ακούτε τι λέει...;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε ότι έχει να κάνει με τη έννοια της αμφιβολίας τε και πάσης ειρωνείας υπάρχει και το "μμμμμ.." που έχει τη σημασία του "ούτε καν" και εκφέρεται καπάκια μετά από ατάκα-δήλωση, την οποία ακυρώνει αυτομάτως, τις περισσότερες φορές από τον ίδιο τον ατακατζή.
Got a better definition? Add it!
Παλιά μαγκίτικη έκφραση για το προφυλακτικό, την καπότα. Βλ. και φερετζές και κελεμπιοφόρος. Τη βρίσκω στον Ηλία Πετρόπουλο, αλλά δεν μπορώ να τη βρω στον γούγλη, όπως το φερετζές, μάλλον είναι παρωχημένη.
Φόρα την κελεμπία βρε αδερφέ να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! Και τα δύο κεφάλια.
Λέγεται επίσης σκωπτικά για την περίπτωση που μια γυναίκα φορέσει ένα πολύ χύμα φόρεμα που πέφτει στο εντελώς τελείως χύμα. Ή για φούστες τύπου χριστιανόφουστα μέχρι τον αστράγαλο που δεν αφήνουν τίποτα να διαφανεί. Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να πούμε για ένα τρελό μωρό, ότι σε ανάβει ακόμη και με κελεμπία.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), "το άβγαλτο αγοράκι, που το γυροφέρνει ο κολομπαράς". Ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί ως εξής: "Μάλλον προέρχεται από το κοινό κεκ (αγγλικά cake), γιατί το βλέπει σαν γλύκισμα". Αν δεν βρεθεί κάποια πιο ψαγμένη ετυμολογία, θα πρέπει, υποθέτω, να συμβιβαστούμε με αυτήν την ερμηνεία ότι πρόκειται για γουτσισμό εκ των αγγλικών, ένα γκέι αντίστοιχο του παστάκι ένα πράμα.
Got a better definition? Add it!